Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

1ο) Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Όπως και στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, έτσι και στην Ιταλία, ο Α΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος και η Οκτωβριανή Επανάσταση είχαν διαμορφώσει συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, επιδρώντας καταλυτικά στη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα κόμμα μαζικό (που στις εκλογές του 1919 ήρθε πρώτο σε ψήφους με 32,3%, δίχως ωστόσο να σχηματίσει κυβέρνηση), εμφάνιζε διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής, καθώς ήταν από τα ελάχιστα εκείνα τα οποία τάχτηκαν κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου - αν και η στάση που κράτησε ήταν μια μεσοβέζικη στάση που συνοψιζόταν στο σύνθημα «ούτε συμμετοχή, ούτε σαμποτάζ», δηλαδή ούτε υπέρ, αλλά ούτε κι ενεργά κατά του πολέμου. Σημειώνεται πως στην αστική τάξη της Ιταλίας είχαν εκδηλωθεί τότε δύο διαφορετικές τάσεις, μ’ ένα τμήμα της (κυρίως αυτό που συνδεόταν με τις βιομηχανίες της μεταλλουργίας και της μηχανουργίας) να τάσσεται υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ κι ένα άλλο να τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας.

Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, που ενυπήρχε και διατηρούνταν στο κόμμα λόγω της μη οργανωτικής ρήξης, της μη αποβολής των οπορτουνιστικών-συμβιβαστικών στοιχείων από τις γραμμές του, συνεχίστηκε και τα αμέσως επόμενα χρόνια, οδηγώντας -σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο- σε μια αντιφατική πορεία, χαρακτηριζόμενη από ταλαντεύσεις που θ’ απέβαιναν καθοριστικές. «Αν και ύστερα από τον πόλεμο το κύρος των ρεφορμιστών στις εργατικές μάζες έπεσε», αναφέρει η «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, «και στο σοσιαλιστικό κόμμα οι ρεφορμιστές ήταν μειοψηφία, ωστόσο, όπως και πριν έτσι και τώρα, κρατούσαν στα χέρια τους την κοινοβουλευτική ομάδα και μαζικές οργανώσεις όπως ήταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας και η Εθνική Ένωση των Συνεταιρισμών. Οι ρεφορμιστές ηγέτες κατείχαν και ηγετικές θέσεις σε πολλούς δήμους. Με στήριγμα τις οργανώσεις αυτές και με τη σημαντική πολιτική τους πείρα οι ρεφορμιστές επηρέαζαν πολλές φορές αποφασιστικά την πολιτική του σοσιαλιστικού κόμματος».1

Τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1920 ξέσπασε στη χώρα ένα μεγάλο απεργιακό κύμα που ξεκίνησε από τους εργάτες στη μεταλλουργία κι επεκτάθηκε αστραπιαία σ’ όλα τα βιομηχανικά κέντρα. Το ιταλικό προλεταριάτο ξεσηκώθηκε, κατέλαβε εκατοντάδες εργοστάσια (τα οποία διηύθυνε πλέον το ίδιο), συγκρότησε ένοπλα τμήματα (κόκκινες φρουρές) κ.ο.κ.

Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, επιφυλακτική έως και τρομαγμένη από τις επαναστατικές διαθέσεις του ιταλικού προλεταριάτου, έσπευσε ν’ αναλάβει το ρόλο του πυροσβέστη της επαναστατικής πυρκαγιάς που αμφισβητούσε την εξουσία της αστικής τάξης. Το επαναστατικό κίνημα καταλάγιασε και οι εργάτες επέστρεψαν με συντετριμμένο ηθικό στις δουλειές τους. Οι υποσχέσεις που έλαβαν οι σοσιαλδημοκράτες γύρω από τη θεσμοθέτηση δήθεν του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ - και ούτε ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν. Οι όποιες μικρές αυξήσεις στους μισθούς εξανεμίστηκαν γρήγορα από την όξυνση της ακρίβειας και της ανεργίας. Το πιο σημαντικό όμως: Δόθηκε στην αστική τάξη ο απαραίτητος χρόνος ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Την επιβολή της «εργασιακής ειρήνης και τάξης» ανέλαβαν οι συμμορίες του Μπ. Μουσολίνι, πρώην στελέχους του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο οποίος διαγράφτηκε το 1914, ιδρύοντας στη συνέχεια την πρώτη φασιστική οργάνωση.

