Γράφει ο Άδηλος
1. Οι διαλεκτικές αντιφάσεις αιτία της καπιταλιστικής κρίσης
1.1 Ορισμός
2. Το πρόβλημα της αύξησης της κατανάλωσης
2.1 Η Επέκταση των αγορών
Κεφάλαιο 3: Πώς ξεπερνιούνται οι οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό
3.1 Οι κυκλικές κρίσεις
Όμως η αστική τάξη δε σφυρηλάτησε μονάχα τα όπλα που θα της φέρουν το θάνατο. Δημιούργησε και τους ανθρώπους που θα χειριστούν αυτά τα όπλα, τους σύγχρονους εργάτες, τους προλετάριους».
1. Οι διαλεκτικές αντιφάσεις αιτία της καπιταλιστικής κρίσης
1.1 Ορισμός
Κατά τον Μαρξ, οι οικονομικές κρίσεις υπάρχουν εξ αιτίας ορισμένων διαλεκτικών αντιφάσεων, που είναι εγγενείς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Διαλεκτικές ονομάζονται οι αντιφάσεις μεταξύ δύο αντιτιθέμενων δυνάμεων, που είναι δεμένες μεταξύ τους σε αμοιβαία αντιπαράθεση. Έτσι η έκφραση «το στερεό είναι υγρό» είναι μια αντίφαση (της λογικής), ενώ η δράση των τεκτονικών πλακών που δημιουργούν τους σεισμούς και τα βουνά είναι διαλεκτική αντίφαση.
1.2 Η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού
Η βασική διαλεκτική αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας βρίσκεται στον χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και είναι αυτή μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας στα πλαίσια των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κάθε ατομική εργασία γίνεται ένας κρίκος στο σύνολο της κοινωνικής εργασίας και η ξεχωριστή παραγωγή γίνεται ένα τμήμα της συνολικής παραγωγής. Όμως, παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής τα αποτελέσματά της τα ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι καπιταλιστές, ενώ οι εργάτες παίρνουν μόνο τα αναγκαία μέσα ύπαρξης (στην καλύτερη περίπτωση την αξία της εργατικής τους δύναμης) με τη μορφή μισθού. Μοναδικός και απόλυτος σκοπός των καπιταλιστών είναι η παραγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας και σε συνέχεια του κέρδους, που έχει ως πηγή την απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών.
1.3 Οι κρίσεις υπερπαραγωγής
Από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, προκύπτουν μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις, οι οποίες αποτελούν μορφές εκδήλωσης της βασικής και οι οποίες οδηγούν την καπιταλιστική οικονομία σε κρίσεις υπερπαραγωγής. Η υπερπαραγωγή αυτή όμως ορίζεται ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα μπορούν να πωληθούν με κέρδος, κι όχι ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα χρειάζονται κι επιθυμούν οι άνθρωποι. Προκύπτει το ερώτημα: Γιατί δεν μπορεί να πωληθεί η παραγωγή; Η προφανής θεωρητική απάντηση είναι λόγω της αντίφασης κοινωνικής παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας, ή ποιο λαϊκά λόγω της φτώχειας που επιβάλλεται στις λαϊκές μάζες. Όμως πως ακριβώς η ατομική ιδιοκτησία οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσμα; πώς ακριβώς περιορίζεται η καταναλωτική δύναμη των μαζών;
1.4 Η αντίφαση μεταξύ περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και απεριόριστης επέκτασης της καπιταλιστικής παραγωγής
Μια από τις κυριότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης, είναι η αντίθεση μεταξύ «παραγωγής και κατανάλωσης». Επειδή ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η επίτευξη του μέγιστου κέρδους, υπάρχει τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής. Ωστόσο η απορρόφηση της προσκρούει στα περιορισμένα όρια της αγοραστικής δύναμης των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Όπως επισημαίνει ο Μαρξ, «όσο πιο πολύ αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο πιο πολύ η δύναμη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα στενά πλαίσια που καθορίζουν οι σχέσεις κατανάλωσης ». Με διαφορετικά λόγια, οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες με ένα ποσό, ισοδύναμο με την αξία ενός μονάχα μέρους της αξίας των εμπορευμάτων που παράχθηκαν. Άρα γίνεται φανερό, ότι οι εργάτες δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω απ’ τους καπιταλιστές όλα όσα παρήγαγαν γι αυτούς. Γι’ αυτό, λοιπόν, η αγορά στην οποία μπορούν να πωληθούν τα εμπορεύματα είναι πάντοτε μικρότερη από την αξία των προϊόντων που παράγει η εργατική τάξη.
1.5 Γιατί η κατανάλωση είναι τόσο περιορισμένη;
Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι εργάτες πωλούν την εργατική τους δύναμη στους καπιταλιστές για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει (κατά μέσο όρο) την αξία της εργατικής τους δύναμης. Όμως η πραγματική εργασία που συντελείται απ’ τους εργάτες για τους καπιταλιστές στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου παράγει μια αξία σε εμπορεύματα πολύ μεγαλύτερη απ’ την αξία των χρημάτων που πληρώνονται οι εργάτες. Ένα μέρος μόνο αυτής της παραγόμενης αξίας (μόλις τα εμπορεύματα πωληθούν) θα πάει στην πληρωμή των μισθών. Ένα άλλο μέρος της θα πάει στις πρώτες ύλες, στη συντήρηση ή αντικατάσταση των μηχανημάτων που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία, στην ηλεκτρική ενέργεια, τη θέρμανση κι άλλα τέτοια λειτουργικά έξοδα. Όμως ακόμη και τότε μένει ένα μεγάλο κομμάτι, αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία. Αυτή είναι η πηγή των κερδών των καπιταλιστών. Αυτό που σημαίνουν όλα αυτά, είναι ότι οι εργάτες παράγουν περισσότερη αξία απ’ αυτήν για την οποία πληρώνονται. Αυτό σημαίνει φυσικά, ότι οι εργάτες και οι οικογένειές τους δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω όλα αυτά που παρήγαγαν με κανέναν τρόπο.
1.6 Γιατί η παραγωγή τείνει να είναι απεριόριστη;
Μια απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές έχουν υφαρπάξει τόσο πλούτο, τόσο πολλή υπεραξία, που δε γνωρίζουν τί άλλο να κάνουν μ’ αυτήν εκτός απ’ το να την ρίξουν ξανά στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής. Μια άλλη απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές θέλουν πάντοτε να επεκτείνουν τον πλούτο τους (ακόμη κι αν δε ξέρουν τί να κάνουν με τον πλούτο που ήδη κατέχουν). Ο πλούτος προέρχεται απ’ τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, κι έτσι φυσικά εύχονται να επεκτείνουν αυτήν την αναπαραγωγική διαδικασία όσο το δυνατόν ταχύτερα. Οι καπιταλιστές επιθυμούν τον πλούτο όχι μόνο για την απόκτηση περισσότερων ειδών πολυτελείας, αλλά επίσης, και πιο σημαντικό, για το δέος και την ισχύ που ο πλούτος αυτός σηματοδοτεί στους κύκλους τους. Στην πραγματικότητα αυτό το πάθος αποτελεί συχνά μια τάση πολύ ισχυρότερη από την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει η προσωπική πολυτέλεια, όση τέτοια κι αν έχουν συσσωρεύσει. Για τους περισσότερους καπιταλιστές, η συσσώρευση η ίδια γίνεται σκοπός της ζωής τους, και ο κύριος τρόπος να αυξήσουν τον ρυθμό της συσσώρευσης είναι μέσω της συνεχούς επέκτασης της παραγωγής. Εκεί βρίσκονται επίσης πολλοί ακόμη λόγοι που κάνουν τους καπιταλιστές να επιθυμούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση της παραγωγής. Υπάρχει το ζήτημα του ανταγωνισμού, του φόβου των ανταγωνιστών, του φόβου για μια τυχόν χρεωκοπία.
1.7 Μήπως η υποκατανάλωση είναι η αιτία της κρίσης;
Πολλοί, μεταξύ αυτών και αρκετοί “μαρξιστές”, αποδίδουν την κύρια αιτία των κρίσεων στην «υποκατανάλωση» των μαζών. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε την κατάσταση «υποκατανάλωσης» ως αυτοτελή αιτία, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι κρίσεις πρέπει να έχουν χρόνιο και αδιάκοπο χαρακτήρα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια φάση του κύκλου της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής μετά τη φάση της «ανόδου», όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στις θεωρίες της «υποκατανάλωσης», τόνιζε ότι «η υποκατανάλωση (που εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός καθεστώτος – του κεφαλαιοκρατικού».
1.8 Άλλες μορφές εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων
1) Μια άλλη μορφή εκδήλωσης είναι η αντίθεση μεταξύ της οργάνωσης της παραγωγής στα πλαίσια των ξεχωριστών επιχειρήσεων και της αναρχίας στην παραγωγή στο σύνολο της κοινωνίας, που δημιουργεί δυσαναλογίες και ανισομέρειες στην ανάπτυξη με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Αυτό οφείλεται στην ατομική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής που κάνει αδύνατο το σχεδιασμό σε κοινωνική κλίμακα, γι' αυτό και οι διάφορες ρυθμίσεις για μείωση των δυσαναλογιών στα πλαίσια του κρατικού παρεμβατισμού έχουν περιορισμένα αποτελέσματα.
2)Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η αντίθεση μεταξύ «σκοπού και μέσου» της καπιταλιστικής παραγωγής. Σκοπός: η απόσπαση όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας άρα και κέρδους. Μέσο: οι τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες και η συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγαλύτερες μονάδες για απόκτηση μονοπωλιακού πλεονεκτήματος. Ωστόσο, η συγκέντρωση της παραγωγής και κεφαλαίου, μειώνει την αναλογία ζωντανής εργασίας (μεταβλητού κεφαλαίου) σε σχέση με την πραγματοποιημένη εργασία στα μέσα παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) και οδηγεί σε μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους. Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους αποδυναμώνει με τη σειρά της το κίνητρο «διευρυμένης αναπαραγωγής» και ενισχύει την τάση εντατικότερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας. Έτσι μειώνεται παράλληλα η αγοραστική δύναμη των εργατών και δυσκολεύεται η διάθεση της παραγωγής. Ενώ λοιπόν οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έχουν τη δυνατότητα παραγωγής περισσότερων αγαθών για την κοινωνία, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου, αποτελούν τελικά εμπόδιο. Με άλλα λόγια, ο «σκοπός» της καπιταλιστικής παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με το «μέσο». Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο που δεν μπορεί να παράγει κέρδος, σηματοδοτεί την κρίση, δηλαδή την διακοπή ή την μείωση της παραγωγής. 3) Τέλος, μια ακόμη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι σε κοινωνικό επίπεδο η αντίθεση μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης επιδεινώνεται η θέση της εργατικής τάξης η οποία εξαθλιώνεται «σχετικά» και «απόλυτα». Αυξάνει κατακόρυφα η ανεργία, ενώ μένουν ακινητοποιημένα σημαντικά μέσα παραγωγής. Πολλά εμπορεύματα παραμένουν απούλητα και καταστρέφονται, ενώ η μεγάλη μάζα των μισθωτών και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ζουν στη φτώχεια και στην ανέχεια. Η ταξική πάλη σε συνθήκες κρίσης οξύνεται με τις αντιστάσεις, διαμαρτυρίες και κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, ενώ έρχεται πιο καθαρά στο προσκήνιο η ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, ως ριζικού τρόπου οριστικής υπέρβασης των κρίσεων.
2. Το πρόβλημα της αύξησης της κατανάλωσης
2.1 Η Επέκταση των αγορών
Οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν απλά να συνεχίσουν την παραγωγή, αλλά συνεχίζουν να επενδύουν τον σωρό της υπεραξίας που διαθέτουν από τον π.χ. “Τομέα 1″, στα μέσα παραγωγής του, ας τον πούμε “Τομέα 2″ της οικονομίας. Ένα τέτοιο μέσο είναι το να πουλάνε καταναλωτικά αγαθά σε άλλες χώρες. Όμως το πρόβλημα έγκειται στο ότι και η κάθε άλλη χώρα θα επιθυμεί επίσης να πουλάει αγαθά στην πρώτη χώρα, κι έτσι αφού κλέψει ο καθένας όση απ’ την αγορά του άλλου μπορέσει, φτάνουμε ξανά στην ίδια ισορροπία. Όταν υπήρχαν μεγάλα κομμάτια του κόσμου που παρέμεναν ουσιαστικά εκτός του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, (παράδειγμα φεουδαρχικές κοινωνίες ή δουλοκτητικές συνθήκες – αποικίες) μπορούσαν να ανακουφίζουν σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα της υπερπαραγωγής στις καπιταλιστικές χώρες. Καθώς πλέον ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος είναι κατ’ ουσία καπιταλιστικός, αυτή η βαλβίδα αποσυμπίεσης της οικονομικής διείσδυσης σε μη καπιταλιστικές χώρες -που ήταν πάντα μικρότερης σημασίας απ’ ότι πίστευαν αρκετοί άνθρωποι- έχει πλέον εξαφανιστεί.
2.2 Η εξαγωγή του κεφαλαίου
Αναλόγως, οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν απλώς να κρατήσουν τα πράγματα ως έχουν, επενδύοντας το κεφάλαιό τους στη χώρα τους. Αντίθετα, την εποχή του ιμπεριαλισμού, ψάχνουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο για επενδυτικές ευκαιρίες. Η εξαγωγή του κεφαλαίου γίνεται εξίσου σημαντική για το σύστημα με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Όμως ξανά, οι ιμπεριαλιστές σύντομα έρχονται αντιμέτωποι με σαφείς περιορισμούς. Η επένδυση του ενός στη χώρα του άλλου, αν και ασφαλέστερη απ’ ό,τι στον “Τρίτο Κόσμο” - που είναι γενικά πιο ασταθής και πιο επιρρεπής σε επαναστάσεις - δεν αποδίδει στην πράξη παραπάνω απ’ όσο εάν επένδυε η κάθε κυρίαρχη τάξη μόνο στη δική της χώρα. Έστω λοιπόν, ότι χτίζονται τα εργοστάσια σε μία χώρα με χαμηλό κόστος εργασίας. Σε ποιόν θα πουλήσουν όλα αυτά τα προϊόντα που θα παράξουν; Ασφαλώς, μπορούν να τα στείλουν πίσω στη χώρα τους, όμως τότε θα πρέπει να ρίξουν την εγχώρια παραγωγή. Φυσικά, η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς μπορεί αρχικά να φαίνεται στους ιμπεριαλιστές ότι θα τους αποφέρει υπερκέρδη, όμως όσο περισσότερη παραγωγή μετατοπίζεται στις χώρες αυτές κι από τους ανταγωνιστές τους (από την ίδια χώρα ή κι από άλλες), ο ρυθμός του κέρδους θα ξαναπέσει. Κι αυτό που θα μείνει πίσω θα είναι ολοένα και περισσότεροι εξαθλιωμένοι εργάτες . Παντού, συμπεριλαμβανομένων και των ιμπεριαλιστικών χωρών. Μ’ άλλα λόγια, καθώς οι μισθοί των εργατών στις μονάδες παραγωγής του Τρίτου Κόσμου είναι πολύ χαμηλότεροι απ’ ότι ήταν στις πρώτες χώρες, ο μέσος μισθός σε παγκόσμιο επίπεδο θα μειωθεί, κι ως εκ τούτου και η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας παγκόσμια θα μειωθεί. Έτσι, η μετατόπιση της παραγωγής σε χώρες του Τρίτου Κόσμου με φθηνά εργατικά χέρια επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το βασικό πρόβλημα της υπερπαραγωγής.
2.3 Καταναλωτική πίστωση
Μακράν το πιο σημαντικό, το πιο αποτελεσματικό (βραχυπρόθεσμα πάντα!) μέσο τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης των μαζών είναι απλά η επέκταση της πίστωσης. Εάν οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν τους εργάτες αρκετά ώστε να αγοράσουν πίσω τα αγαθά που παράγουν, μπορούν απλά να τους δανείσουν τα χρήματα (με τόκο φυσικά!) ώστε να τα αγοράσουν. Ένα πρόβλημα βέβαια εδώ, είναι ότι το επίπεδο του χρέους των καταναλωτών πρέπει διαρκώς να αυξάνεται. Για να λειτουργήσει αυτό το σχήμα, πρέπει οι καπιταλιστές που χορηγούν τα δάνεια στις μάζες, να πιστεύουν πραγματικά ότι θα τους τα ξεπληρώσουν.
Αναπόφευκτα, αυτή η πιστωτική φούσκα διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό που γίνεται προφανές ακόμα και στον πιο ενθουσιώδη υποστηρικτή της πίστωσης ότι πολλά απ’ αυτά τα δάνεια δεν πρόκειται να ξεπληρωθούν ποτέ. Όταν έρθουν αντιμέτωποι μ’ αυτή τη διαπίστωση, οι ίδιοι άνθρωποι που πίεζαν για τη διαρκή επέκταση της πίστωσης αρχίζουν να αρνούνται κάθε περαιτέρω πίστωση. Σ’ αυτό το σημείο, αντί η αύξηση της πίστωσης να προάγει την ανάπτυξη της οικονομίας, η συρρίκνωση της πίστωσης γίνεται ένα επιπλέον βαρίδιο στην οικονομία. Σε τελική ανάλυση, το να δανείζει κανείς στους ανθρώπους χρήμα ώστε να αγοράσουν αυτά που οι καπιταλιστές δεν τους πληρώνουν επαρκώς ώστε να τα αγοράσουν, θα οδηγήσει πάντα τα πράγματα απ’ το κακό στο χειρότερο.
2.4 Ο Κεϋνσιανισμός
Ένας άλλος αξιοσημείωτος μηχανισμός τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης είναι η κεϋνσιανή ελλειμματική δαπάνη. Ο Κέυνς πρότεινε το εξής: Εάν οι μάζες δεν μπορούν να αγοράσουν όλα τα εμπορεύματα που παράγονται, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να προσλάβει τους ανέργους σε διάφορα δημόσια έργα, και να τους πληρώνει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράζουν τα εμπορεύματα που θα έμεναν απούλητα. Ο Κέυνς σημείωνε ότι, όσον αφορά την τόνωση της οικονομίας, δεν έχει την παραμικρή σημασία το τί έργα θα ήταν αυτά που στα οποία θα τους προσλάμβανε η κυβέρνηση, όπως έλεγε ακόμα και το να προσλάβει κάποιους για να ανοίγουν άχρηστες τρύπες κι αργότερα άλλους για να τις κλείνουν, θα δούλευε μια χαρά. (Τζών Κέυνς – Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος).
Ωστόσο, πολλοί πολιτικοί της άρχουσας τάξης αντιτίθενται ιδεολογικά σε κάθε εγχείρημα δημοσίων έργων, καθώς το βλέπουν σαν ανταγωνισμό του κράτους έναντι των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Έτσι, μια πιο συνηθισμένη μορφή κεϋνσιανισμού σήμερα είναι η κυβέρνηση να αγοράζει απ’ ευθείας όσα προϊόντα έμειναν απούλητα άμεσα. Η κεντρική ιδέα εδώ είναι ότι αν οι μάζες δεν μπόρεσαν να καταναλώσουν όλα αυτά που παράχθηκαν, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να τα αγοράσει για λογαριασμό τους. Φυσικά, η παραγωγή τότε στρέφεται προς το είδος των εμπορευμάτων που η κάθε αστική κυβέρνηση θα ενδιαφερόταν να αγοράσει, κι αυτά δεν είναι άλλα από όπλα και πολεμικούς εξοπλισμούς.
Το να αγοράζουν απλώς εμπορεύματα οι κυβερνήσεις, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα αναπτυχθεί η οικονομία. Εξαρτάται πάντα από πού παίρνει τα λεφτά η κυβέρνηση για να αγοράσει τα εμπορεύματα αυτά. Το κύριο έσοδο της κάθε κυβέρνησης είναι η φορολόγηση της εργατικής τάξης. Όμως κάθε ευρώ από τους φόρους ενός εργάτη που θα δαπανήσει η κυβέρνηση, είναι ένα ευρώ λιγότερο στη διάθεση του εργάτη να ξοδέψει. Έτσι, δεν υπάρχει κάποια πραγματική τόνωση της οικονομίας. Άρα: Κατά κύριο λόγο, οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να δώσουν μια αξιοσημείωτη ώθηση στην οικονομία μόνον όταν τα χρήματα δεν προέρχονται από φόρους, αλλά είτε από δανεισμό, είτε απλά τυπώνοντας περισσότερο χρήμα.
Και αυτό μπορεί να γίνει με δυο τρόπους: 1) αυξάνοντας τις δαπάνες σε βαθμό μεγαλύτερο από τα έσοδα που εισπράττει η κυβέρνηση μέσω φόρων, και 2) περικόπτοντας τους φόρους σε τέτοιο βαθμό ώστε οι δαπάνες να ξεπερνούν τα φορολογικά έσοδα. Βλέπουμε ότι η κεϋνσιανή ελλειμματική δαπάνη, όποια μορφή κι αν έχει, τελικά δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.
1. Εάν η κυβέρνηση απλά τυπώσει νέο χρήμα, αυτό θα προκαλέσει πληθωρισμό. Έτσι, εάν π.χ. τα αμερικάνικα δολάρια ξοδεύονται στο εξωτερικό, και μένουν εκεί (ως αποθεματικά νομίσματα ξένων χωρών για παράδειγμα), δεν είναι σε θέση να προκαλέσουν πληθωρισμό εντός των ΗΠΑ. Απ’ την άλλη, εάν οι ξένες χώρες αρχίσουν να χρησιμοποιούν άλλα νομίσματα, όπως το ευρώ ως αποθεματικά, τότε θα σημειωθεί μια απότομη άνοδος του πληθωρισμού του δολαρίου, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποια αύξηση των ελλειμματικών χρημάτων που τυπώνονται. 2. Εάν η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την ελλειμματική δαπάνη της απλά δανειζόμενη χρήμα, τότε το κυβερνητικό χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται δίχως τελειωμό, και με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Μετά από ένα διάστημα, οι δανειστές θα αρχίσουν να αμφισβητούν την ικανότητα της κυβέρνησης να τους ξεπληρώσει ολόκληρο το χρέος και θα αρχίσουν να ζητούν ολοένα και υψηλότερους τόκους, ώστε να αντισταθμίσουν το αυξανόμενο ρίσκο να χάσουν τα λεφτά τους. Το επιτόκιο δεν καθορίζεται από το επίπεδο του κυβερνητικού χρέους, αλλά από την εκτίμηση της ικανότητα να ξεπληρώσει το χρέος της. Τελικά, εάν το χρέος μιας κυβέρνησης αυξηθεί υπερβολικά, οι επενδυτές θα αρνηθούν να συνεχίσουν να δανείζουν στην κυβέρνηση αυτή χρήματα, οποιοδήποτε κι αν είναι το επιτόκιο.
Έτσι, η κεϋνσιανή ελλειμματική δαπάνη έχει σαφή όρια. Όπως το καταναλωτικό χρέος, έτσι και το αυξανόμενο κυβερνητικό χρέος μπορεί να παρατείνει για λίγο τη λειτουργία μιας καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά πάντα για λίγο.
2.5 Χρηματοπιστωτικές κρίσεις. (Η πίστωση υπάρχει για να διευκολύνει την υπερπαραγωγή)
Ας ρίξουμε μια ματιά στη φύση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Κατ’ αρχήν, τί είναι η πίστωση; Πώς προέκυψε και γιατί υπάρχει στην οικονομία; Ο Μαρξ σημειώνει ότι “το χρηματοπιστωτικό σύστημα το ίδιο, προκύπτει από τις δυσκολίες που συναντά το κεφάλαιο να δραστηριοποιηθεί “παραγωγικά”, δηλαδή με “κερδοφόρα”. Και κατόπιν γράφει: “Η υπερπαραγωγή, το πιστωτικό σύστημα κλπ, είναι μέσα με τα οποία η καπιταλιστική παραγωγή προσπαθεί να ξεπεράσει τα ίδια τα όριά της, και να παράξει πέρα και πάνω απ’ τα όριά της. Η καπιταλιστική παραγωγή, διαθέτει απ’ την μια πλευρά αυτήν την κινητήρια δύναμη, κι απ’ την άλλη, μπορεί να αντέξει μόνο την παραγωγή που μπορεί να χωρέσει εντός της κερδοφόρας επένδυσης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Έτσι προκύπτουν οι κρίσεις… (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες της Υπεραξίας, τόμος 3).
Πράγματι, η πίστωση υφίσταται προκειμένου να διευκολύνει την υπερπαραγωγή, δηλαδή, την παραγωγή πέρα από τα όρια εντός των οποίων μπορεί το κεφάλαιο να επενδυθεί. Οι χρηματοπιστωτικές φούσκες κάθε είδους δεν είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί μέσα στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα είναι απαραίτητες για να λειτουργεί ο καπιταλισμός. Όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι μηχανισμοί που ευνοούν τη δημιουργία τέτοιων φουσκών, τόσο πιο επιτυχημένη είναι η καπιταλιστική κοινωνία (μέχρι να σκάσει η φούσκα!). Όταν η φούσκα σκάσει και ξεσπάσει η κρίση, πάντα φαίνεται εκ των υστέρων σαν να υπήρξε ένας τεράστιος παραλογισμός από μεριάς των τραπεζών, των βιομηχάνων, των καταναλωτών και της κυβέρνησης, που τόσο καιρό επέτρεπε τη διόγκωση αυτής της φούσκας. Όμως αν δεν “επιτρεπόταν” (και δεν ενθαρρυνόταν με κάθε τρόπο) η ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας, τότε η κρίση απλά θα ξεσπούσε πολύ νωρίτερα. Στην πράξη, αν δεν υπήρχαν χρηματοπιστωτικές φούσκες, δε θα υπήρχε καθόλου καπιταλιστική ανάπτυξη.
3.1 Οι κυκλικές κρίσεις
Η διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής έχει κυκλικό χαρακτήρα, περνώντας από τέσσερις διακριτές φάσεις. Την κρίση, την ύφεση, την αναζωογόνηση και την άνοδο. Κατόπιν εκ νέου επανέρχεται νέα κρίση, κοκ. Ο καπιταλιστικός κύκλος είναι διαδικασία «κίνησης» της καπιταλιστικής οικονομίας από τη μια κρίση υπερπαραγωγής στην άλλη. Η «κρίση» αποτελεί την κύρια φάση του κύκλου στη διάρκεια της οποίας αποκαθίστανται έστω και προσωρινά, οι διαταραγμένες αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής. Τα πρώτα σημάδια της κρίσης είναι οι δυσκολίες διάθεσης των παραχθέντων εμπορευμάτων. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού κεφαλαίου και ανεβαίνουν τα επιτόκια. Βαθμιαία η κρίση αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της οικονομίας. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται. Η παραγωγή πέφτει, η ανεργία αυξάνει, μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργατών, εντείνεται η εκμετάλλευση των εργαζόμενων με εντατικοποίηση της εργασίας και περικοπές μισθών
3.2 Η «εξυγιαντική» επίδραση των κρίσεων
Μια σημαντική διάσταση της θεωρίας του Μαρξ για τις κρίσεις αφορά τον «εξυγιαντικό ρόλο» των οικονομικών κρίσεων στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, για όσο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό συμβαίνει, όπως ήδη σημειώθηκε, λόγω της αποκατάστασης, έστω και προσωρινά, των διαταραγμένων αναλογιών της παραγωγής, που πετυχαίνεται μέσω της κρίσης. Η καταστροφή των συσσωρευμένων μη κερδοφόρων κεφαλαίων, δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο δράσης και κερδοφορίας για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που επιβιώνουν, θέτοντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια νέα άνοδο. Υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι με τους οποίους οι καπιταλιστές που επιβιώνουν επωφελούνται από την καταστροφή κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης. Πρώτα, το κλείσιμο επιχειρήσεων, ρίχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης στην ανεργία, αυξάνει τον ανταγωνισμό των εργατών για δουλειά επιτρέποντας στο κεφάλαιο να χαμηλώνει τους μισθούς. Αυτό δημιουργεί ευνοϊκούς όρους για αυξημένη κερδοφορία στην αρχή του νέου κύκλου, επιτρέποντας να ξεκινήσει εκ νέου η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Κατά δεύτερο λόγο, η κρίση απαξιώνει τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων, τα οποία στη φάση της ανόδου φουσκώνουν υπερβολικά. Ένας καπιταλιστής στα πρόθυρα της χρεοκοπίας όμως θα είναι διατεθειμένος να πουλήσει σε ακόμη πιο εξευτελιστικές τιμές κεφαλαιουχικά στοιχεία, τμήματα της επιχείρησης, μετοχές, κ.λπ., ώστε να αποσβέσει τα χρέη του. Αυτό αποτελεί μια πρόσθετη πηγή κερδοφορίας για τους εναπομένοντες καπιταλιστές. Με αυτό τον τρόπο, οι κρίσεις δίνουν ισχυρή ώθηση στο σχηματισμό των μονοπωλίων, που κυριαρχούν πλέον στην αγορά.
3.3 Ταξική πάλη και σοσιαλιστική προοπτική
Η μαρξιστική θεωρία των οικονομικών κρίσεων αποδεικνύει τις βαθιές αντιφάσεις και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού. Διευκολύνει στην κατανόηση των οικονομικών νόμων κίνησης της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Ειδικότερα οι κρίσεις αποκαλύπτουν στους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα τις αγιάτρευτες ανεπάρκειες και πληγές του καπιταλισμού. Την κατασπατάληση παραγωγικών δυνάμεων, τη ληστρική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τον τεράστιο αριθμό ανέργων, την αρπακτική αξιοποίηση των φυσικών πόρων, κ.ά. Η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων δείχνει ότι ο καπιταλισμός ενεργεί όχι μόνο ως μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και ως μορφή τροχοπέδησης και καταστροφής τους. Όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός, τόσο πιο καθαρά δείχνει την ανικανότητά του να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της κοινωνίας.
Η κρίση δεν οξύνει μόνο την ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη για την κατανομή και ανακατανομή του παραγόμενου προϊόντος, αλλά και για την οριστική εξάλειψη των κρίσεων με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια η κρίση βοηθάει αντικειμενικά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα ανατροπής των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων και μετάβασης σε ένα ανώτερο σύστημα, στο σοσιαλισμό, όπου όπως λέει ο Μαρξ, στη θέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που τον πλούτο τον ιδιοποιούνται οι λίγοι κεφαλαιοκράτες, θα μπει η κοινή κατοχή της γης και των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στην τωρινή μεγάλη παγκόσμια κρίση, η κοινωνικοποίηση έχει φτάσει στο σημείο να αντιφάσκει με τις καπιταλιστικές σχέσεις. Έτσι μόνο μια διέξοδος μπορεί να αποτελεί λύση στα προβλήματα επιβίωσης που δημιουργούνται καθημερινά στις λαϊκές μάζες. Ο Σοσιαλισμός, η Λαϊκή Εξουσία. Δεν πρόκειται λοιπόν για μεσσιανική θεώρηση της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά για το «ιστορικά αναγκαίο» που απορρέει από τη «διαλεκτική των πραγμάτων». Κινητήρια δύναμη αυτής της ανατροπής είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ζωτικό συμφέρον και πρώτα απ' όλα η εργατική τάξη. Όπως γράφουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «…Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν από αυτές. Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; Από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούριες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις.
Τα όπλα που χρησιμοποίησε η αστική τάξη για να ανατρέψει τη φεουδαρχία στρέφονται τώρα ενάντια στην ίδια την αστική τάξη.Όμως η αστική τάξη δε σφυρηλάτησε μονάχα τα όπλα που θα της φέρουν το θάνατο. Δημιούργησε και τους ανθρώπους που θα χειριστούν αυτά τα όπλα, τους σύγχρονους εργάτες, τους προλετάριους».