2ο) Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΣΕ ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΑΥΣΤΡΙΑ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Η οικονομική και πολιτική κρίση του Μεσοπολέμου ανέδειξε το φασισμό σε βασική εναλλακτική λύση θωράκισης του καπιταλιστικού συστήματος για μια ολοένα διευρυνόμενη μερίδα του αστικού κόσμου. Ακολούθως, σε μια σειρά χώρες η ανοιχτή δικτατορία του κεφαλαίου κέρδιζε συνεχώς έδαφος σε σχέση με το καθεστώς της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μπροστά στις εξελίξεις αυτές, η σοσιαλδημοκρατία (που, αν και πιστός στυλοβάτης του αστικού συστήματος, τώρα εκτοπιζόταν από το φασισμό) στάθηκε είτε αμήχανα είτε παθητικά, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις επέδρασε καταλυτικά στην υπονόμευση της εργατικής αντίστασης στην άνοδο του φασισμού. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις της Γερμανίας και της Αυστρίας, δίχως βεβαίως να είναι οι μοναδικές.
Στη Γερμανία, όταν ξέσπασε η διεθνής καπιταλιστική κρίση (1929), κυβερνών κόμμα ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). To SPD, έχοντας προ πολλού πάρει διαζύγιο από το μαρξισμό, έκανε το παν προκειμένου να διασώσει τον παραπαίοντα καπιταλισμό. Αλλά και όταν έχασε την καγκελαρία το 193012, στήριξε με κάθε τρόπο την κυβέρνηση του Χ. Μπρούνινγκ (του τέταρτου σε ψήφους κόμματος, του Κέντρου, που σχημάτισε κυβέρνηση δίχως να διαθέτει πλειοψηφία, βάσει έκτακτου προεδρικού διατάγματος παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο). Το καθεστώς της «αυταρχικής δημοκρατίας», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μπρούνινγκ, ουσιαστικά επιβίωσε κοινοβουλευτικά χάρη στην ανοχή που του παρείχε το μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ, δηλαδή οι Σοσιαλδημοκράτες (ακόμα και το «δεξιό» Εθνικό Λαϊκό Κόμμα αρνήθηκε να στηρίξει την κυβέρνηση). Το SPD όχι μόνο έβαλε κοινοβουλευτική πλάτη σ’ όλα τ’ αντιλαϊκά μέτρα, αλλά ανέλαβε να τηρήσει την «ησυχία» και την «τάξη» εκτός κοινοβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν ξέσπασε η δεύτερη κατά σειρά απεργία των εργατών μετάλλου τον Οκτώβρη του 1930, οι Σοσιαλδημοκράτες διατράνωσαν σ’ όλους τους τόνους και μ’ όλους τους τρόπους ότι «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα»13! «Η αποδόμηση της κοινωνικής πολιτικής», επεσήμανε ο Μπρούνινγκ, «είναι πιο εύκολο να γίνει με τη Σοσιαλδημοκρατία παρά με τη δεξιά».14
Υπό αυτές τις συνθήκες κι έχοντας πλέον εξασφαλίσει την υποστήριξη της γερμανικής άρχουσας τάξης, στις εκλογές της 31ης Ιούλη 1932 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ αντικατέστησε τους Σοσιαλδημοκράτες ως πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, συγκεντρώνοντας το 37,27% των ψήφων (+19% από το 1930).15 Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, «τα συνθήματα των σοσιαλδημοκρατών βεβαίωναν ότι ο κύριος εχθρός βρισκόταν στ’ αριστερά και ότι η Γερμανία έπρεπε να “σωθεί από τον μπολσεβικισμό”»16.
Στις προεδρικές εκλογές που προηγήθηκαν, το SPD, με το αιτιολογικό «να μη βγει ο Χίτλερ», στοιχήθηκε πίσω από το στρατάρχη Πολ φον Χίντεμπουργκ (φανατικό μοναρχικό και σφαγέα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου), ο οποίος κι επανεκλέχτηκε χάρη στην υποστήριξή του. Όπως σημειώνει ο σοσιαλδημοκράτης Χ. Βίνκλερ, «η νίκη του Χίντεμπουργκ οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της ανοχής που είχαν ακολουθήσει οι σοσιαλδημοκράτες. Αν οι οπαδοί του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος δεν είχαν εξοικειωθεί, ήδη από το φθινόπωρο του 1930, με την “πολιτική του μικρότερου κακού”, θα ήταν πολύ δύσκολο να πειστούν την άνοιξη του 1932 ότι, για να εμποδίσουν την εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία, όφειλαν να εκλέξουν στην κορυφή της Δημοκρατίας έναν αμετανόητο μοναρχικό»17.
Οι Σοσιαλδημοκράτες χαρακτήρισαν τη νίκη του Χίντεμπουργκ «νίκη του Συντάγματος και της Δημοκρατίας». Ωστόσο, δεν πέρασαν ούτε λίγες μέρες ωσότου «o Χίντεμπουργκ απηύθυνε “Έκκληση σε όλα τα κόμματα για κοινή δράση των δυνάμεων από το Κέντρο μέχρι τους Εθνικοσοσιαλιστές”, ενώ ενάμιση μήνα μετά την εκλογή του όρισε Καγκελάριο τον ακόμα πιο αντιδραστικό Φ. φον Πάπεν, που με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά με το ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ. Με λίγα λόγια, το SPD, “για να μη βγει ο Χίτλερ”, στήριξε το φιλομοναρχικό Χίντεμπουργκ, ο οποίος διόρισε Καγκελάριο τον Πάπεν, ο οποίος με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά για την παράδοση της εξουσίας στον Χίτλερ, ενώ στις 30 Γενάρη [1933] ο ίδιος ο Χίντεμπουργκ όρισε Καγκελάριο τον Χίτλερ. Και αυτή η περίπτωση αποδεικνύει ότι η λογική του μικρότερου κακού καταλήγει πάντα στο μεγαλύτερο κακό. Οι εξελίξεις δικαίωσαν απόλυτα το ΚΚΓ που στις προεδρικές εκλογές του 1932 αντέταξε στη λογική του μικρότερου κακού το σύνθημα: “Όποιος ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ, ψηφίζει τον Χίτλερ. Όποιος ψηφίζει τον Χίτλερ, ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ”»18.
Ακόμα και όταν ο Φρ. φον Πάπεν καθαίρεσε πραξικοπηματικά τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας (Ιούλης 1932), ακόμα και τότε οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν κατηγορηματικά να παρεκκλίνουν από την «αστική νομιμότητα» που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην επιβολή ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου. Στην πρόταση των κομμουνιστών να κηρυχτεί άμεσα γενική απεργία διαμαρτυρίας, οι σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο απάντησαν αρνητικά, αλλά και τους «κατηγόρησαν για “πρόκληση”, δηλώνοντας πως αυτοί θα δρουν “νόμιμα”». «Η απειλή του φασισμού», σημειώνει ο Φόστερ, «τους φαινόταν πολύ μικρότερος κίνδυνος από τον αγώνα για το σοσιαλισμό».19
Σύντομα, «ήρθε η ώρα που “μικρότερο κακό” για το SPD κόντεψε να γίνει και ο ίδιος ο Χίτλερ. Η εφημερίδα “Φόρβερτς”, επίσημο όργανο του SPD, λίγες ώρες πριν τον ορισμό του Χίτλερ ως Καγκελάριου από τον Χίντεμπουργκ σημείωνε ότι: “Μετά την πτώση του Σλάιχερ, η συνταγματικότητα είναι δυνατό να διασφαλιστεί μόνο εάν ο Χίτλερ συγκεντρώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μόνο αν δοθεί εγγύηση ότι αμέσως μόλις χάσει την πλειοψηφία θα εξαφανιστεί”. Ο Βίνκλερ εκτιμά ότι: “Στην πραγματικότητα, οι ενέργειες των σοσιαλδημοκρατών κατά της αναβολής των εκλογών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και οι ίδιοι θεωρούσαν πως μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του Χίτλερ, αν ακολουθούσε τη νόμιμη οδό, ήταν προτιμότερη από την προσωρινή δικτατορία του Σλάιχερ”»20.
Όμως «εκτός από την “πολιτική της ανοχής” και τη λογική του “μικρότερου κακού”, το SPD έστρωνε το χαλί στους ναζιστές και με την επιχειρηματολογία περί “εθνικών στόχων” και “εθνικής ανάπτυξης”. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σοσιαλδημοκράτη αρχισυνδικαλιστή Τεοντόρ Λάιπαρτ, ο οποίος σε μια προγραμματική ομιλία για τα “πολιτισμικά καθήκοντα των συνδικάτων” ανέφερε: “Κανένα κοινωνικό στρώμα δεν μπορεί να αδιαφορεί για την εθνική ανάπτυξη”, ενώ ως σκοπό των συνδικάτων πρότασσε να “ξυπνήσουν μέσα τους (σ.σ.: στους εργάτες) το αίσθημα της συνύπαρξης σε μια κοινότητα και να καλλιεργήσουν την ιδέα της κοινότητας”, καθώς και ότι οι εργάτες “διέθεταν το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου”. Όπως αναφέρει και ο Βίνκλερ: “Ο εργάτης, ως στρατιώτης της εργασίας, ο οποίος, σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό, υπηρετεί το σύνολο του έθνους, είχε πολλά κοινά με τη ‘μορφή’ για την οποία έγραφε ο (σ.σ. εθνικοσοσιαλιστής) Γιούνκερ και ελάχιστα με τον προλετάριο που διέθετε ταξική συνείδηση”. Ο οργανωτικός υπεύθυνος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γκρέγκορ Στράσερ στις 20 Οκτώβρη 1932 δήλωνε ότι η ομιλία του σοσιαλδημοκράτη Λάιπαρτ περιείχε φράσεις “που, αν τις εννοεί πραγματικά, ανοίγουν νέες προοπτικές για το μέλλον”. Συνολικά ο Βίνκλερ σχολιάζει ως εξής την αντιπολίτευση του SPD στις δύο κυβερνήσεις Μπρούνινγκ από το 1930 μέχρι το 1932: “Από τη στιγμή που οι σοσιαλδημοκράτες στήριζαν την αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας του Brüning, ο Φύρερ των εθνικοσοσιαλιστών μπορούσε να παρουσιάζει το κόμμα του ως το μοναδικό λαϊκό αντιπολιτευτικό κίνημα που βρισκόταν στα δεξιά των κομμουνιστών και, ταυτόχρονα, ως εναλλακτική διέξοδο στο ‘μαρξισμό’ τόσο τον μπολσεβίκικο όσο και τον ρεφορμιστικό”»21.
Όπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω λοιπόν, στις 30 Γενάρη 1933 ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο και τον Πάπεν αντικαγκελάριο της Γερμανίας. Είχαν προηγηθεί νέες εκλογές (6 Νοέμβρη 1932) κατά τις οποίες τόσο το Εθνικοσοσιαλιστικό όσο και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπέστησαν απώλειες (-4,18% και -1,15% αντίστοιχα), ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα σημείωσε άνοδο (+2,54%) αγγίζοντας τις 6 εκατομμύρια ψήφους.22
Αμέσως μετά από το διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία, το ΚΚΓ κάλεσε τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας σε κήρυξη γενικής απεργίας «με συνθήματα: “Όλοι στο πεζοδρόμιο!”, “Να κλείσουν τα εργοστάσια!”, “Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών ν’ απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!”». Όμως και αυτή η πρόταση του ΚΚ προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών «με το πρόσχημα πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα και πως το προλεταριάτο δεν πρέπει “να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας”».23 Την ίδια στιγμή, το επίσημο όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η εφημερίδα «Φόρβερτς», στις 2 Φλεβάρη 1933, καυχιόταν πως, «“αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες”, ένας άνθρωπος του λαού σαν τον Χίτλερ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει καγκελάριος»24.
Με δεδομένη και τη στάση αυτή της σοσιαλδημοκρατίας, η γερμανική αστική τάξη εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά της εργατικής τάξης (και ιδιαίτερα κατά της πρωτοπορίας της, των κομμουνιστών), ενώ φρόντισε να εξαλείψει και τα τελευταία υπολείμματα ακόμα κι αυτών των υποτυπωδών αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών της Βαϊμάρης. Στις 27 Φλεβάρη εκδηλώθηκε η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ (που πραγματοποίησαν οι Ναζί για να την προσάψουν στους κομμουνιστές ως πρόσχημα για τις διώξεις που θ’ ακολουθούσαν) και στις 28 Φλεβάρη αναστάλθηκαν μ’ έκτακτο προεδρικό διάταγμα όλα τ’ άρθρα του συντάγματος της Βαϊμάρης που σχετίζονταν με την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, των συγκεντρώσεων, της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων κ.ο.κ. Υπό αυτές τις συνθήκες, στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του σε 43,91%, χωρίς όμως και πάλι να πετυχαίνει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο: Κάτι που τελικά κατάφερε ακυρώνοντας την εκλογή των 81 κομμουνιστών βουλευτών.
Οι Σοσιαλδημοκράτες χαιρέτησαν τις εξελίξεις μέσω του ίδιου τους του προέδρου Ότο Βελς, ο οποίος, κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της νέας βουλής ανακοίνωσε την αποχώρηση του κόμματός του από τη Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή (σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για την «κριτική» της τελευταίας στο ναζιστικό καθεστώς), ενώ ταυτόχρονα «προσφέρθηκε να συνεργαστεί με τον Χίτλερ»25. Οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές ηγέτες Λάιπαρτ και Γκρόσμαν χαρακτήρισαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ως «θριαμβευτική συνέχιση της επανάστασης του 1918»26!
Αλλά και η «κριτική» της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς δεν ήταν παρά άσφαιρα πυρά, συνοδευόμενη μάλιστα από την παρότρυνση προς τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες να μην παρεκτρέψουν την όποια «αντίστασή» τους από τα όρια της νομιμότητας!27
Όχι βέβαια πως η ηγεσία της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας είχε ανάγκη από τέτοιες συμβουλές. Όπως αναφέρει ο Ου. Φόστερ, «οι διάφοροι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας Βελς, Κάουτσκι, Λάιπαρτ και άλλοι, ξεκίνησαν για να ενσωματωθούν στο καθεστώς του Χίτλερ. Δήλωσαν ότι ο Χίτλερ, ένας άνθρωπος που προερχόταν απ’ το λαό, είχε καταλάβει την αρχή με συνταγματικά μέσα. Έφτασαν μάλιστα ως το σημείο να καυχηθούν ότι χωρίς την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας αυτός δεν θα κατόρθωνε ποτέ να πάρει την εξουσία. Οι οπορτουνιστές ηγέτες των συνδικάτων τους ξεπέρασαν όλους, όπως συνήθως, σε δουλοπρέπεια. Ο Μάρκαντ αναφέρει ότι στις 29 του Απρίλη η “Gewerkschafstzeitung” (επίσημο δημοσιογραφικό όργανο των συνδικάτων) δημοσίευσε ένα άρθρο που χαιρέτιζε την εθνικοσοσιαλιστική (ναζιστική) πρωτομαγιά σαν μέρα νίκης για το κίνημα των εργαζομένων και καλούσε τους εργάτες να συμμετάσχουν στον εορτασμό των Ναζήδων.
Ο Φριτς Χέκερτ έγραφε τότε μέσα στη φωτιά της μάχης ότι “ο Λάιπαρτ, σύμμαχος του Τρότσκι, όχι μόνο παραδίνει τα συνδικάτα στον Χίτλερ, όχι μόνο δηλώνει ότι η γερμανική ομοσπονδία εργασίας (ADGB) δέχεται την αναδιοργάνωση των εργατικών οργανώσεων σύμφωνα με το ιταλικό (φασιστικό) πρότυπο, αλλά φτάνει ως το σημείο να γράφει ότι τα καθήκοντα που μπαίνουν στα συνδικάτα πρέπει να εκπληρωθούν ανεξάρτητα απ’ τη μορφή που παίρνει το κρατικό καθεστώς. Και πέρα από αυτό, τονίζει ότι τα συνδικάτα είναι πάντοτε πρόθυμα να συνεργασθούν με τις οργανώσεις των εργοδοτών, ότι αναγνωρίζουν τον κρατικό έλεγχο και την κρατική διαιτησία και ότι προσφέρονται να βοηθήσουν την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο -δηλαδή το χιτλερικό Ράιχσταγκ- με τις γνώσεις τους και την πείρα τους”»28. Στις 17 Μάη, δύο περίπου βδομάδες αφότου τα γραφεία των συνδικάτων καταλήφθηκαν και οι ηγέτες τους συνελήφθησαν (2 Μάη) και τέσσερις μόλις ημέρες μετά από την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των συνδικάτων (13 Μάη), «οι σοσιαλδημοκράτες αντιπρόσωποι στο Ράιχσταγκ -οι περισσότεροι συνδικαλιστές- έδειξαν για άλλη μια φορά την γλοιώδη τους δουλοπρέπεια ψηφίζοντας υπέρ της απόφασης της φασιστικής κυβέρνησης [σ.σ. για τη διάλυση-καθυπόταξη του συνδικαλιστικού κινήματος]»29.
Ωστόσο «αυτή η σοσιαλδημοκρατική δουλοπρέπεια ήταν εντελώς μάταιη. Η εποχή του αστικού ρεφορμισμού είχε περάσει». Όπως τόνισε ο ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Μετώπου Δρ. Λέι, «οι Λάιπαρτ και Γκρόσμαν μπορούν, αν θέλουν, να εκφράζουν την αφοσίωσή τους στον Χίτλερ. Η θέση τους όμως είναι στη φυλακή».30 Πράγματι, 3 μήνες μετά από την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (14 Μάρτη) ήρθε και η σειρά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να τεθεί εκτός νόμου (22 Ιούνη). Ακολούθως, «πιάστηκαν πολλοί σοσιαλδημοκράτες, άλλοι έφυγαν από τη χώρα, ενώ πολλοί σοσιαλιστές γραφειοκράτες συνθηκολογούσαν με τον Χίτλερ και γίνονταν όργανα της καταπιεστικής του μηχανής». Οι Γερμανοί κομμουνιστές συνέχισαν τα επόμενα χρόνια τις προσπάθειες προσέγγισης με τους σοσιαλδημοκράτες για κοινή δράση κατά του φασισμού, χωρίς όμως ιδιαίτερη ανταπόκριση.31
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ
Παρόμοια ήταν και η στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας απέναντι στη φασιστική δικτατορία του Ε. Ντόλφους (ηγέτη του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος και καγκελαρίου της Αυστρίας από το Μάη του 1932, ο οποίος στις 7 Μάρτη 1933 διέλυσε τη βουλή εγκαθιδρύοντας φασιστικό καθεστώς): «Όπως η Σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία υποστήριξε τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα του Μπρούνινγκ και επιδίωξε να έρθει σε συμβιβασμό με τη δικτατορία του Χίτλερ, έτσι και η Αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία ήταν πλήρως έτοιμη να υποστηρίξει τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα του Ντόλφους, με αντάλλαγμα να της επιτραπεί η νόμιμη ύπαρξη της Οργάνωσής της στα πλαίσια της δικτατορίας (την ίδια στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα διωκόταν)… Στο συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβριο του 1933 η Σοσιαλδημοκρατική ηγεσία έθεσε τέσσερις όρους για τους οποίους θα άρχιζε την πάλη κατά της φασιστικής δικτατορίας: 1. Αν υιοθετούνταν ένα φασιστικό σύνταγμα δίχως να συμβουλευθεί η βουλή. 2. Αν απομακρυνόταν η δημοτική αρχή της Βιέννης. 3. Αν το κόμμα υπόκειτο σε διώξεις. 4. Αν τα συνδικάτα υπόκειντο σε διώξεις»32. Βεβαίως, κανέναν «αγώνα» δεν κήρυξε η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία κατά της φασιστικής δικτατορίας, ακόμα και όταν το καθεστώς παραβίασε όλους τους παραπάνω όρους (οι οποίοι, κατά τ’ άλλα, προπαγανδίστηκαν με όλους τους τρόπους και σ’ όλους τους τόνους προκειμένου να κρατηθεί η εργατική τάξη εφησυχασμένη και παροπλισμένη).
«Τι να κάνουμε;», ομολογούσε ο ίδιος ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας Ότο Μπάουερ ανήμερα της διάλυσης της βουλής από τον Ε. Ντόλφους στις 7 Μάρτη 1933. «Οι Σοσιαλδημοκράτες ξέραμε πολύ καλά ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτύχει μια γενική απεργία σε μια περίοδο πρωτοφανούς ανεργίας σε μέγεθος και διάρκεια. Οι Σοσιαλδημοκράτες κάναμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψουμε μια βίαιη εκδοχή. Για μια περίοδο πάνω από έντεκα μήνες προσπαθήσαμε ξανά και ξανά να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις με τον Ντόλφους… Ξανά και ξανά προσφερθήκαμε να εγκρίνουμε εκτεταμένες αλλαγές στο σύνταγμα και έκτακτες εξουσίες στην κυβέρνηση για μια περίοδο δύο ετών, με μοναδικό αντάλλαγμα τις πιο στοιχειώδεις νόμιμες ελευθερίες δράσης για το κόμμα και τα συνδικάτα»33. Και όμως, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας δεν ήταν ένα τόσο «ανήμπορο» κόμμα. Στις τελευταίες εκλογές (του 1930) είχε έρθει πρώτο, συγκεντρώνοντας πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψήφους (41,1%), διέθετε μαζικές και ισχυρές οργανώσεις (είχε περίπου 600.000 μέλη), ενώ έλεγχε πλήρως το συνδικαλιστικό κίνημα.
Στις 12 Φλεβάρη 1934 ο Ντόλφους έθεσε εκτός νόμου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Σώμα Εργατικής Αυτοάμυνας και τα συνδικάτα. Οι εργάτες ξεσηκώθηκαν αγνοώντας τις προτροπές περί του αντιθέτου από τους Σοσιαλδημοκράτες (οι οποίοι έλπιζαν σε κάποιου είδους «συνεννόηση» της τελευταίας στιγμής με το φασιστικό καθεστώς). Η απεργία που κηρύχτηκε στις 14 Φλεβάρη μετατράπηκε σε πραγματική εξέγερση. Οι Σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο αρνήθηκαν να στηρίξουν πολιτικά κι έμπρακτα την απεργία, αλλά βασικά συνδικάτα, όπως π.χ. των σιδηροδρομικών, έγιναν απεργοσπάστες μεταφέροντας κυβερνητικά στρατεύματα στα κέντρα των μαχών κατά των εξεγερμένων.
«Ύστερα από τετραήμερο αγώνα», σημείωνε ο Ότο Μπάουερ, «οι Βιεννέζοι εργάτες ηττήθηκαν. Ήταν το αποτέλεσμα αυτό αναπόφευκτο; Μπορούσαν άραγε να είχαν κερδίσει; Με την πείρα των λίγων εκείνων ημερών, μπορούμε να πούμε ότι, αν οι σιδηρόδρομοι είχαν σταματήσει, αν η γενική απεργία είχε απλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα, αν το Schutzbund (Σώμα Εργατικής Αυτοάμυνας) είχε κινητοποιήσει τη μεγαλύτερη μάζα των εργατών όλης της χώρας, η κυβέρνηση δεν θα κατόρθωνε να καταπνίξει την εξέγερση». «Τότε», ομολόγησε, «θα μπορούσαμε να νικήσουμε. Αλλά φοβηθήκαμε τον αγώνα».34
ΣΧΟΛΙΑ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
12. Στις εκλογές της 14ης Σεπτέμβρη 1930 οι Σοσιαλδημοκράτες ήρθαν και πάλι πρώτο κόμμα, αν κι έχασαν 5 ποσοστιαίες μονάδες (24,53%). Δεύτερο ήρθε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ (του οποίου η εκλογική δύναμη εκτοξεύτηκε από το 2,6% στο 18,25%). Το Κομμουνιστικό Κόμμα αναδείχτηκε τρίτο, αυξάνοντας τα ποσοστά του κατά 2,53% (13,13%).
13. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 268.
14. Wolfgang Ruge, «Weimar, Republik auf Zeit», εκδ. «VEB Deutscher Verlag», 1982, σελ. 262, στο Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 162.
15. Οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν 21,58% (-2,55%) και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ήρθε τρίτο, 14,32% (+1,19%).
16. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 479.
17. Η. Winkler: «Βαϊμάρη, η Ανάπηρη Δημοκρατία», εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2010, σελ. 254-255.
18. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163.
19. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 273 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 480-481. Συγκεκριμένα, οι κομουνιστές πρότειναν στους σοσιαλδημοκράτες τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού τον Απρίλη του 1932, στις 29 Ιούλη 1932, στις 30 Γενάρη 1933 και στη 1 Μάρτη 1933.
20. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163. Ο στρατηγός Σλάιχερ διετέλεσε προτελευταίος καγκελάριος της Γερμανίας πριν τον Α. Χίτλερ το διάστημα 2 Δεκέμβρη 1932-28 Γενάρη 1933.
21. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 164.
22. Συγκεκριμένα έλαβαν: Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 11,73 εκ. ψήφους (33,09%), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 7,25 εκ. (20,44%), το Κομμουνιστικό Κόμμα 5,98 εκ. (16,86%), το Κόμμα του Κέντρου 4,23 εκ. (11,93%) και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 3,79 εκ. (10,69%).
23. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 275.
24. Χέκερτ Φ., Τι συμβαίνει στη Γερμανία;, Βερολίνο, 1945 Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 482.
25. «Η Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ.172.
26. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483.
27. Οι απόψεις αυτές διατυπώθηκαν στο συνέδριο της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1933. Βλ. Ι. Krivoguz: «The Second International, 1889-1914», εκδ. «Progress», Moscow, 1989, σελ. 377.
28. Βλ. H. A. Marquand et al, «Organized labor in four continents», σελ. 104 και F. Heckert, «What is happening in Germany?», σελ. 22, στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.
29. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 101.
30. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.
31. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483 και Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 435-436.
32. R. P. Dutt, «Fascism and Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ. 163.
33. Ο. Bauer, «Tactical Lessons of the Austrian Catastrophe», στο «International Information», 8 Μάρτη 1934, R. P. Dutt, «Fascism and Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ. 163.
34. Βλ. Ο. Μπάουερ: «Η Αυστριακή Δημοκρατία μέσα στις φλόγες», σελ. 34, στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 502.
Σημείωση
Το δεύτερο από τα 4 μέρη του ομότιτλου άρθρου του Αναστάση Γκίκα, που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ Νο1 / 2014
1ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
3ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ
4ο Μέρος: Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Η οικονομική και πολιτική κρίση του Μεσοπολέμου ανέδειξε το φασισμό σε βασική εναλλακτική λύση θωράκισης του καπιταλιστικού συστήματος για μια ολοένα διευρυνόμενη μερίδα του αστικού κόσμου. Ακολούθως, σε μια σειρά χώρες η ανοιχτή δικτατορία του κεφαλαίου κέρδιζε συνεχώς έδαφος σε σχέση με το καθεστώς της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μπροστά στις εξελίξεις αυτές, η σοσιαλδημοκρατία (που, αν και πιστός στυλοβάτης του αστικού συστήματος, τώρα εκτοπιζόταν από το φασισμό) στάθηκε είτε αμήχανα είτε παθητικά, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις επέδρασε καταλυτικά στην υπονόμευση της εργατικής αντίστασης στην άνοδο του φασισμού. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις της Γερμανίας και της Αυστρίας, δίχως βεβαίως να είναι οι μοναδικές.
Στη Γερμανία, όταν ξέσπασε η διεθνής καπιταλιστική κρίση (1929), κυβερνών κόμμα ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). To SPD, έχοντας προ πολλού πάρει διαζύγιο από το μαρξισμό, έκανε το παν προκειμένου να διασώσει τον παραπαίοντα καπιταλισμό. Αλλά και όταν έχασε την καγκελαρία το 193012, στήριξε με κάθε τρόπο την κυβέρνηση του Χ. Μπρούνινγκ (του τέταρτου σε ψήφους κόμματος, του Κέντρου, που σχημάτισε κυβέρνηση δίχως να διαθέτει πλειοψηφία, βάσει έκτακτου προεδρικού διατάγματος παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο). Το καθεστώς της «αυταρχικής δημοκρατίας», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μπρούνινγκ, ουσιαστικά επιβίωσε κοινοβουλευτικά χάρη στην ανοχή που του παρείχε το μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ, δηλαδή οι Σοσιαλδημοκράτες (ακόμα και το «δεξιό» Εθνικό Λαϊκό Κόμμα αρνήθηκε να στηρίξει την κυβέρνηση). Το SPD όχι μόνο έβαλε κοινοβουλευτική πλάτη σ’ όλα τ’ αντιλαϊκά μέτρα, αλλά ανέλαβε να τηρήσει την «ησυχία» και την «τάξη» εκτός κοινοβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν ξέσπασε η δεύτερη κατά σειρά απεργία των εργατών μετάλλου τον Οκτώβρη του 1930, οι Σοσιαλδημοκράτες διατράνωσαν σ’ όλους τους τόνους και μ’ όλους τους τρόπους ότι «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα»13! «Η αποδόμηση της κοινωνικής πολιτικής», επεσήμανε ο Μπρούνινγκ, «είναι πιο εύκολο να γίνει με τη Σοσιαλδημοκρατία παρά με τη δεξιά».14
Υπό αυτές τις συνθήκες κι έχοντας πλέον εξασφαλίσει την υποστήριξη της γερμανικής άρχουσας τάξης, στις εκλογές της 31ης Ιούλη 1932 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ αντικατέστησε τους Σοσιαλδημοκράτες ως πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, συγκεντρώνοντας το 37,27% των ψήφων (+19% από το 1930).15 Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, «τα συνθήματα των σοσιαλδημοκρατών βεβαίωναν ότι ο κύριος εχθρός βρισκόταν στ’ αριστερά και ότι η Γερμανία έπρεπε να “σωθεί από τον μπολσεβικισμό”»16.
Στις προεδρικές εκλογές που προηγήθηκαν, το SPD, με το αιτιολογικό «να μη βγει ο Χίτλερ», στοιχήθηκε πίσω από το στρατάρχη Πολ φον Χίντεμπουργκ (φανατικό μοναρχικό και σφαγέα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου), ο οποίος κι επανεκλέχτηκε χάρη στην υποστήριξή του. Όπως σημειώνει ο σοσιαλδημοκράτης Χ. Βίνκλερ, «η νίκη του Χίντεμπουργκ οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της ανοχής που είχαν ακολουθήσει οι σοσιαλδημοκράτες. Αν οι οπαδοί του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος δεν είχαν εξοικειωθεί, ήδη από το φθινόπωρο του 1930, με την “πολιτική του μικρότερου κακού”, θα ήταν πολύ δύσκολο να πειστούν την άνοιξη του 1932 ότι, για να εμποδίσουν την εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία, όφειλαν να εκλέξουν στην κορυφή της Δημοκρατίας έναν αμετανόητο μοναρχικό»17.
Οι Σοσιαλδημοκράτες χαρακτήρισαν τη νίκη του Χίντεμπουργκ «νίκη του Συντάγματος και της Δημοκρατίας». Ωστόσο, δεν πέρασαν ούτε λίγες μέρες ωσότου «o Χίντεμπουργκ απηύθυνε “Έκκληση σε όλα τα κόμματα για κοινή δράση των δυνάμεων από το Κέντρο μέχρι τους Εθνικοσοσιαλιστές”, ενώ ενάμιση μήνα μετά την εκλογή του όρισε Καγκελάριο τον ακόμα πιο αντιδραστικό Φ. φον Πάπεν, που με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά με το ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ. Με λίγα λόγια, το SPD, “για να μη βγει ο Χίτλερ”, στήριξε το φιλομοναρχικό Χίντεμπουργκ, ο οποίος διόρισε Καγκελάριο τον Πάπεν, ο οποίος με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά για την παράδοση της εξουσίας στον Χίτλερ, ενώ στις 30 Γενάρη [1933] ο ίδιος ο Χίντεμπουργκ όρισε Καγκελάριο τον Χίτλερ. Και αυτή η περίπτωση αποδεικνύει ότι η λογική του μικρότερου κακού καταλήγει πάντα στο μεγαλύτερο κακό. Οι εξελίξεις δικαίωσαν απόλυτα το ΚΚΓ που στις προεδρικές εκλογές του 1932 αντέταξε στη λογική του μικρότερου κακού το σύνθημα: “Όποιος ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ, ψηφίζει τον Χίτλερ. Όποιος ψηφίζει τον Χίτλερ, ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ”»18.
Ακόμα και όταν ο Φρ. φον Πάπεν καθαίρεσε πραξικοπηματικά τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας (Ιούλης 1932), ακόμα και τότε οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν κατηγορηματικά να παρεκκλίνουν από την «αστική νομιμότητα» που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην επιβολή ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου. Στην πρόταση των κομμουνιστών να κηρυχτεί άμεσα γενική απεργία διαμαρτυρίας, οι σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο απάντησαν αρνητικά, αλλά και τους «κατηγόρησαν για “πρόκληση”, δηλώνοντας πως αυτοί θα δρουν “νόμιμα”». «Η απειλή του φασισμού», σημειώνει ο Φόστερ, «τους φαινόταν πολύ μικρότερος κίνδυνος από τον αγώνα για το σοσιαλισμό».19
Σύντομα, «ήρθε η ώρα που “μικρότερο κακό” για το SPD κόντεψε να γίνει και ο ίδιος ο Χίτλερ. Η εφημερίδα “Φόρβερτς”, επίσημο όργανο του SPD, λίγες ώρες πριν τον ορισμό του Χίτλερ ως Καγκελάριου από τον Χίντεμπουργκ σημείωνε ότι: “Μετά την πτώση του Σλάιχερ, η συνταγματικότητα είναι δυνατό να διασφαλιστεί μόνο εάν ο Χίτλερ συγκεντρώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μόνο αν δοθεί εγγύηση ότι αμέσως μόλις χάσει την πλειοψηφία θα εξαφανιστεί”. Ο Βίνκλερ εκτιμά ότι: “Στην πραγματικότητα, οι ενέργειες των σοσιαλδημοκρατών κατά της αναβολής των εκλογών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και οι ίδιοι θεωρούσαν πως μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του Χίτλερ, αν ακολουθούσε τη νόμιμη οδό, ήταν προτιμότερη από την προσωρινή δικτατορία του Σλάιχερ”»20.
Όμως «εκτός από την “πολιτική της ανοχής” και τη λογική του “μικρότερου κακού”, το SPD έστρωνε το χαλί στους ναζιστές και με την επιχειρηματολογία περί “εθνικών στόχων” και “εθνικής ανάπτυξης”. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σοσιαλδημοκράτη αρχισυνδικαλιστή Τεοντόρ Λάιπαρτ, ο οποίος σε μια προγραμματική ομιλία για τα “πολιτισμικά καθήκοντα των συνδικάτων” ανέφερε: “Κανένα κοινωνικό στρώμα δεν μπορεί να αδιαφορεί για την εθνική ανάπτυξη”, ενώ ως σκοπό των συνδικάτων πρότασσε να “ξυπνήσουν μέσα τους (σ.σ.: στους εργάτες) το αίσθημα της συνύπαρξης σε μια κοινότητα και να καλλιεργήσουν την ιδέα της κοινότητας”, καθώς και ότι οι εργάτες “διέθεταν το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου”. Όπως αναφέρει και ο Βίνκλερ: “Ο εργάτης, ως στρατιώτης της εργασίας, ο οποίος, σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό, υπηρετεί το σύνολο του έθνους, είχε πολλά κοινά με τη ‘μορφή’ για την οποία έγραφε ο (σ.σ. εθνικοσοσιαλιστής) Γιούνκερ και ελάχιστα με τον προλετάριο που διέθετε ταξική συνείδηση”. Ο οργανωτικός υπεύθυνος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γκρέγκορ Στράσερ στις 20 Οκτώβρη 1932 δήλωνε ότι η ομιλία του σοσιαλδημοκράτη Λάιπαρτ περιείχε φράσεις “που, αν τις εννοεί πραγματικά, ανοίγουν νέες προοπτικές για το μέλλον”. Συνολικά ο Βίνκλερ σχολιάζει ως εξής την αντιπολίτευση του SPD στις δύο κυβερνήσεις Μπρούνινγκ από το 1930 μέχρι το 1932: “Από τη στιγμή που οι σοσιαλδημοκράτες στήριζαν την αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας του Brüning, ο Φύρερ των εθνικοσοσιαλιστών μπορούσε να παρουσιάζει το κόμμα του ως το μοναδικό λαϊκό αντιπολιτευτικό κίνημα που βρισκόταν στα δεξιά των κομμουνιστών και, ταυτόχρονα, ως εναλλακτική διέξοδο στο ‘μαρξισμό’ τόσο τον μπολσεβίκικο όσο και τον ρεφορμιστικό”»21.
Όπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω λοιπόν, στις 30 Γενάρη 1933 ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο και τον Πάπεν αντικαγκελάριο της Γερμανίας. Είχαν προηγηθεί νέες εκλογές (6 Νοέμβρη 1932) κατά τις οποίες τόσο το Εθνικοσοσιαλιστικό όσο και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπέστησαν απώλειες (-4,18% και -1,15% αντίστοιχα), ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα σημείωσε άνοδο (+2,54%) αγγίζοντας τις 6 εκατομμύρια ψήφους.22
Αμέσως μετά από το διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία, το ΚΚΓ κάλεσε τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας σε κήρυξη γενικής απεργίας «με συνθήματα: “Όλοι στο πεζοδρόμιο!”, “Να κλείσουν τα εργοστάσια!”, “Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών ν’ απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!”». Όμως και αυτή η πρόταση του ΚΚ προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών «με το πρόσχημα πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα και πως το προλεταριάτο δεν πρέπει “να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας”».23 Την ίδια στιγμή, το επίσημο όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η εφημερίδα «Φόρβερτς», στις 2 Φλεβάρη 1933, καυχιόταν πως, «“αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες”, ένας άνθρωπος του λαού σαν τον Χίτλερ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει καγκελάριος»24.
Με δεδομένη και τη στάση αυτή της σοσιαλδημοκρατίας, η γερμανική αστική τάξη εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά της εργατικής τάξης (και ιδιαίτερα κατά της πρωτοπορίας της, των κομμουνιστών), ενώ φρόντισε να εξαλείψει και τα τελευταία υπολείμματα ακόμα κι αυτών των υποτυπωδών αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών της Βαϊμάρης. Στις 27 Φλεβάρη εκδηλώθηκε η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ (που πραγματοποίησαν οι Ναζί για να την προσάψουν στους κομμουνιστές ως πρόσχημα για τις διώξεις που θ’ ακολουθούσαν) και στις 28 Φλεβάρη αναστάλθηκαν μ’ έκτακτο προεδρικό διάταγμα όλα τ’ άρθρα του συντάγματος της Βαϊμάρης που σχετίζονταν με την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, των συγκεντρώσεων, της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων κ.ο.κ. Υπό αυτές τις συνθήκες, στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του σε 43,91%, χωρίς όμως και πάλι να πετυχαίνει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο: Κάτι που τελικά κατάφερε ακυρώνοντας την εκλογή των 81 κομμουνιστών βουλευτών.
Οι Σοσιαλδημοκράτες χαιρέτησαν τις εξελίξεις μέσω του ίδιου τους του προέδρου Ότο Βελς, ο οποίος, κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της νέας βουλής ανακοίνωσε την αποχώρηση του κόμματός του από τη Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή (σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για την «κριτική» της τελευταίας στο ναζιστικό καθεστώς), ενώ ταυτόχρονα «προσφέρθηκε να συνεργαστεί με τον Χίτλερ»25. Οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές ηγέτες Λάιπαρτ και Γκρόσμαν χαρακτήρισαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ως «θριαμβευτική συνέχιση της επανάστασης του 1918»26!
Αλλά και η «κριτική» της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς δεν ήταν παρά άσφαιρα πυρά, συνοδευόμενη μάλιστα από την παρότρυνση προς τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες να μην παρεκτρέψουν την όποια «αντίστασή» τους από τα όρια της νομιμότητας!27
Όχι βέβαια πως η ηγεσία της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας είχε ανάγκη από τέτοιες συμβουλές. Όπως αναφέρει ο Ου. Φόστερ, «οι διάφοροι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας Βελς, Κάουτσκι, Λάιπαρτ και άλλοι, ξεκίνησαν για να ενσωματωθούν στο καθεστώς του Χίτλερ. Δήλωσαν ότι ο Χίτλερ, ένας άνθρωπος που προερχόταν απ’ το λαό, είχε καταλάβει την αρχή με συνταγματικά μέσα. Έφτασαν μάλιστα ως το σημείο να καυχηθούν ότι χωρίς την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας αυτός δεν θα κατόρθωνε ποτέ να πάρει την εξουσία. Οι οπορτουνιστές ηγέτες των συνδικάτων τους ξεπέρασαν όλους, όπως συνήθως, σε δουλοπρέπεια. Ο Μάρκαντ αναφέρει ότι στις 29 του Απρίλη η “Gewerkschafstzeitung” (επίσημο δημοσιογραφικό όργανο των συνδικάτων) δημοσίευσε ένα άρθρο που χαιρέτιζε την εθνικοσοσιαλιστική (ναζιστική) πρωτομαγιά σαν μέρα νίκης για το κίνημα των εργαζομένων και καλούσε τους εργάτες να συμμετάσχουν στον εορτασμό των Ναζήδων.
Ο Φριτς Χέκερτ έγραφε τότε μέσα στη φωτιά της μάχης ότι “ο Λάιπαρτ, σύμμαχος του Τρότσκι, όχι μόνο παραδίνει τα συνδικάτα στον Χίτλερ, όχι μόνο δηλώνει ότι η γερμανική ομοσπονδία εργασίας (ADGB) δέχεται την αναδιοργάνωση των εργατικών οργανώσεων σύμφωνα με το ιταλικό (φασιστικό) πρότυπο, αλλά φτάνει ως το σημείο να γράφει ότι τα καθήκοντα που μπαίνουν στα συνδικάτα πρέπει να εκπληρωθούν ανεξάρτητα απ’ τη μορφή που παίρνει το κρατικό καθεστώς. Και πέρα από αυτό, τονίζει ότι τα συνδικάτα είναι πάντοτε πρόθυμα να συνεργασθούν με τις οργανώσεις των εργοδοτών, ότι αναγνωρίζουν τον κρατικό έλεγχο και την κρατική διαιτησία και ότι προσφέρονται να βοηθήσουν την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο -δηλαδή το χιτλερικό Ράιχσταγκ- με τις γνώσεις τους και την πείρα τους”»28. Στις 17 Μάη, δύο περίπου βδομάδες αφότου τα γραφεία των συνδικάτων καταλήφθηκαν και οι ηγέτες τους συνελήφθησαν (2 Μάη) και τέσσερις μόλις ημέρες μετά από την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των συνδικάτων (13 Μάη), «οι σοσιαλδημοκράτες αντιπρόσωποι στο Ράιχσταγκ -οι περισσότεροι συνδικαλιστές- έδειξαν για άλλη μια φορά την γλοιώδη τους δουλοπρέπεια ψηφίζοντας υπέρ της απόφασης της φασιστικής κυβέρνησης [σ.σ. για τη διάλυση-καθυπόταξη του συνδικαλιστικού κινήματος]»29.
Ωστόσο «αυτή η σοσιαλδημοκρατική δουλοπρέπεια ήταν εντελώς μάταιη. Η εποχή του αστικού ρεφορμισμού είχε περάσει». Όπως τόνισε ο ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Μετώπου Δρ. Λέι, «οι Λάιπαρτ και Γκρόσμαν μπορούν, αν θέλουν, να εκφράζουν την αφοσίωσή τους στον Χίτλερ. Η θέση τους όμως είναι στη φυλακή».30 Πράγματι, 3 μήνες μετά από την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (14 Μάρτη) ήρθε και η σειρά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να τεθεί εκτός νόμου (22 Ιούνη). Ακολούθως, «πιάστηκαν πολλοί σοσιαλδημοκράτες, άλλοι έφυγαν από τη χώρα, ενώ πολλοί σοσιαλιστές γραφειοκράτες συνθηκολογούσαν με τον Χίτλερ και γίνονταν όργανα της καταπιεστικής του μηχανής». Οι Γερμανοί κομμουνιστές συνέχισαν τα επόμενα χρόνια τις προσπάθειες προσέγγισης με τους σοσιαλδημοκράτες για κοινή δράση κατά του φασισμού, χωρίς όμως ιδιαίτερη ανταπόκριση.31
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ
Παρόμοια ήταν και η στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας απέναντι στη φασιστική δικτατορία του Ε. Ντόλφους (ηγέτη του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος και καγκελαρίου της Αυστρίας από το Μάη του 1932, ο οποίος στις 7 Μάρτη 1933 διέλυσε τη βουλή εγκαθιδρύοντας φασιστικό καθεστώς): «Όπως η Σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία υποστήριξε τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα του Μπρούνινγκ και επιδίωξε να έρθει σε συμβιβασμό με τη δικτατορία του Χίτλερ, έτσι και η Αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία ήταν πλήρως έτοιμη να υποστηρίξει τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα του Ντόλφους, με αντάλλαγμα να της επιτραπεί η νόμιμη ύπαρξη της Οργάνωσής της στα πλαίσια της δικτατορίας (την ίδια στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα διωκόταν)… Στο συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβριο του 1933 η Σοσιαλδημοκρατική ηγεσία έθεσε τέσσερις όρους για τους οποίους θα άρχιζε την πάλη κατά της φασιστικής δικτατορίας: 1. Αν υιοθετούνταν ένα φασιστικό σύνταγμα δίχως να συμβουλευθεί η βουλή. 2. Αν απομακρυνόταν η δημοτική αρχή της Βιέννης. 3. Αν το κόμμα υπόκειτο σε διώξεις. 4. Αν τα συνδικάτα υπόκειντο σε διώξεις»32. Βεβαίως, κανέναν «αγώνα» δεν κήρυξε η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία κατά της φασιστικής δικτατορίας, ακόμα και όταν το καθεστώς παραβίασε όλους τους παραπάνω όρους (οι οποίοι, κατά τ’ άλλα, προπαγανδίστηκαν με όλους τους τρόπους και σ’ όλους τους τόνους προκειμένου να κρατηθεί η εργατική τάξη εφησυχασμένη και παροπλισμένη).
«Τι να κάνουμε;», ομολογούσε ο ίδιος ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας Ότο Μπάουερ ανήμερα της διάλυσης της βουλής από τον Ε. Ντόλφους στις 7 Μάρτη 1933. «Οι Σοσιαλδημοκράτες ξέραμε πολύ καλά ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτύχει μια γενική απεργία σε μια περίοδο πρωτοφανούς ανεργίας σε μέγεθος και διάρκεια. Οι Σοσιαλδημοκράτες κάναμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψουμε μια βίαιη εκδοχή. Για μια περίοδο πάνω από έντεκα μήνες προσπαθήσαμε ξανά και ξανά να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις με τον Ντόλφους… Ξανά και ξανά προσφερθήκαμε να εγκρίνουμε εκτεταμένες αλλαγές στο σύνταγμα και έκτακτες εξουσίες στην κυβέρνηση για μια περίοδο δύο ετών, με μοναδικό αντάλλαγμα τις πιο στοιχειώδεις νόμιμες ελευθερίες δράσης για το κόμμα και τα συνδικάτα»33. Και όμως, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας δεν ήταν ένα τόσο «ανήμπορο» κόμμα. Στις τελευταίες εκλογές (του 1930) είχε έρθει πρώτο, συγκεντρώνοντας πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψήφους (41,1%), διέθετε μαζικές και ισχυρές οργανώσεις (είχε περίπου 600.000 μέλη), ενώ έλεγχε πλήρως το συνδικαλιστικό κίνημα.
Στις 12 Φλεβάρη 1934 ο Ντόλφους έθεσε εκτός νόμου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Σώμα Εργατικής Αυτοάμυνας και τα συνδικάτα. Οι εργάτες ξεσηκώθηκαν αγνοώντας τις προτροπές περί του αντιθέτου από τους Σοσιαλδημοκράτες (οι οποίοι έλπιζαν σε κάποιου είδους «συνεννόηση» της τελευταίας στιγμής με το φασιστικό καθεστώς). Η απεργία που κηρύχτηκε στις 14 Φλεβάρη μετατράπηκε σε πραγματική εξέγερση. Οι Σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο αρνήθηκαν να στηρίξουν πολιτικά κι έμπρακτα την απεργία, αλλά βασικά συνδικάτα, όπως π.χ. των σιδηροδρομικών, έγιναν απεργοσπάστες μεταφέροντας κυβερνητικά στρατεύματα στα κέντρα των μαχών κατά των εξεγερμένων.
«Ύστερα από τετραήμερο αγώνα», σημείωνε ο Ότο Μπάουερ, «οι Βιεννέζοι εργάτες ηττήθηκαν. Ήταν το αποτέλεσμα αυτό αναπόφευκτο; Μπορούσαν άραγε να είχαν κερδίσει; Με την πείρα των λίγων εκείνων ημερών, μπορούμε να πούμε ότι, αν οι σιδηρόδρομοι είχαν σταματήσει, αν η γενική απεργία είχε απλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα, αν το Schutzbund (Σώμα Εργατικής Αυτοάμυνας) είχε κινητοποιήσει τη μεγαλύτερη μάζα των εργατών όλης της χώρας, η κυβέρνηση δεν θα κατόρθωνε να καταπνίξει την εξέγερση». «Τότε», ομολόγησε, «θα μπορούσαμε να νικήσουμε. Αλλά φοβηθήκαμε τον αγώνα».34
ΣΧΟΛΙΑ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
12. Στις εκλογές της 14ης Σεπτέμβρη 1930 οι Σοσιαλδημοκράτες ήρθαν και πάλι πρώτο κόμμα, αν κι έχασαν 5 ποσοστιαίες μονάδες (24,53%). Δεύτερο ήρθε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ (του οποίου η εκλογική δύναμη εκτοξεύτηκε από το 2,6% στο 18,25%). Το Κομμουνιστικό Κόμμα αναδείχτηκε τρίτο, αυξάνοντας τα ποσοστά του κατά 2,53% (13,13%).
13. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 268.
14. Wolfgang Ruge, «Weimar, Republik auf Zeit», εκδ. «VEB Deutscher Verlag», 1982, σελ. 262, στο Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 162.
15. Οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν 21,58% (-2,55%) και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ήρθε τρίτο, 14,32% (+1,19%).
16. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 479.
17. Η. Winkler: «Βαϊμάρη, η Ανάπηρη Δημοκρατία», εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2010, σελ. 254-255.
18. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163.
19. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 273 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 480-481. Συγκεκριμένα, οι κομουνιστές πρότειναν στους σοσιαλδημοκράτες τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού τον Απρίλη του 1932, στις 29 Ιούλη 1932, στις 30 Γενάρη 1933 και στη 1 Μάρτη 1933.
20. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163. Ο στρατηγός Σλάιχερ διετέλεσε προτελευταίος καγκελάριος της Γερμανίας πριν τον Α. Χίτλερ το διάστημα 2 Δεκέμβρη 1932-28 Γενάρη 1933.
21. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 164.
22. Συγκεκριμένα έλαβαν: Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 11,73 εκ. ψήφους (33,09%), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 7,25 εκ. (20,44%), το Κομμουνιστικό Κόμμα 5,98 εκ. (16,86%), το Κόμμα του Κέντρου 4,23 εκ. (11,93%) και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 3,79 εκ. (10,69%).
23. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 275.
24. Χέκερτ Φ., Τι συμβαίνει στη Γερμανία;, Βερολίνο, 1945 Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 482.
25. «Η Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ.172.
26. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483.
27. Οι απόψεις αυτές διατυπώθηκαν στο συνέδριο της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1933. Βλ. Ι. Krivoguz: «The Second International, 1889-1914», εκδ. «Progress», Moscow, 1989, σελ. 377.
28. Βλ. H. A. Marquand et al, «Organized labor in four continents», σελ. 104 και F. Heckert, «What is happening in Germany?», σελ. 22, στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.
29. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 101.
30. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.
31. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483 και Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 435-436.
32. R. P. Dutt, «Fascism and Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ. 163.
33. Ο. Bauer, «Tactical Lessons of the Austrian Catastrophe», στο «International Information», 8 Μάρτη 1934, R. P. Dutt, «Fascism and Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ. 163.
34. Βλ. Ο. Μπάουερ: «Η Αυστριακή Δημοκρατία μέσα στις φλόγες», σελ. 34, στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 502.
Σημείωση
Το δεύτερο από τα 4 μέρη του ομότιτλου άρθρου του Αναστάση Γκίκα, που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ Νο1 / 2014
1ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
3ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ
4ο Μέρος: Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