Στο ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι εξελίξεις απέδειξαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την ανάγκη ύπαρξης ενός επαναστατικού, μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, επιδρώντας αποφασιστικά ως προς τον οριστικό ιδεολογικό κι οργανωτικό διαχωρισμό των επαναστατικών δυνάμεων από τους ρεφορμιστές. Έτσι, στις 21 Γενάρη 1921 πραγματοποιήθηκε το Ιδρυτικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο προσχώρησε στη Γ΄ Διεθνή.2

Την ίδια περίοδο, ο Μουσολίνι, διαβλέποντας δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, είχε τονίσει σχετικά: «Στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργατικών τάξεων, οι σοσιαλιστές μπορούν να βρουν απροσδόκητους συμμάχους στα πλαίσια του φασισμού. Η σωτηρία της χώρας δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με την καταστολή της αντίθεσης ανάμεσα στο φασισμό και τον σοσιαλισμό, αλλά με τη συνδιαλλαγή τους μέσα στο κοινοβούλιο. Είναι πολύ πιθανή μια τέτοια συνεργασία με τους σοσιαλιστές, ιδιαίτερα σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά το ξεκαθάρισμα των ιδεών και των τάσεων, βάσει των οποίων δουλεύει τώρα το σοσιαλιστικό κόμμα. Είναι φανερό ότι η συνύπαρξη των αδιάλλακτων και ρεφορμιστών σοσιαλιστών στο ίδιο κόμμα θα γίνει ανέφικτη με τον καιρό. Από τη συμμετοχή στις ευθύνες της εξουσίας απορρέει είτε επανάσταση είτε μεταρρύθμιση»3.

Στο μεταξύ, η καπιταλιστική κρίση που εκδηλώθηκε μέσα στο 1920 συνεχίστηκε και τα επόμενα δύο χρόνια, προκαλώντας από τη μια τον τριπλασιασμό των ανέργων και από την άλλη την ολοένα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την ισχυροποίηση των μονοπωλιακών συγκροτημάτων ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και της χημικής βιομηχανίας. Με την ανοιχτή υποστήριξη της αστικής τάξης και την «ανοχή» της κυβέρνησης Τζ. Τζιολίτι (ηγέτη του Ιταλικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που είχε έρθει τέταρτο στις εκλογές του 1919 με 10,9%) οι φασιστικές συμμορίες πολλαπλασιάστηκαν κι ενέτειναν την τρομοκρατική τους δράση, με επιθέσεις κατά συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων, δολοφονίες πρωτοπόρων εργατών κ.ο.κ.

Στις εκλογές της 15ης Μάη 1921 το Σοσιαλιστικό Κόμμα διατήρησε την πρώτη θέση, με μειωμένα όμως ποσοστά (24,7%), το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε το 4,6% των ψήφων, ενώ το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα μόλις το 0,4%. Τον Τζ. Τζιολίτι διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία ο επίσης σοσιαλδημοκράτης Ι. Μπονόμι (του Ρεφορμιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος), «που στην κυβέρνηση του Τζιολίτι ήταν υπουργός των στρατιωτικών και είχε βοηθήσει ενεργά στη συγκρότηση και στον εξοπλισμό των φασιστικών σωμάτων»4.

Σύντομα, η «συνεννόηση» μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, που είχε «διαβλέψει» ο Μουσολίνι, έγινε πραγματικότητα: «Τον Ιούλιο του 1921 ο πρόεδρος της βουλής Ντε Νικόλα πρότεινε την υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνευσης ανάμεσα στους φασίστες και τους σοσιαλιστές… Ο Μουσολίνι και η ηγεσία του σοσιαλιστικού κόμματος δέχτηκαν την πρόταση του Ντε Νικόλα και υπέγραψαν τη συμφωνία» (3 Αυγούστου 1921), με την οποία σοσιαλδημοκράτες και φασίστες δεσμεύονταν ν’ αποφεύγουν τις μεταξύ τους εχθρικές ενέργειες (μεταξύ άλλων, με το «σύμφωνο ειρήνης», το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποκήρυξε όλες τις αντιφασιστικές δράσεις και οργανώσεις, όπως π.χ. η «Arditi del Popolo»5). Η πολιτική της «παθητικής αντίστασης» μετατράπηκε πια σε πολιτική παθητικής συνεργασίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα «ξεσκέπασε τις συνθηκολογικές διαθέσεις των σοσιαλιστών και το δημαγωγικό χαρακτήρα των συνομιλιών για “ειρήνευση”. Τα γεγονότα δεν άργησαν να επαληθεύσουν τη σωστή θέση των κομμουνιστών. Το “σύμφωνο ειρήνης” δεν σταμάτησε την φασιστική τρομοκρατία ούτε και για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα». Συνέτεινε όμως σε μεγάλο βαθμό στον αποπροσανατολισμό, την εξουδετέρωση και τον παροπλισμό σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση Μπονόμι και η κυβέρνηση Φάκτα που την αντικατέστησε το Φλεβάρη του 1922 συνέχισαν την πολιτική Τζιολίτι, συνδράμοντας «με όλα τα μέσα» τις δυνάμεις του φασισμού.6

Οι μάχες που έδωσαν οι Ιταλοί εργάτες με τους φασίστες ήταν σφοδρότατες, αναγκάζοντάς τους μάλιστα σε υποχώρηση σε μια σειρά πόλεις. Την 1η Αυγούστου 1922 τα συνδικάτα κήρυξαν απεργία διαμαρτυρίας απέναντι στη φασιστική τρομοκρατία, η οποία εξελίχτηκε σε σκληρή σύγκρουση με την αστυνομία και τις ένοπλες φασιστικές ομάδες. Οι ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων, κατά τη γνωστή τους τακτική, ανακάλεσαν την απεργία. Ωστόσο χιλιάδες εργάτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές των συνδικαλιστών, συνεχίζοντας την απεργία. Η διαλυτική στάση των τελευταίων όμως αποδιοργάνωσε σημαντικά το απεργιακό μέτωπο, οδηγώντας στην ήττα του. Η αγανάκτηση των εργατών ήταν τέτοια, που η «κεντριστική» πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος αναγκάστηκε πια να διαγράψει τη ρεφορμιστική μειοψηφία από το κόμμα (Οκτώβρης 1922).7 Η εξέλιξη αυτή επηρέασε ελάχιστα τα γεγονότα που ακολούθησαν. Πατώντας στην τελευταία ήττα της εργατικής τάξης, οι κεφαλαιοκράτες προχώρησαν στην επιβολή και ανοιχτής πια δικτατορίας. Έχοντας το «πράσινο φως» από την Ιταλική Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας, το αστικό πολιτικό σύστημα και το Βατικανό, ο Μουσολίνι εξέδωσε στις 27 Οκτώβρη 1922 διαταγή για «πορεία εναντίον της Ρώμης» και την επόμενη μέρα εισήλθε στην πρωτεύουσα ανενόχλητος, καταλαμβάνοντας την εξουσία για λογαριασμό της ιταλικής άρχουσας τάξης.

Στην Ιταλία, αναφέρει ο Ρ. Π. Ντατ, «η σοσιαλδημοκρατία προετοίμασε ιδεολογικά το δρόμο για το φασισμό: Πρώτον, με την εγκατάλειψη ή τη διαφθορά του μαρξισμού. Δεύτερον, με την άρνηση του διεθνισμού και την προσκόλληση των εργατών στην υπηρεσία του “δικού τους” ιμπεριαλιστικού κράτους. Τρίτον, με τον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και την προλεταριακή επανάσταση. Τέταρτον, με τη διαστρέβλωση του “σοσιαλισμού” ή τη χρήση αόριστων “σοσιαλιστικών” φράσεων (“η νέα κοινωνική τάξη”, η “κοινωνική ευημερία”, η “βιομηχανία ως δημόσια υπηρεσία” κλπ.), για να συγκαλύψουν το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Πέμπτον, με την υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας και την ενοποίηση των οργανώσεων της εργατικής τάξης με το καπιταλιστικό κράτος. Όλα αυτά παρέχουν την ιδεολογική βάση του φασισμού, που αποτελεί το τελικό στάδιο της πολιτικής της πλήρους αφομοίωσης της εργατικής τάξης, δεμένης χειροπόδαρα, από τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος. Όλη αυτή η προπαγάνδα και η γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας προκάλεσε σύγχυση, αποδυνάμωσε και γκρέμισε την ταξική, σοσιαλιστική θεώρηση των εργατών εκείνων που ήταν υπό την επιρροή της, απέτρεψε τη διάδοση της επαναστατικής μαρξιστικής αντίληψης, καλλιέργησε τις ημι-φασιστικές ιδέες του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και της ταξικής συνεργασίας και κατέστησε τις μάζες εύκολη λεία στο φασισμό»8. Το «παράδειγμα» της Ιταλίας θα επαναληφθεί λίγο-πολύ κατά τον ίδιο τρόπο σε μια σειρά χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου το αμέσως επόμενο διάστημα.

Τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πάντως δεν απαγορεύτηκαν αμέσως. Το φασιστικό καθεστώς χρειάστηκε έναν ορισμένο χρόνο προκειμένου να δημιουργήσει ερείσματα και ν’ αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας. Το κύμα της τρομοκρατίας (με αποκορύφωμα τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Τζ. Ματεότι στις 10 Ιούνη 1924) έφερε το καθεστώς στα πρόθυρα της πολιτικής κρίσης (1924-1925). «Αλλά τα αστικά και τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα9 της αντιπολίτευσης ενεργούσαν αναποφάσιστα. Φοβήθηκαν να καλέσουν τις μάζες σε επαναστατική εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης και να βγουν έξω από τα πλαίσια της “συνταγματικής”, στην ουσία ακίνδυνης για το φασισμό αντιπολίτευσης. Συνενώθηκαν στον λεγόμενο συνασπισμό του Αβεντίνο … και, αφού ανακάλεσαν τους αντιπροσώπους τους από τη βουλή, τα κόμματα αυτά περιορίστηκαν στο να προπαγανδίζουν την παθητική αναμονή και καλλιεργούσαν στις λαϊκές μάζες την αυταπάτη πως τάχα το φασιστικό καθεστώς θα χρεοκοπήσει μόνο του γιατί σπαράζεται από εσωτερικές αντιθέσεις. Η προπαγάνδα αυτή ωφελούσε το φασισμό, γιατί αποπροσανατόλιζε τις μάζες από την ενεργό πάλη εναντίον της τρομοκρατικής δικτατορίας του Μουσολίνι»10.

Η πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος για την άμεση κήρυξη γενικής απεργίας απορρίφτηκε από το συνασπισμό του Αβεντίνο. Το καθεστώς, εκμεταλλευόμενο την τάση συνθηκολόγησης των αστικών κομμάτων -ιδιαίτερα της σοσιαλδημοκρατίας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (την οποία έλεγχαν οι ρεφορμιστές)- ήρε και τα τελευταία υπολείμματα των αστικών δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών που είχαν απομείνει, θέτοντας εκτός νόμου τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (1926). Οι σοσιαλδημοκράτες ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων έσπευσαν να διευκολύνουν το φασιστικό καθεστώς προχωρώντας από μόνοι τους στην αυτοδιάλυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, ενώ πρωτοκλασάτα στελέχη τους, όπως οι Ντ’ Αραγκόνα, Ρίγκολα, Μαγκλιόνε κ.ά., δήλωσαν «δημόσια την παράδοσή τους στον νικηφόρο φασισμό», καθώς και την προθυμία τους «να προσφέρουν τη συνεργασία τους στον Μουσολίνι».11

ΣΧΟΛΙΑ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 506. «Στη ρεφορμιστική τάση», σημειώνεται στο ίδιο, «ανήκαν ονομαστοί κοινοβουλευτικοί παράγοντες, όπως ο Τουράτι, ο Τρέβες, ο Μοντιλιάνι, που ήταν πολλά χρόνια επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος, καθώς και πολλά συνδικαλιστικά στελέχη, όπως ο Ντ’ Αραγκόνα, ο Ριγκόλα, ο Μπουότσι, ο Μπαλτέζι».

2. «Τον Ιανουάριο του 1921 έγινε στο Λιβόρνο συνέδριο του σοσιαλιστικού κόμματος όπου πήραν μέρος αντιπρόσωποι 172 χιλ. κομματικών μελών. Η απόφαση των αριστερών που ζητούσαν την ανεπιφύλακτη προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή και τη διαγραφή των ρεφορμιστών από το κόμμα συγκέντρωσε 58 χιλ. ψήφους, η απόφαση των ρεφορμιστών 14 χιλ. και η απόφαση των μαξιμαλιστών [σ.σ. κεντριστών], που προέβλεπε την προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά απόρριπτε την πρόταση για τη διαγραφή της ρεφορμιστικής πτέρυγας από το κόμμα, συγκέντρωσε 98 χιλ. ψήφους. Ύστερα από την ψηφοφορία που έγινε στις 21 Ιανουαρίου οι αριστεροί, αφού δήλωσαν πως αποσχίζονται από το σοσιαλιστικό κόμμα, εγκαταλείψανε το συνέδριο τραγουδώντας τη “Διεθνή”. Την ίδια μέρα οργάνωσαν το ιδρυτικό συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της Ιταλίας» (Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 512-513).

3. «Popolo d’ Italia», 22 Μάη 1921, στο Ρ. Π. Ντατ: «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2009, σελ. 125.

4. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 515.

5. «Αποσπάσματα του Λαού»: Μια από τις μαζικότερες και μαχητικότερες αντιφασιστικές οργανώσεις στην οποία μετείχαν και οι κομμουνιστές. Το καλοκαίρι του 1921 η οργάνωση διέθετε σχεδόν 20.000 μέλη.

6. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 515.

7. Οι διαγραφέντες συγκρότησαν τον επόμενο μήνα το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο, το 1930, επανεντάχτηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

8. Ρ. Π. Ντουτ: «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2009, σελ. 125-126.

9. Αναφέρεται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα (που προήλθε από το πρώτο το 1922 με τη διαγραφή της ρεφορμιστικής του μειοψηφίας - βλ. πιο πάνω).

10. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 100.

11. Καντελόρο: «Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ιταλία», όπως παρατίθεται στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 138.


Σημείωση
Το πρώτο από τα 4 μέρη του ομότιτλου άρθρου του Αναστάση Γκίκα, που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ Νο1 / 2014

2ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ
3ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ
4ο Μέρος: Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ






Καρλ Μαρξ

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων».