Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

4ο) Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Στην πορεία προς το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο (1939-1945), η διεθνής σοσιαλδημοκρατία υπήρξε συνεπέστατη στην άρνησή της να μετέχει σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία των κομμουνιστών για την αποτροπή του. Η Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνής αρνήθηκε να λάβει μέρος, τόσο στο Διεθνές Αντιπολεμικό Συνέδριο του Άμστερνταμ (1932) όσο και των Βρυξελών (1935), απαγορεύοντας μάλιστα τη συμμετοχή στα μέλη της υπό την απειλή κυρώσεων.

Τουναντίον, η Συμφωνία του Μονάχου (1938)43, που χαιρετίστηκε από τις άρχουσες τάξεις όλου του κόσμου ως η «ειρήνη της εποχής μας»44 , έγινε δεκτή μ’ ενθουσιασμό και τυμπανοκρουσίες: «Η 2η Διεθνής, πιστό όργανο της παγκόσμιας αστικής τάξης, χαιρέτησε κι αυτή την “ειρήνη” του Μονάχου. Το αγγλικό εργατικό κόμμα συμμετέσχε στην προδοσία και είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο “Ιστορίες” του κόμματος… τόσο αυτή που εκδόθηκε στα 1946 όσο και η άλλη του 1950 δεν αναφέρουν λέξη για το Μόναχο». Ο ηγέτης της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας και πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου Λ. Μπλουμ διαβεβαίωνε από τη μεριά του: «Τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε πάλι ήσυχοι». Το ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας «τάχτηκε σχεδόν ομόφωνα υπέρ της ολέθριας πολιτικής του Μονάχου». Από τους 149 βουλευτές του στο γαλλικό κοινοβούλιο, μόνο ένας καταψήφισε μαζί με τους κομμουνιστές την κατάπτυστη συμφωνία. Γάλλοι και Βρετανοί σοσιαλδημοκράτες δε βρήκαν λέξη να πουν κατά της συμπαιγνίας των αρχουσών τάξεων των χωρών τους με τις φασιστικές κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας. Ταυτόχρονα υπήρξαν οι καλύτεροι κήρυκες της συνθηκολόγησης με τον Χίτλερ, δείχνοντας ανοχή προς στις βλέψεις της ναζιστικής Γερμανίας, «βλέποντας» ως τελικό στόχο την ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Παρόμοια στάση κράτησαν και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Ακόμα και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας υιοθέτησε την πολιτική της συνθηκολόγησης, καλώντας μάλιστα ανοιχτά το λαό ν’ αποδεχτεί τις απαιτήσεις των Ναζί. Μόνο αργότερα και όταν πλέον «διαπίστωσαν την ισχυρή αντίδραση της εργατικής τάξης ενάντια στη συναλλαγή του Μονάχου, τα κόμματα της 2ης Διεθνούς άρχισαν να εκδηλώνουν τη συνηθισμένη τους αντίθεση στα λόγια (όχι στην πράξη)».45

Το γεγονός, βέβαια, όπου η σοσιαλδημοκρατία ξεσπάθωσε πλήρως με αντικομμουνιστικό μένος, μη διστάζοντας να ευθυγραμμιστεί και να γίνει σύμμαχος του φασισμού, ήταν ο σοβιετοφινλανδικός πόλεμος (30 Νοέμβρη 1939-12 Μάρτη 1940). Με το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο να έχει ήδη ξεκινήσει (1 Σεπτέμβρη 1939) και τη φασιστική στρατιωτική μηχανή να προελαύνει συνεχώς ανατολικά, η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου στη Φινλανδία τη σύναψη Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας. Η φινλανδική κυβέρνηση (ένας συνασπισμός μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού και του Εθνικού Προοδευτικού Κόμματος)46 απέρριψε την πρόταση αυτή. Κατόπιν η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη Φινλανδία να μετατοπιστούν βορειότερα τα σοβιετοφινλανδικά σύνορα στον ισθμό της Καρελίας, επειδή απείχαν μόλις 32 χιλιόμετρα από το Λένινγκραντ, αφήνοντάς το έτσι εκτεθειμένο σε περίπτωση επίθεσης. Σε αντάλλαγμα η Σοβιετική Ένωση ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει στη Φινλανδία έκταση διπλάσιου μεγέθους στην περιοχή της Καρελίας. Ταυτόχρονα ζητούσε με μίσθωση μια μικρή έκταση στην είσοδο του Φιννικού Κόλπου, για να οργανώσει εκεί ναυτική βάση. Ωστόσο η κατά βάση σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Φινλανδίας, που υπολόγιζε στη στήριξη τόσο των «δημοκρατιών» (Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ) όσο και των δυνάμεων του Άξονα, οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο.

Όταν στις 30 Νοέμβρη 1939 άρχισαν οι πολεμικές συγκρούσεις, στο πλευρό της Φινλανδίας έσπευσαν όλοι: Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία συνέδραμαν τους Φινλανδούς με στρατιωτικό υλικό, ενώ παράλληλα προετοιμαζόταν και η αποστολή εκστρατευτικού σώματος δύναμης 150.000 ανδρών, το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ, εφόσον επήλθε η γρήγορη νίκη του Κόκκινου Στρατού. Ένα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939-1940 αποτυγχάνει η πολιτική και στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία και τη Γερμανία μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας. Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς και η επέμβασή του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ένωση»47. Η Συνθήκη Ειρήνης με τη Φινλανδία υπογράφτηκε στις 12 Μάρτη 1940, ικανοποιώντας όλα τα αιτήματα της ΕΣΣΔ.

Όσον αφορά δε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση συνασπισμού της Φινλανδίας, αυτή παρέμεινε στην εξουσία, ενώ διευρύνθηκε με τη συμμετοχή του Β. Ανάλα, στελέχους του φασιστικού κόμματος «Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα». Παράλληλα ενέτεινε τις αντικομμουνιστικές διώξεις (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο από το 1930), συλλαμβάνοντας δεκάδες μέλη και στελέχη του φινλανδικού Συνδέσμου Φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση, απαγορεύοντας την κυκλοφορία της εφημερίδας του «Πυρσός» κι εν τέλει θέτοντας εκτός νόμου και τον ίδιο το Σύνδεσμο (Δεκέμβρης 1940).

Το Δεκέμβρη του 1940 ο πρωθυπουργός Ρ. Ριούτι έγινε πρόεδρος της Φινλανδίας, δίνοντας τη θέση του στον Τζ. Β. Ράνγκελ (επίσης τραπεζίτης, ανήκων κι αυτός στο ίδιο σύμμαχο Εθνικό Προοδευτικό Κόμμα της συγκυβέρνησης). Το αμέσως επόμενο διάστημα η φινλανδική κυβέρνηση πύκνωσε τις επαφές της με τη ναζιστική Γερμανία, ενώ άρχισαν και μυστικές συνομιλίες για την από κοινού διεξαγωγή πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Σύντομα, πάνω από οι μισές εξαγωγές της Φινλανδίας (σε νίκελ, χαλκό κ.ά.) κατευθύνονταν προς τη Γερμανία. Οι τελευταίοι σταδιακά συγκέντρωναν όλο και περισσότερα στρατεύματα στο φινλανδικό έδαφος, στρατολογούσαν στα SS, έφτιαχναν υποδομές στρατιωτικής σημασίας κ.ο.κ. Στις 25 Ιούνη 1941, τρεις μέρες μετά από την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», η Φινλανδία κήρυξε κι αυτή τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, ενώνοντας τις δυνάμεις της με τις υπόλοιπες χώρες του Άξονα.

Την ίδια περίοδο, «στην Άπω Ανατολή το γιαπωνέζικο σοσιαλιστικό κόμμα επευφημούσε τις νίκες του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού και καλούσε στο δυνάμωμα του αντικομμουνιστικού συμφώνου (αντι-Κομιντέρν)»48.

Γενικότερα, κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου η διεθνής σοσιαλδημοκρατία όξυνε τον αντικομμουνισμό, ανταγωνιζόμενη το φασισμό σε αντισοβιετισμό. Όταν το Φλεβάρη του 1940 -και μεσούσης της σοβιετοφινλανδικής διένεξης- συνήλθε έπειτα από μακρόχρονο λήθαργο στις Βρυξέλες η Εκτελεστική Επιτροπή της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς, κύριο αντικείμενο συζήτησης δεν ήταν η συγκέντρωση δυνάμεων «για τον αγώνα εναντίον του κινδύνου που συνιστούσε ο γερμανικός φασισμός, αλλά για ζητήματα καταπολέμησης του κομμουνισμού. Στις ομιλίες τους ο Μπλουμ και ο Σιτρίν49 κατηγορούσαν τους σοσιαλδημοκράτες των Σκανδιναβικών χωρών γιατί αργούσαν να αρχίσουν την κινητοποίηση για να βοηθήσουν την Φινλανδία. Τα ίδια συνθήματα έριχνε και ο Χίλφερντιγκ50 που προσπαθούσε να αποδείξει την ανάγκη άμεσης δράσης των Ενωμένων Πολιτειών εναντίον της ΕΣΣΔ. Μερικοί από τους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας -ο Τάνερ (Φινλανδία), ο Πεϊέρ (Ουγγαρία)- υποστήριζαν ανοιχτά τους αντιδραστικούς φινλανδικούς κύκλους»51.

Η Σοσιαλιστική Διεθνής των Νέων, αφού διέγραψε όσες οργανώσεις-μέλη της παρέκκλιναν από την αντικομμουνιστική γραμμή της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας (όπως η Ενωμένη Σοσιαλιστική Νεολαία της Ισπανίας, η Ενωμένη Νέα Φρουρά των Βρυξελών, η Ένωση της Νεολαίας του βρετανικού Εργατικού Κόμματος κ.ά.), προχώρησε τον Οκτώβρη του 1939 στην ανοιχτή καταδίκη της ΕΣΣΔ. «Σε πολλές διακηρύξεις και εκκλήσεις τους οι ηγέτες της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Νεολαίας επιμένανε για αποφασιστικές ενέργειες εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ζητούσαν από τις κυβερνήσεις Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ να οργανώσουν εκστρατευτικά σώματα και να τα στείλουν στην Φινλανδία, να επιβάλουν την αγγλική και γαλλική κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα και να δράσουν αμέσως στρατιωτικά εναντίον της ΕΣΣΔ στον Καύκασο». Ο πρόεδρός της Τ. Νίλσον «και οι σύντροφοί του πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση “σώματος εθελοντών”» για να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ένωσης.52

Η ρεφορμιστική συνδικαλιστική Διεθνής του Άμστερνταμ, παρότι είχε στις γραμμές της 17,5 εκατομμύρια μέλη, δεν έκανε το παραμικρό για την αποτροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ενώ μετά από την έκρηξή του παρέλυσε εντελώς. Παρόλ’ αυτά, υπήρξε υπερδραστήρια στη διάρκεια του σοβιετοφιλανδικού πολέμου, συγκροτώντας ειδική Φινλανδική Επιτροπή, Φινλανδικό Ταμείο, τυπώνοντας χιλιάδες προκηρύξεις και φυλλάδια με αντισοβιετικό περιεχόμενο κ.ο.κ. Την ίδια περίοδο διέγραψε από τη δύναμή της 629 συνδικαλιστικές οργανώσεις με το αιτιολογικό ότι «ερωτοτροπούσαν με τους κομμουνιστές»53.

Σύμφωνα με τον J. Price, «από πολιτική άποψη η Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνής έπαψε να υπάρχει μετά από την κατάρρευση της Γαλλίας»54. Η σοσιαλδημοκρατία ωστόσο συνέχισε να παίζει σε κάθε χώρα τον ποικιλόμορφο βρόμικο ρόλο της.

Στη Σουηδία, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Π. Α. Χάνσον, μετά από την κατάληψη της Δανίας και της Νορβηγίας από τα γερμανικά στρατεύματα, έδωσε το πράσινο φως στη ναζιστική Γερμανία να χρησιμοποιεί τα λιμάνια και τους σιδηροδρόμους της χώρας για τη μεταφορά έμψυχου κι άψυχου πολεμικού υλικού. Έτσι, «μέσα από τη Σουηδία άρχισε να διαμετακομίζεται γερμανικό πολεμικό υλικό με προορισμό την Φινλανδία. Γερμανικά μεταφορικά σκάφη μεταφέρανε εκεί στρατεύματα χρησιμοποιώντας για κρησφύγετο τα χωρικά ύδατα της Σουηδίας και μάλιστα ως το χειμώνα του 1942-1943 συνοδεύονταν από μονάδες του σουηδικού πολεμικού ναυτικού […] Η πιο ποικίλη βοήθεια -από τα πυρομαχικά ως τα δέματα τροφίμων- έφτανε από τη Σουηδία στη Φινλανδία». Ταυτόχρονα, η Σουηδία έγινε ο κύριος προμηθευτής της Γερμανίας στο απαραίτητο για την πολεμική της βιομηχανία σιδηρομετάλλευμα, το οποίο μετέφερε ανενόχλητα με δικά της πλοία (μιας και η ίδια ήταν δήθεν «ουδέτερη» χώρα). Η «σχέση» αυτή διακόπηκε από τη σουηδική πλευρά («σοφά» σκεπτόμενη), μόνο μετά από τις εποποιίες του Κόκκινου Στρατού στις μάχες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ το 1943.55

Όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Δανία στις 9 Απρίλη 1940, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Θ. Στόουνινγκ δεν πρόβαλε καμιά απολύτως αντίσταση. Η κατάληψη της Δανίας πραγματοποιήθηκε σχεδόν αμαχητί (οι απώλειες του στρατού ήταν μόλις 16 άνδρες) και μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Από τη μεριά τους οι Ναζί όχι μόνο δεν κατέλυσαν τις αρχές τοποθετώντας στη θέση τους κάποια κυβέρνηση δωσίλογων (όπως έπραξαν στις υπόλοιπες χώρες που κατέλαβαν), αλλά άφησαν ανέγγιχτη τη κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών (στην οποία απλά προστέθηκαν και αντιπρόσωποι από άλλα αστικά κόμματα), υποσχόμενοι μάλιστα ελάχιστη παρεμβατικότητα στα εσωτερικά της χώρας. Ο στρατός της Δανίας διατηρήθηκε και δεν αφοπλίστηκε. Τα αστικά κόμματα επίσης διατηρήθηκαν. Το μόνο κόμμα που απαγορεύτηκε ήταν -ποιο άλλο;- το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η κυβέρνηση του Στόουνινγκ συνέλαβε εκατοντάδες κομμουνιστές οι οποίοι στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Horserod (Δανία) και κατόπιν του Stutthof (Γερμανία), όπου πολλοί εξ αυτών άφησαν την τελευταία τους πνοή. Από το Σεπτέμβρη του 1943 στο Horserod άρχισαν να στέλνονται και μέλη της δανικής αντίστασης, καθώς κι Εβραίοι της Δανίας. Αμέσως μετά από την εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση συγκροτήθηκαν δανικά «εθελοντικά σώματα» προκειμένου να πολεμήσουν στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ το Νοέμβρη του 1941 η Δανία προσχώρησε και στο Αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο. Στις εκλογές του 1943 οι Σοσιαλδημοκράτες ενίσχυσαν τα ποσοστά τους (από 42,9% σε 44,5%), ενώ το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Δανίας παρέμεινε στάσιμο (γύρω στο 2%). Μάλλον δε χρειαζόταν… Ωστόσο οι μαζικές απεργίες και οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν το καλοκαίρι του ίδιου έτους (απόρροια και της γενικότερης αισιοδοξίας - ανάτασης που επέφεραν οι νίκες του Κόκκινου Στρατού) έφεραν την κυβέρνηση σε πολύ δύσκολη θέση. Έτσι, όταν οι γερμανικές αρχές απαίτησαν την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, εκείνη αρνήθηκε. Ως αποτέλεσμα διαλύθηκε η βουλή, ενώ η κυβέρνηση συνέχισε να υφίσταται μόνο de jure.

Στην Ουγγαρία, όπου στην εξουσία βρισκόταν η φασιστική δικτατορία του Χόρτι και η οποία έλαβε μέρος στον πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα διατηρήθηκε επίσης στη νομιμότητα.

Στην Ολλανδία οι σοσιαλδημοκράτες μετείχαν από κοινού με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα και παράγοντες της Εκκλησίας στην «Ένωση των Κάτω Χωρών», μια πολιτική οργάνωση που συγκροτήθηκε με την άδεια του Ραϊχκομισάριου Τσάις Ίνκβαρτ, αφότου το Ολλανδικό φασιστικό κόμμα δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει μαζική λαϊκή βάση. Σε μια από τις πρώτες διακηρύξεις της τον Ιούλη του 1940 η «Ένωση των Κάτω Χωρών» διαβεβαίωνε πως «έχει την πρόθεση να συνεργαστεί νομιμόφρονα με τις αρχές κατοχής»56.

Στο Βέλγιο, ο πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος Χ. ντε Μαν (και σύμβουλος του βασιλιά Λεοπόλδου), εξέδωσε με την κατάληψη της χώρας από τους Ναζί ένα μανιφέστο προς όλα τα μέλη του κόμματος, με το οποίο χαρακτήριζε τη γερμανική κατοχή ως καλοδεχούμενη. «Για τις εργαζόμενες μάζες και για το σοσιαλισμό», τόνιζε, «αυτή η κατάρρευση ενός παρηκμασμένου κόσμου δεν είναι καταστροφή, αλλά λύτρωση»!57

Στη Γαλλία ο ΓΓ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τέως υπουργός του Λαϊκού Μετώπου Π. Φορ υποστήριξε ανοιχτά τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί, οδηγώντας στην πλήρη αποδιοργάνωση της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας (παρά τη στάση του αυτή, ο ίδιος δε διαγράφτηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρά μόνο το 1944). Ο Π. Φορ, βαθύτατα αντικομμουνιστής, υπήρξε εθνοσύμβουλος και του πρώτου δωσιλογικού κοινοβουλίου, μαζί με μια σειρά άλλους πρώην «αριστερούς».58 Στα μεσαία κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού του καθεστώτος Βισί υπηρέτησε έως το 1943 και ο μετέπειτα Σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν.59

Άλλοι σοσιαλδημοκράτες φασιστικών ή κατεχόμενων χωρών, που έγιναν αυτοεξόριστοι, έθεσαν εαυτούς στην υπηρεσία των αρχουσών τάξεων των ιμπεριαλιστικών κρατών που τους «φιλοξενούσαν». Το αμερικανικό παράρτημα της οργάνωσης του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο εξωτερικό (SOPADE), για παράδειγμα, υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο «στην ενίσχυση του αντικομμουνισμού μέσα στα αμερικανικά συνδικάτα»60. Ένα από τα πιο επιφανή στελέχη της δε, ο Φρ. Στάμπφερ, έφτασε -σύμφωνα με τον Ου. Φόστερ- στο σημείο «να ζητήσει στη Ν. Υόρκη τη συμμαχία με τον Χίτλερ για να στραφούν όλα τα όπλα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση»61.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ως πολιτικής δύναμης δεν αναιρεί τον ηρωισμό και την αυτοθυσία που επέδειξαν χιλιάδες εργάτες κι εργάτριες, φτωχοί αγρότες, απλά μέλη και οπαδοί των σοσιαλδημοκρατικών και άλλων κομμάτων, μη κομμουνιστές, που πολέμησαν το φασισμό δίπλα στους κομμουνιστές ή κι έχασαν τη ζωή τους, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα εκτελεστικά αποσπάσματα κ.ο.κ.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σοσιαλδημοκρατία και φασισμός αποτέλεσαν ιστορικά διαφορετικές αστικές επιλογές επιβολής της εξουσίας του κεφαλαίου, ελέγχου και καταναγκασμού της εργατικής τάξης, σε διαφορετικές περιόδους ανάπτυξης του καπιταλισμού. Με τη μεν πρώτη ν’ αποτελεί βασική κυβερνητική επιλογή σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου για τη χειραγώγησή της και στη συνέχεια, μεταπολεμικά, ως διαχειρίστριας της κεϋνσιανής πολιτικής, σε φάση καπιταλιστικής ανασυγκρότησης κι ανάπτυξης πάνω στα συντρίμμια του πολέμου. Τη δε δεύτερη, να επιβάλλεται σε περιόδους αδυναμίας -και της σοσιαλδημοκρατίας- ν’ απορροφήσει την αστική-πολιτική κρίση, όπου οι αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες δεν είναι πλέον αποτελεσματικές κι απαιτούνται πιο αυταρχικές-δικτατορικές λύσεις.

Η αναζήτηση από τη μεριά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος συμμαχιών με τη σοσιαλδημοκρατία στο πλαίσιο της συγκρότησης «Λαϊκών Μετώπων» για την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου (7ο Συνέδριο Κομμουνιστικής Διεθνούς) παραγνώριζε όλη την προηγούμενη εμπειρία του επαναστατικού κινήματος από το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Ένα ρόλο, τον οποίο όχι μόνο δε θ’ αποποιηθεί την κρίσιμη εκείνη περίοδο, αλλά θα «τιμήσει» πιστά και με συνέπεια όλα τα επόμενα χρόνια.
Σήμερα, η αναβίωση της πεπαλαιωμένης όσο και σάπιας θεωρίας των «δύο άκρων» έρχεται για μια ακόμη φορά να συσκοτίσει τις πραγματικές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στην καπιταλιστική κοινωνία, με συχνές αναφορές μάλιστα στην ιστορική εμπειρία του φασισμού και του πολέμου. Όμως, όπως και σήμερα, έτσι και τότε, η βασική αντίθεση δεν ήταν μεταξύ της «δημοκρατίας» και των «φασιστικών καθεστώτων», αλλά μεταξύ της αστικής εξουσίας (είτε αυτή εκφραζόταν μέσ’ από τον αστικό κοινοβουλευτισμό είτε μέσ’ από την αστική δικτατορία κάθε μορφής) και της εργατικής. Στα παραπάνω έγκειται η θεμελιακή αντίθεση της εποχής μας, που μπορεί να λυθεί -και θα λυθεί- μόνο με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του νέου κόσμου, του σοσιαλισμού.

ΣΧΟΛΙΑ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
43. Η Συμφωνία του Μονάχου, που επιτεύχθηκε μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας από τη μια και της Γαλλίας και της Βρετανίας από την άλλη, υπογράφτηκε στις 30 Σεπτέμβρη 1938 και προέβλεπε το διαμελισμό και τελικά την παράδοση της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ, ενώ ουσιαστικά άνοιγε διάπλατα το δρόμο της φασιστικής πολεμικής μηχανής προς Ανατολάς (δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση). Μόνο η ΕΣΣΔ προθυμοποιήθηκε να συνδράμει την Τσεχοσλοβακία. Η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση ωστόσο επέλεξε να μην αξιοποιήσει το σχετικό σύμφωνο μεταξύ των δύο χωρών που προέβλεπε τη σοβιετική στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης.

44. Η ρήση ήταν του Βρετανού πρωθυπουργού Ν. Τσάμπερλεν και διατυπώθηκε σε λόγο του στις 30 Σεπτέμβρη 1938 κατά την επιστροφή του από το Μόναχο, όπου μόλις είχε υπογραφεί η σχετική συμφωνία.

45. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 533-534.

46. Στις εκλογές τον Ιούλη του 1939 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε έρθει πρώτο με μεγάλη διαφορά συγκεντρώνοντας το 39,77% των ψήφων. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο πρώην τραπεζίτης Ρίστο Ριούτι του κατά πολύ μικρότερου Εθνικού Προοδευτικού Κόμματος (4,81%), με το οποίο οι σοσιαλδημοκράτες σχημάτισαν κυβέρνηση.

47. «Petite encyclopedie politique du monde», σελ. 136.

48. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 534. Το αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο (κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς δηλαδή) υπογράφτηκε στις 25 Νοέμβρη 1936 μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Τα επόμενα χρόνια στο Σύμφωνο προσχώρησαν άλλες 10 χώρες.

49. Στέλεχος του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος και ΓΓ του βρετανικού Συμβουλίου των Συνδικάτων. Ο Σιτρίν έγινε ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας το 1945, όταν ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση του Εργατικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού (ΕΡΓΑΣ) και την αποκατάσταση του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού.

50. Στέλεχος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος κι εκπρόσωπός του στη Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή.

51. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 824-825.

52. Ό.π., σελ. 825.

53. Ό.π., σελ. 825-826.

54. J. Price, «The International Labour Movement», εκδ. «Oxford University Press», London, 1945, σελ. 216.

55. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 393-394.

56. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 85.

57. Στο Μ. Mazower, «Black Continent: Europe’s Twentieth Century», εκδ. «Palgrave/ Macmillan», New York, 1994, σελ. 144.

58. «The Montreal Gazette», 25 Γενάρη 1941. Βλ. επίσης T.C. Imlay, «Facing the Second World War: Strategy, politics and Economics in Britain and France, 1938-1940», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 2003, ιδιαίτερα σελ.141-185.

59. R. Belot, «La Résistance sans De Gaulle», εκδ. «Fayard», Paris, 2006.

60. «Biographisches Handbuch», p. 720, στο:http://www.jewishgen.org/austriaczech/ towns/kolodeje/stampfer.html

61. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 587.


Σημείωση
Το τελευταίο από τα 4 μέρη του ομότιτλου άρθρου του Αναστάση Γκίκα, που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ Νο1 / 2014

1ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
2ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ
3ο Μέρος: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ


Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ





Καρλ Μαρξ

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων».