Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Η απριλιανή δικτατορία: Αιτίες και συμπεράσματα

Γράφει ο Διονύσης Αρβανιτάκης

μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ (Ριζοσπάστης 24/4/2013)


Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ήταν η λύση στην οποία κατέφυγε η αστική τάξη της χώρας μας με τη στήριξη των ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παράγοντες που όξυναν τις ενδοαστικές αντιθέσεις, προκαλώντας αστάθεια και κρίση στην αστική διακυβέρνηση τη δεκαετία του 1960 και ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της.
Το αστικό πολιτικό σύστημα την περίοδο αυτή βρέθηκε μπροστά στην ανάγκη εκσυγχρονισμού του, ανάγκη που προέκυπτε από την ανάπτυξη και σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και τη συμφωνία σύνδεσής του με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), τον Ιούλιο 1961.
Για την προσαρμογή του αστικού πολιτικού συστήματος στις νέες συνθήκες, αρκετά χρόνια πια μετά από το τέλος του εμφυλίου 1946 - 1949, ήταν αναγκαίος ο περιορισμός του ελέγχου που ασκούσε το παλάτι στα κέντρα της αστικής εξουσίας (στρατός, κυβέρνηση), πράγμα αρκετά δύσκολο. Ο ρόλος του παλατιού στην αντιμετώπιση του ΔΣΕ και του ΚΚΕ, ο ρόλος του ως «σύμβολο κατά του κομμουνισμού», είχε προσδώσει στο παλάτι ισχύ, καθιστώντας το βασικό στοιχείο της αστικής εξουσίας. Αποκτούσε ακόμη προτεραιότητα η διαμόρφωση μιας δεύτερης ισχυρής αστικής πολιτικής δύναμης ικανής, στο πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής, να απορροφά τη φθορά του κυβερνητικού κόμματος, της ΕΡΕ, που είχε συσπειρώσει το σύνολο των λεγόμενων δεξιών κομμάτων. Αυτή η δύναμη ήταν η Ενωση Κέντρου που συγκροτήθηκε το Σεπτέμβρη του 1961.
Ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις εκφράστηκαν τότε ανοιχτά αντιθέσεις τόσο στο εσωτερικό τους όσο και μεγάλων τμημάτων τους με το παλάτι. Οι αστοί πολιτικοί ηγέτες (της ΕΡΕ ο Κ. Καραμανλής και της «Ενωσης Κέντρου» ο Γ. Παπανδρέου), επιχείρησαν ορισμένους εκσυγχρονισμούς που τους έφεραν σε σύγκρουση με το παλάτι (σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος από την ΕΡΕ, που αφαιρούσε αρμοδιότητες από τον βασιλιά, παραίτηση κυβέρνησης Καραμανλή (1963) μετά από τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, αργότερα η αποστασία βουλευτών της ΕΚ και η παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965. Αυτές οι αντιθέσεις μεγάλωναν την αγανάκτηση του λαού που ήταν δύσκολο να αγνοηθεί από τα αστικά κόμματα, ιδιαίτερα από την Ενωση Κέντρου, της οποίας η εκλογική βάση χαρακτηριζόταν από αντιβασιλικά αισθήματα.
Την πιο «πρωτοποριακή» και επομένως συμφέρουσα προοπτική για την αστική τάξη και για να προχωρήσει ο αστικός εκσυγχρονισμός φάνηκε να την εκφράζει το «κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πλευρά με επικεφαλής τον Α. Παπανδρέου. Ωστόσο, το μεγάλο μέρος των αστικών κομμάτων δεν έκοβε τους δεσμούς του με τα ανάκτορα, συμβιβαζόταν και υποτασσόταν.
Ενας σημαντικός ακόμη παράγοντας που όξυνε περισσότερο την κρίση της αστικής διακυβέρνησης ήταν το Κυπριακό, με την αντίθεση του Κύπριου Προέδρου Μακαρίου στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και σε ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, που πίεζαν για ΝΑΤΟική λύση του Κυπριακού στα πλαίσια της αντιπαράθεσής τους με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, παίρνοντας το μέρος της Τουρκίας.
Η κρίση της αστικής διακυβέρνησης δύσκολα μπορούσε να ξεπεραστεί με τις εκλογές που είχε προκηρύξει η κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου για τις 28/5/1967.
Κάτω από την επίδραση αυτών των παραγόντων, τμήματα του αστικού πολιτικού κόσμου προσανατολίζονταν στην αναγκαιότητα αναστολής σειράς άρθρων του Συντάγματος, που θα λειτουργούσε ως απάντηση στην κυβερνητική αστάθεια.
Από το Παρίσι, ο αυτοεξόριστος Κ. Καραμανλής αποδέχονταν τη δικτατορία. Στις 10/5/1966, έγραψε προς τον Κων. Τσάτσο: «... Ασπάζομαι ... ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου. Εισηγούμεθα λοιπόν παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μιαν προσωρινή δικτατορίαν - ίσως ενός έτους» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ Τόμος 1949 -1968, σελ. 501).
Οι εξελίξεις, επομένως, που είχαν προηγηθεί και ιδιαίτερα των χρόνων 1965 - 1967 (στη διάρκεια των οποίων σχηματίστηκαν πέντε κυβερνήσεις), είχαν στρώσει το δρόμο ώστε το τμήμα της άρχουσας τάξης που είχε δύναμη στο πιο ισχυρό τμήμα του αστικού κράτους, το στρατό, να δώσει μέσω των συνταγματαρχών που εμφανίζονταν ως βασιλικοί τη δικτατορική αστική λύση, προλαβαίνοντας τους στρατηγούς του βασιλιά Κωνσταντίνου. Τα ανάκτορα υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν την ενέργεια των πραξικοπηματιών.
Η δικτατορία έγινε στο όνομα της αντιμετώπισης του «κομμουνιστικού κινδύνου», παρότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρχε για την αστική τάξη και τους συμμάχους της. Επιβεβαιώθηκε έτσι και πάλι ότι ο αντικομμουνισμός είναι ο προπομπός γενικότερων αντιλαϊκών εξελίξεων.
Η δικτατορία στηρίχθηκε απ' όλα τα τμήματα του κεφαλαίου, ενώ ήταν και η ίδια υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Ηταν χαρακτηριστική η δήλωση του πρωτεργάτη της χούντας Γ. Παπαδόπουλου: «Είναι φυσικόν η επιδίωξίς της να είναι η οικονομική ανάπτυξις της χώρας εντός του πλαισίου της Οικονομικής Κοινότητας εις την οποίαν ανήκομεν» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ Τόμος 1949-1968, σελ. 506).
Είναι παραπλανητικός ο ισχυρισμός ότι η δικτατορία υπήρξε έργο ορισμένων «αφρόνων αξιωματικών» που κατέλυσαν τη Δημοκρατία και παραβίασαν τον όρκο τους.
Η άποψη αυτή στοχεύει τόσο στη συγκάλυψη της ταξικής ουσίας της δικτατορίας όσο και της αστικής ταξικής νομιμότητας που προϋπήρχε και εφάρμοσαν οι δικτάτορες. Η νομιμότητα της εποχής ήταν εκείνη που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ και κατοχύρωνε όλο το αντικομμουνιστικό νομικό πλαίσιο των «έκτακτων μέτρων» του 1947 με νόμο που ψήφισαν το 1952 όλα τα αστικά κόμματα και τα διατηρούσε επ' αόριστον σε ισχύ. Το δε Σύνταγμα του 1952 νομιμοποιούσε την επιβολή δικτατορίας, δίνοντας το δικαίωμα αυτό στο βασιλιά μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. Δηλαδή, η συνταγματική εκτροπή της 21/4/1967 αφορούσε το φορέα αναστολής του κοινοβουλευτισμού και όχι αυτή καθαυτή την αναστολή.
Το πραξικόπημα επιβλήθηκε εύκολα, χωρίς να είναι και αναίμακτο. Η επιτυχία των πραξικοπηματιών οφείλεται βεβαίως στη βία που χρησιμοποίησαν, με συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες ενάντια στους κομμουνιστές και τους λαϊκούς αγωνιστές, κυρίως όμως οφείλεται στο ότι η χούντα δεν βρήκε απέναντί της ένα λαό οργανωμένο και αποφασισμένο να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του.
Το ΚΚΕ και η ΕΔΑ ακολουθώντας την πολιτική της λεγόμενης «δημοκρατικής συνεργασίας και ομαλότητας» στέρησαν από το λαϊκό κίνημα τον ταξικό προσανατολισμό, την αναγκαία επαγρύπνηση και οργανωτική προετοιμασία για την αντιμετώπιση των επίδοξων δικτατόρων. Το ΚΚΕ δεν αντιμετώπισε με ουσιώδη πρακτικά μέτρα τον αντικομμουνισμό των κρατικών μηχανισμών και των αστικών κομμάτων. Δεν πήρε τα αναγκαία μέτρα για να επιβάλει τη νόμιμη αυτοτελή δράση του ΚΚΕ στην Ελλάδα, κόντρα στην επίσημη απαγόρευση. Αντίθετα, παρέμενε επιπλέον στη λαθεμένη εκτίμηση ότι ήταν σωστή η απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του 1958 για τη διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων. Ταυτόχρονα, η ΕΔΑ παρέμεινε προσηλωμένη σταθερά στην πολιτική «ουράς» απέναντι στην «Ενωση Κέντρου».
Η απουσία κομματικών οργανώσεων δυσκόλεψε πολύ την πάλη του ΚΚΕ, παρά τον ηρωικό αγώνα χιλιάδων κομμουνιστών και κομμουνιστριών. Μόνο μετά το Φλεβάρη 1968 (12η Ολομέλεια της ΚΕ), οπότε προχώρησε η δημιουργία κομματικών οργανώσεων και ιδρύθηκε η ΚΝΕ, η δράση του Κόμματος μπήκε σε πιο στέρεα βάση.
Η στρατιωτική δικτατορία των χρόνων 1967 - 1974, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δικτατόρων, είχε εξ αντικειμένου αποτέλεσμα να επέλθει ο εκσυγχρονισμός του αστικού πολιτικού συστήματος, το οποίο θωράκισε περισσότερο τη σταθερότητα της κυριαρχίας του κεφαλαίου στην αστική διακυβέρνηση, με τη εναλλαγή των νέων πολιτικών κομμάτων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.
Η κατάρρευση της δικτατορίας, κάτω από το βάρος της λαϊκής αντίθεσης, που κυρίως εκφράστηκε με τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973, αλλά και κάτω από το βάρος του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Κύπρο, την τουρκική εισβολή και κατοχή που ακολούθησε, υποχρέωσε το λεγόμενο μεταπολιτευτικό αστικό σύστημα να παίρνει αποστάσεις από τον πρωτόγονο αντικομμουνισμό της προηγούμενης περιόδου, που ήταν το σήμα κατατεθέν της χούντας. Στον αντίποδα αυτής της στάσης στάθηκαν, βέβαια, όλα τα εθνικιστικά φασιστικά μορφώματα που κινούνταν μέχρι πρόσφατα περιθωριακά στους κόλπους του αστικού πολιτικού συστήματος.
Σήμερα η σαβούρα της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) (όπως και οι άλλες εθνικοσοσιαλιστικές ομάδες), διάδοχος της περιθωριακής ΕΠΕΝ της μεταχουντικής περιόδου, στην επιδίωξή της να εμφανιστεί ως αντισυστημική δύναμη, προβάλλει το θαυμασμό της στους αρχιπραξικοπηματίες Παπαδόπουλο, Παττακό, Ιωαννίδη κ.ά.
Η στάση αυτή της ΧΑ κάθε άλλο παρά αποδεικνύει τον αντισυστημκό της χαρακτήρα. Οι ιδεολογικοί πρόγονοί της, Χίτλερ, Μεταξάς, Ταγματασφαλίτες, Χίτες και Απριλιανοί δικτάτορες, ήταν αστικές δυνάμεις που κατέλαβαν την πολιτική εξουσία είτε μέσω του κοινοβουλίου είτε μέσω του νομικού εποικοδομήματος, χρησιμοποιώντας και το σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους που υπηρετούσαν. Είναι γνωστή η διαδρομή του Γ. Παπαδόπουλου ως ανθυπολοχαγού των Ταγμάτων Ασφαλείας. Σήμερα, όταν μιλούν για περιορισμό της πολιτικής ασυδοσίας, στην ουσία εννοούν τη συρρίκνωση των πολιτικών και λαϊκών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν έπειτα από σκληρούς αγώνες. Η Χρυσή Αυγή είναι όπλο του καπιταλισμού.
Βέβαια, η απάντηση της εργατικής τάξης και του λαού, όπως έδειξε και η πείρα της προδικτατορικής περιόδου, δε φτάνει να εξαντλείται απλά στην υπεράσπιση αυτών των δικαιωμάτων. Μια τέτοια περιορισμένη απάντηση συγκαλύπτει ότι η σημερινή εξαθλίωση του λαού σχεδιάζεται και εκτελείται σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, συσκοτίζει τις αιτίες της κρίσης και εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις στα νέα σενάρια αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, τμήμα του οποίου είναι και η Χρυσή Αυγή.
Είναι επιτακτική ανάγκη η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα να διαχωριστούν από τα μονοπώλια, τους ντόπιους υπηρέτες τους και τους διεθνείς συμμάχους τους, να χτίσουν την πλατιά κοινωνική λαϊκή συμμαχία, να συμπορευτούν με ένα ισχυρό ΚΚΕ για την εργατική λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.

Αναλυτικότερα στην σελίδα ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ


Καρλ Μαρξ

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων».