Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΕ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΠΟΛΕΜΟ

Γράφει ο Άδηλος

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Ο Α΄ ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν ο «μεγάλος σκηνοθέτης» της επανάστασης. Με αυτήν την φράση ο Λένιν τονίζει την σχέση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης. Η κατανόηση αυτού του ζητήματος είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς σήμερα διανύουμε μία περίοδο συσσώρευσης στοιχείων που προμηνύουν το ενδεχόμενο, οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις να μπουν σε νέα φάση, κατά την οποία θα είναι αδύνατη η ειρηνική διευθέτησή τους.              
Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν νέες εστίες ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων στην
ευρύτερη περιοχή μας, σε συνθήκες συγχρονισμένης και βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, οξυμένου ανταγωνισμού για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο: Στη Λιβύη η ιμπεριαλιστική επέμβαση έγινε με το πρόσχημα του «εκδημοκρατισμού» της χώρας. Στο Ιράν βρίσκεται σε εξέλιξη η εφαρμογή του σχεδιασμού άμεσης επέμβασης με το πρόσχημα την προσπάθεια απόκτησης πυρηνικών στο Ιράν. Στη Συρία εκδηλώνονται ακόμα πιο ανοιχτά οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Ταυτόχρονα αυξάνεται η ένταση στην Κορεάτικη χερσόνησο και στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανάμεσα σε Κίνα και Ιαπωνία, ενώ οι ΗΠΑ έχουν αναγορεύσει σε στόχο στρατηγικής σημασίας την εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης στην Αυστραλία.                                                                              
Η Ελλάδα με διάφορους τρόπους έχει εμπλακεί και υποστηρίζει με τις στρατιωτικές υποδομές της αυτές τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Ο προσανατολισμός και η εκπαίδευση του ελληνικού στρατού (δυνάμεις ταχείας επέμβασης κλπ.) εξυπηρετούν έναν τέτοιο πολεμικό σχεδιασμό στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών ενώσεων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.  Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι πόλεμοι δε σταμάτησαν ποτέ, ακόμα και σε σχετικά ειρηνικές περιόδους. Όταν όμως τα «σύννεφα» του πολέμου πυκνώνουν, όταν ένας πόλεμος με γενικότερες - διεθνείς διαστάσεις προβάλλει πιο πιθανός, τα καθήκοντα και οι ευθύνες των κομμουνιστών μεγαλώνουν.
Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι με τον πόλεμο συνεχίζεται με άλλα -βίαια- μέσα η πολιτική των αντιμαχόμενων δυνάμεων που διευθύνεται από την κυρίαρχη τάξη τους, ενώ η ειρήνη που ακολουθεί αποτελεί με τη σειρά της τη συνέχεια αυτής της πολιτικής στη σκιά της έκβασης του πολέμου μέχρι την επόμενη ένοπλη σύγκρουση. Στηριζόμενος στην παραπάνω θέση, ο Λένιν σε διάλεξή του το Μάη του 1917 απέρριψε «τη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι τάχα είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο σαν απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και σαν αποκατάσταση ύστερα αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν!». Και υποστήριξε ότι «Ο πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει». (Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», «Απαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 78)    
Το πρώτο, λοιπόν, ζήτημα που θα τεθεί, εάν το κομμουνιστικό κίνημα βρεθεί μπροστά σε τέτοιες εξελίξεις, είναι ο σωστός προσδιορισμός του χαρακτήρα του πολέμου και, με βάση αυτό, ο προσδιορισμός της στάσης του επαναστατικού κινήματος, που αποτελεί κρίσιμο ζήτημα.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Παρ’ όλο που ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε φυλές υπήρχαν και στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, οι πόλεμοι είναι κυρίως προϊόν των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, της ταξικής διαίρεσης και αποτελούν τρόπο επίλυσης διαφορών που γεννιούνται στη βάση αντιτιθέμενων οικονομικών συμφερόντων. Το τέλος των πολέμων δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο με την εξάλειψη των αιτιών που τους προκαλούν, με την πλήρη και ανεπίστρεπτη κατάργηση του τελευταίου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, του καπιταλισμού.
Τα κύρια ζητήματα για κάθε πόλεμο είναι: ποια τάξη τον διεξάγει, με ποιο σκοπό, σε ποια φάση της ιστορικής της ανάπτυξης. Με βάση την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να κριθεί εάν ένας πόλεμος είναι αντιδραστικός ή προοδευτικός και από τίνος την πλευρά. Στην ιστορική της εξέλιξη η ανθρωπότητα έχει γνωρίσει πολέμους που, παρά τα δεινά που τους συνόδευσαν, έπαιξαν ένα ρόλο αντικειμενικά προοδευτικό στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Κατά το Λένιν «συντέλεσαν στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βοήθησαν να καταστραφούν βλαβεροί και αντιδραστικοί θεσμοί (όπως λόγου χάρη η απολυταρχία ή η δουλοπαροικία), τα πιο βάρβαρα δεσποτικά καθεστώτα της Ευρώπης (το τουρκικό και το ρωσικό) […] Μ’ άλλα λόγια, το κύριο περιεχόμενο και η ιστορική σημασία αυτών των πολέμων ήταν η ανατροπή της απολυταρχίας και της φεουδαρχίας, η υπονόμευσή τους, η αποτίναξη του ξενικού εθνικού ζυγού»6. (Β. Ι. Λένιν: «Σοσιαλισμός και πόλεμος», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 317) Τέτοιοι πόλεμοι, την εποχή που η αστική τάξη είχε επαναστατικό χαρακτήρα,  ήταν, για παράδειγμα η Γαλλική Επανάσταση, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (παρά τον κατακτητικό τους χαρακτήρα) η επανάσταση του 1821 κτλ.
Στη σύγχρονη εποχή του καπιταλισμού η αστική τάξη έχει πάρει τη θέση που είχε την εποχή των αστικών επαναστάσεων η τάξη των φεουδαρχών. Από προοδευτική και επαναστατική κοινωνική δύναμη έχει μετατραπεί σε τροχοπέδη της κοινωνικής ανάπτυξης. Γι’ αυτό οι πόλεμοι που διεξάγει έχουν αντιδραστικό χαρακτήρα. Το ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, που εκδηλώθηκε με ορόσημο τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, «βάζει την αστική τάξη “στην ίδια κατάσταση” που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορρέουν από τον ιμπεριαλισμό» (Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 143)
Στον σύγχρονο καπιταλισμό η διαρκής συσσώρευση και συγκέντρωση αποτελεί όρο ζωής για τα μονοπώλια, τα οποία συνεχώς ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί συμμαχίες, στις οποίες εμπλέκονται ισχυρότερα αλλά και πιο αδύναμα καπιταλιστικά κράτη και διαμορφώνονται ομάδες κρατών που στηρίζουν τη μια ή την άλλη πλευρά του ανταγωνισμού. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των καπιταλιστικών κρατών και των συμμάχων τους γίνονται για το ξαναμοίρασμα των αγορών μεταξύ των μονοπωλίων που, παρά την πολυεθνική μετοχική τους σύνθεση, εξακολουθούν να έχουν ως βάση της συγκρότησής τους κάποιο κράτος. Αυτό εκφράζεται και από το γεγονός ότι η πολιτική επιθετικότητα των καπιταλιστικών κρατών δεν είναι μόνο στρατιωτική με την έννοια των επεμβάσεων, αλλά πρώτ’ απ’ όλα είναι οικονομική επιθετικότητα.
Βέβαια οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι δεν είναι «αποκλειστικό προνόμιο» του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως έλεγε ο Λένιν: ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος «είναι δυνατός και στη βάση της δουλείας και στη βάση του πρωτόγονου καπιταλισμού, όπως και στη σύγχρονη βάση του ανεπτυγμένου καπιταλισμού». (Β. Ι. Λένιν: «Για την μπροσούρα Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 6-7.) Όμως ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός πόλεμος εκφράζει την ανάγκη για νέο μοίρασμα αγορών, νέες «συμφωνίες» ειρήνης, με βάση την εξέλιξη της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έτσι ένας πόλεμος που σε άλλη ιστορική εποχή θα είχε το χαρακτήρα προοδευτικού εθνικού πολέμου, σήμερα συνδέεται αναγκαστικά με έναν τέτοιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ένας τέτοιος, λοιπόν, πόλεμος (π.χ. από τους Κούρδους) γίνεται μέρος μιας ευρύτερης διαπάλης ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Ο πόλεμος μιας καταπιεσμένης εθνότητας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης δεν αφορά μόνο την αντίθεση με την αστική τάξη του έθνους που καταπιέζει, αλλά και με την αστική τάξη της ίδιας της εθνότητας και τους διεθνείς συμμάχους της. Στη σύγχρονη εποχή δίκαιος πόλεμος για την εργατική τάξη είναι μόνο η ταξική πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η αφετηριακή αυτή εκτίμηση πρέπει να διαπερνά όλα τα ζητήματα του πολέμου και της στάσης απέναντί του.
Ο Λένιν μιλώντας για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο έλεγε: «Ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος πόλεμος έχει σαφές καθορισμένο χαρακτήρα αστικού, ιμπεριαλιστικού, δυναστικού πολέμου. Η πάλη για αγορές και η καταλήστευση ξένων χωρών, η τάση να καταπνίξουν το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και της δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών [ …] είναι το μοναδικό πραγματικό περιεχόμενο και το μοναδικό πραγματικό νόημα του πολέμου». (Β. Ι. Λένιν: «Τα καθήκοντα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό πόλεμο», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 1.) Αυτή η πρωτοπόρα άποψη στηρίζεται στην εκτίμηση του αντιδραστικού χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού. 
Όμως, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πολλές εθνότητες βρίσκονταν ακόμα κάτω από την κυριαρχία μεγάλων αυτοκρατοριών που δεν αποτελούσαν «πολιτικές οργανώσεις ενός αστικού κράτους», αλλά κατάλοιπα της απολυταρχίας όπως π.χ. της Ρωσικής, της Αυστροουγγρικής, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε εκείνες τις συνθήκες ο Λένιν δεν απέκλειε πολέμους «απομέρους των μικρών κρατών ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις […] και τα εθνικά κινήματα σε μεγάλη κλίμακα στην Ανατολική Ευρώπη» (στο ίδιο, σελ 7-8) Δεν απέκλειε επίσης θεωρητικά το ενδεχόμενο, ο Α΄ ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1918 να οδηγούσε σε εθνικό πόλεμο στην Ευρώπη, αν αυτός είχε ως αποτέλεσμα ένα ιστορικό πισωγύρισμα. Οι εξελίξεις βεβαίως ήταν διαφορετικές. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με την άνοδο του εργατικού κινήματος, τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, τις επαναστατικές απόπειρες σε Γερμανία, Ουγγαρία κ.α., τη διάλυση των αυτοκρατοριών της Ευρώπης και της Μ. Ανατολής (Αυστροουγγρική, Ρωσική, Οθωμανική), ενώ διέλυσε μοναρχικά κατάλοιπα σαν αυτά που υπήρχαν στο γερμανικό αστικό κράτος (πτώση των Κάιζερ)

Ο ΣΟΒΙΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Εκπροσωπώντας ο ίδιος το εργατικό κίνημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία αντιπάλευε το σοβινισμό του ρωσικού έθνους που πολλές φορές εμφανιζόταν με διεθνιστικό μανδύα στο εργατικό κίνημα. Αντιπάλευε τον κίνδυνο από την αδιαφορία του εργατικού κινήματος απέναντι στα εθνικά κινήματα: «Μια τέτοια αδιαφορία καταντά σοβινισμός όταν τα μέλη των μεγάλων εθνών της Ευρώπης, δηλαδή των εθνών που καταπιέζουν περισσότερο μικρούς και αποικιακούς λαούς, δηλώνουν με δήθεν επιστημονικό ύφος: εθνικοί πόλεμοι δεν μπορούν να υπάρχουν». (B. I. Λένιν: «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 9.)
Ο Λένιν θεωρούσε τα εθνικά και αντιαποικιοκρατικά κινήματα ως έναν παράγοντα που, συνδυασμένος με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις στα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις μεγάλες αποικιοκρατικές ή αυτοκρατορικές δυνάμεις και να διευκολύνει την επικράτηση του σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Η αποσπασματική κατανόηση της παραπάνω τοποθέτησης του Λένιν μπορεί να οδηγήσει σήμερα σε σοβαρά λάθη. Να δικαιολογήσει την απόσπαση του εθνικού από το ταξικό στοιχείο, παραβιάζοντας τη λενινιστική αντίληψη για την ανάλυση της εποχής, της αντικειμενικής θέσης των τάξεων στην κίνηση της κοινωνικής εξέλιξης. Να οδηγήσει σε γραμμή πολιτικής στήριξης της λεγόμενης «εθνικής» ή «πατριωτικής» αστικής τάξης. 
Άλλωστε ο ίδιος ο Λένιν κάνοντας κριτική στη Ρ. Λούξεμπουργκ, που αντιπαρέθετε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ένα εθνικό πρόγραμμα υπεράσπισης της πατρίδας σαν αυτό της επανάστασης του 1848 σημείωνε το 1916: «Στους φεουδαρχοδυναστικούς πολέμους αντιπαραθέτονταν τότε αντικειμενικά οι επαναστατικοδημοκρατικοί πόλεμοι, εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι. Αυτό ήταν το περιεχόμενο των ιστορικών καθηκόντων της εποχής. Τώρα για τα προχωρημένα μεγάλα κράτη της Ευρώπης η αντικειμενική κατάσταση είναι διαφορετική. Η ανάπτυξη προς τα μπρος -αν δεν πάρουμε υπόψη τα ενδεχόμενα προσωρινά βήματα προς τα πίσω- είναι πραγματοποιήσιμη μόνο προς την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, της σοσιαλιστικής επανάστασης». Στο ίδιο κείμενο σημείωνε ότι στον ιμπεριαλιστικό «αστικό πόλεμο» μπορεί να αντιπαρατεθεί αντικειμενικά από την άποψη της προς τα μπρος ανάπτυξης «μόνο ο πόλεμος ενάντια στην αστική τάξη». (B. I. Λένιν: «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»,σελ. 12-13)
Επίσης: «Εμείς, οι μαρξιστές, δεν συγκαταλεγόμαστε στους απόλυτους αντιπάλους κάθε πολέμου. Εμείς λέμε: σκοπός μας είναι να πετύχουμε το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα που, εξαλείφοντας τη διαίρεση της ανθρωπότητας σε τάξεις, εξαλείφοντας κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και έθνους από έθνος, θα εξαλείψει αναπόφευκτα κάθε δυνατότητα πολέμου γενικά». (Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», «Απαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 78)
Είναι γεγονός ότι είναι σχετικά πιο εύκολα κατανοητός ο άδικος, ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου από την εργατική τάξη της χώρας που επιτίθεται, αν και αυτό δεν εκφράστηκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως γίνεται πιο δύσκολα αντιληπτός για την εργατική τάξη της χώρας που δέχεται την επίθεση ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αφορά και τις δύο πλευρές. Δεν γίνεται κατανοητό ότι και ο επιτιθέμενος και ο αμυνόμενος διεξάγουν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αν π.χ. η Ελλάδα δεχτεί στρατιωτική επίθεση και εμπλακεί σε πόλεμο, η αστική τάξη της Ελλάδας θα ευθύνεται για την ιμπεριαλιστική επίθεση, γιατί αυτός ο πόλεμος θα αποτελέσει συνέχεια της πολιτικής συμμετοχής στο μοίρασμα των αγορών, των πηγών ενέργειας κλπ., της ενεργητικής συμμετοχής στις στρατιωτικές-πολιτικές συμμαχίες και επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που ακολουθούσε σε «ειρηνική περίοδο».
Συνεπώς το αν ένας πόλεμος είναι δίκαιος ή άδικος δε σχετίζεται με το αν είναι αμυντικός ή επιθετικός (με την κυριολεξία των όρων), αλλά με το ποιας πολιτικής συνέχεια αποτελεί: «Σαν να βρίσκεται η ουσία στο ποιος επιτέθηκε πρώτος, και όχι ποιες είναι οι αιτίες του πολέμου, οι σκοποί που ο πόλεμος βάζει μπροστά του και οι τάξεις που τον διεξάγουν». (Β. Ι. Λένιν: «Ανοιχτό γράμμα προς τον Μπόρις Σουβάριν», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 265)
Το επαναστατικό εργατικό κίνημα δεν είναι αδιάφορο στο ενδεχόμενο ξένης εισβολής ή κατοχής, δεν είναι αμέτοχο στην αντίσταση. Αντίθετα πρωτοστατεί στην εργατική λαϊκή πάλη, οργανώνοντας τη δική του ένοπλη δράση, ώστε η έξοδος από τον πόλεμο να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής εξουσίας. Εργατική τάξη και αστική τάξη πολεμούν σε διαφορετικά μετερίζια. Για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ο πόλεμος και η κατοχή είναι προέκταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, γέννημα της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Η εμπειρία από την πάλη ενάντια στη ναζιστική κατοχή την περίοδο 1941-1944 στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα κράτη φανερώνει ότι ήταν αναπόφευκτη η ένοπλη σύγκρουση στο πλαίσιο της αντικατοχικής πάλης ανάμεσα στο ένοπλο τμήμα της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα του χωριού και των πόλεων (ΕΛΑΣ) και των ένοπλων τμημάτων της αστικής τάξης, είτε αυτά συνεργάζονταν με τους Ναζί («Τάγματα Ασφαλείας», «Χ» κ.ά.) είτε τους πολεμούσαν (π.χ. ΕΔΕΣ, «Βασιλικός Ελληνικός Στρατός Μέσης Ανατολής»).

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΟΝ  ΠΟΛΕΜΟ

Οι συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου αποτελούν πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν συνθήματα όπως «ενιαία πατριωτική οργάνωση», «εθνική συμφιλίωση» κλπ. Σε αυτό συμβάλλουν και οι δυνάμεις του οπορτουνισμού. Έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι ο οπορτουνισμός πολιτεύεται με τη γραμμή «πρώτα η ειρήνη και μετά η ταξική πάλη», με αποτέλεσμα -όπως και στην ειρηνική περίοδο- να παραπέμπει την υπόθεση του σοσιαλισμού στο μακρινό μέλλον. Τον Νοέμβρη του 1914, ο Λένιν έλεγε: «Η υπεράσπιση της συνεργασίας των τάξεων, η άρνηση της ιδέας της σοσιαλιστικής επανάστασης … η προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό … η άρνηση της ταξικής άποψης και της ταξικής πάλης από φόβο μήπως απομακρυνθούν οι “πλατιές μάζες” … είναι αναμφισβήτητα οι ιδεολογικές βάσεις του οπορτουνισμού. Πάνω σ’ αυτές αναπτύχθηκαν οι σημερινές σοβινιστικές, πατριωτικές θέσεις της πλειοψηφίας των αρχηγών της ΙΙ Διεθνούς .[…] Το ζήτημα της πατρίδας -θα απαντήσουμε εμείς στους οπορτουνιστές- δεν μπορεί να το βάζει κανείς, αγνοώντας το συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα του δοσμένου πολέμου. Ο πόλεμος αυτός είναι ιμπεριαλιστικός … Οι οπορτουνιστές διαστρεβλώνουν αυτή την αλήθεια, γιατί εκείνο που είναι σωστό για την εποχή της εμφάνισης του καπιταλισμού το μεταφέρουν στην εποχή του τέλους του καπιταλισμού». (Β. Ι. Λένιν: «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 36-37)
Στις σημερινές συνθήκες τμήματα της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού, με τα διάφορα κηρύγματα για ξενόδουλες κυβερνήσεις, τις θέσεις περί «νέας κατοχής», περί ανάγκης για «νέο ΕΑΜ» σήμερα σε συνθήκες «ειρήνης», αντιστρέφουν τη σχέση αιτίας - αποτελέσματος, μολύνουν την εργατική συνείδηση, την αποπροσανατολίζουν στην κατεύθυνση του αστικού «πατριωτισμού», των αστικών αντιθέσεων για τις συμμαχίες τους κλπ. Με τον τρόπο αυτό αποκρύπτουν ή υποβαθμίζουν την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, παρά την όποια «επαναστατική» ρητορική. Τέτοια πολιτική αφήνει απροετοίμαστη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε τέτοιο ενδεχόμενο πολέμου. Συνοδεύεται πάντοτε από ηττοπαθείς θέσεις. «Αριθμητική αδυναμία; Αλλά από πότε οι επαναστάτες εξαρτούν την πολιτική τους από το γεγονός ότι αποτελούν πλειοψηφία ή μειοψηφία;». (Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με την τοποθέτηση του ζητήματος της υπεράσπισης της πατρίδας», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 223) Δίνει «αριστερό» άλλοθι στην κρατική καταστολή και τις διώξεις κομμουνιστών και επαναστατών εργατών με την κατηγορία της «εθνικής προδοσίας».
Πώς μπορεί άραγε να είναι επαναστατικός και ριζοσπαστικός ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο, κατά το Λένιν όχι «κούφια και χωρίς περιεχόμενο αναφώνηση […] όταν με τον αγώνα αυτόν δεν εξυπακούεται επαναστατική δράση κατά της κυβέρνησης και στη διάρκεια του πολέμου; Φτάνει να το σκεφτείς λιγάκι για να το καταλάβεις. Επαναστατική δράση όμως ενάντια στην κυβέρνησή σου στη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, αναμφισβήτητα, αναντίρρητα, όχι μόνο να εύχεσαι να ηττηθεί η κυβέρνησή σου, αλλά και να συμβάλλεις έμπρακτα σ’ αυτήν την ήττα». (Β. Ι. Λένιν: «Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 291)
Σε αυτή την περίπτωση οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να λειτουργήσουν οργανωμένα και πειθαρχημένα. Πρέπει να εμποδίσουν ενέργειες που στην πράξη θα βοηθούσαν τον ξένο ή εγχώριο ταξικό αντίπαλο, που θα λειτουργούσαν προβοκατόρικα απέναντι στο εργατικό κίνημα, δημιουργώντας όρους ενοχοποίησης και αποξένωσής του από τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ο Λένιν έλεγε χαρακτηριστικά «όχι σαμποτάζ του πολέμου, όχι μεμονωμένες, ατομικές εκδηλώσεις στο πνεύμα αυτό, αλλά μαζική προπαγάνδα (και όχι μόνο ανάμεσα στους πολίτες), που οδηγεί στη μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο». (Β. Ι. Λένιν: «Προς τον Α. Γκ. Σλιάπνικοφ», «Απαντα», τ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 13)
Είναι πολύ χαρακτηριστική η κριτική του Λένιν στους οπορτουνιστές: «Οι “κοινωνικοί” παπάδες και οι οπορτουνιστές είναι πάντα έτοιμοι να ονειροπολήσουν ένα μελλοντικό ειρηνικό σοσιαλισμό, αλλά διαφέρουν από τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, ακριβώς γιατί δεν θέλουν να σκέπτονται και να συλλογίζονται τη σκληρή ταξική πάλη και τους ταξικούς πολέμους για την πραγματοποίηση αυτού του θαυμάσιου μέλλοντος». (Β. Ι. Λένιν: «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 133 -134)

Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ το 1932 αναφέρεται: «Η θέση των Κομμουνιστών είναι ξεκαθαρισμένη: Έχουν αναγράψει στην πρώτη σελίδα του προγράμματός τους την πάλη κατά του πολέμου και την υπεράσπιση της Σοσιαλιστικής Πατρίδας των εργαζομένων. Κάτω απ’ αυτά τα κεντρικά συνθήματα δουλεύουν μέσα στις μάζες και τις οργανώνουν προκαταβολικά έχοντας καλά στο νου τους και προπαγανδίζοντας την ανάγκη της πάλης όχι απλώς για την αντίσταση ενάντια στο μακελειό όταν πια θα έχει ξεσπάσει αλλά για τη δημιουργία τέτοιου κινήματος που θα τείνει να τον προλάβει με την Προλεταριακή Επανάσταση. Ένα τέτοιο κίνημα που είναι δυνατό να παρεμποδίσει τη μπουρζουαζία τόσο στην προπαρασκευή όσο και στη διεξαγωγή του πολέμου, είναι χωρίς άλλο η αποφασιστική προϋπόθεση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πόλεμο για το γκρέμισμα του καπιταλισμού». (ΚΟΜΕΠ τ. 4/1932, «Πόλεμος και κομμουνιστές»)
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να παραμείνει σταθερό στην παραπάνω γραμμή, δεν την εξειδίκευσε κατά την έναρξη και εξέλιξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Δεν ακολουθήθηκε σταθερή γραμμή εναντίωσης σε κάθε μορφή αστικών κυβερνήσεων, όπως είχε αναδείξει ο Λένιν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τις διαφορετικές φάσεις προετοιμασίας του πολέμου, διαμόρφωσης των συμμαχιών μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών (π.χ. Σύμφωνο του Μονάχου 1938) και της στάσης των καπιταλιστικών κρατών απέναντι στην ΕΣΣΔ (π.χ. γαλλοσοβιετικό Σύμφωνο το 1935, Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροφ το 1939 κλπ.).
Το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935) έθεσε ως κεντρικό καθήκον όλων των ΚΚ την πάλη ενάντια στο φασισμό ως προϋπόθεση για την πάλη ενάντια στην απειλή νέου παγκόσμιου πολέμου, για την ειρήνη και την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Κάλεσε όλα τα ΚΚ να δυναμώσουν τις προσπάθειές τους για την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης με τη δημιουργία ενός Ενιαίου Εργατικού Μετώπου. Τάχθηκε υπέρ της «πολιτικής ενότητας» της εργατικής τάξης και έδωσε την κατεύθυνση σε κάθε χώρα να συγκροτηθεί «ένα ενιαίο» κόμμα του προλεταριάτου με τη συνένωση σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και μεμονωμένων οργανώσεων με τα ΚΚ.
Η γραμμή αυτή ουσιαστικά διατηρήθηκε σε όλη την προπολεμική περίοδο. Ωστόσο στο διάστημα 1939-1940 η Κομμουνιστική Διεθνής διαμόρφωσε γραμμή που ουσιαστικά χαρακτήριζε τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές και καλούσε στην πάλη για την ανατροπή των κυβερνήσεων που διεύθυναν τον πόλεμο. Σημείωνε χαρακτηριστικά η ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς: «Ο πόλεμος άλλαξε κατά τρόπο ριζικό την κατάσταση: η διάκριση των καπιταλιστικών κρατών σε φασιστικά και δημοκρατικά έχει πλέον απολέσει την προηγούμενη σημασία της. Κατόπιν αυτού είναι αναγκαία η αλλαγή τακτικής….(Ρωσικά Κρατικά Αρχεία, απ. 495, κ. 18, θ. 1292, φλ. 47-48)
Η γραμμή αυτή έγινε αποδεκτή με μούδιασμα και σύγχυση από μια σειρά σημαντικά ΚΚ (Βρετανίας, Βελγίου, ΗΠΑ, Καναδά, Γαλλίας κλπ.) Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η οδηγία της Κομμουνιστικής Διεθνούς με ημερομηνία 8 και 9 Σεπτέμβρη του 1939 καλούσε τους κομμουνιστές βουλευτές να μην επικυρώσουν τις στρατιωτικές πιστώσεις, οι Γάλλοι κομμουνιστές βουλευτές τις είχαν ήδη ψηφίσει στις 3 Σεπτέμβρη και μάλιστα ομόφωνα. Μάλιστα σε ορισμένα ΚΚ, όπως το Βρετανικό, προκάλεσε μεγάλη σύγκρουση στο εσωτερικό της ηγεσίας τους.
Μετά τη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ, στη βάση της συμμαχίας της ΕΣΣΔ με τα καπιταλιστικά κράτη (ΗΠΑ και Μ. Βρετανία) ενάντια στον Άξονα, υποχώρησε ολοκληρωτικά η γραμμή αντιμετώπισης του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού. Εκτιμήθηκε ότι άλλαξε ο χαρακτήρας του πολέμου, έγινε αντιφασιστικός και κυριάρχησε η γραμμή συμμαχίας των ΚΚ με αστικές αντικατοχικές δυνάμεις σε εθνικοαπελευθερωτικά, αντιφασιστικά μέτωπα. Όπως γίνεται κατανοητό, οι παραπάνω αποφάσεις εμπεριείχαν ταλαντεύσεις, αντιφάσεις και δημιουργούσαν συγχύσεις. Δεν ξεκαθάριζαν με τρόπο κατηγορηματικό την πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων για έξοδο από τον πόλεμο με την πάλη για την εργατική εξουσία, αδυνατούσαν να συνδυάσουν το καθήκον της πάλης για την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ απέναντι στη φασιστική-ιμπεριαλιστική επίθεση με την προοπτική της ανατροπής της αστικής εξουσίας στα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη.
Αυτή η πολιτική γραμμή οδήγησε στην ένταξη του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο των Συμμαχικών δυνάμεων της Μ. Ανατολής (1943), στις απαράδεκτες συμφωνίες της Καζέρτας και του Λιβάνου (1944) και αργότερα της Βάρκιζας (1945) με τις γνωστές συνέπειες.
Στην απόφαση του 18ου Συνέδριου (2009) γίνεται εκτίμηση για τη στάση των Κομμουνιστικών κομμάτων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Στην καπιταλιστική Δύση τα KK δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. H στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος .. (δεν περιέλαβε) .. στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας … H έλλειψη τέτοιας στρατηγικής σε KK δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, λόγω της στρατιωτικής παρουσίας των αμερικανικών και βρετανικών στρατευμάτων … Τα KK οφείλουν να διαμορφώνουν τη στρατηγική τους ανεξάρτητα από το συσχετισμό δύναμης» (Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ «Για το σοσιαλισμό», Φλεβάρης 2009)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΤΙΚΑ

Στις συνθήκες ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου η πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το κόμμα της, έχει καθήκον να αναδείξει την ανάγκη της ταξικής ενότητας των εργατών, της συμμαχίας με λαϊκές δυνάμεις, τη διεθνιστική διάσταση της εργατικής τάξης και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτή. Η στάση απέναντι στον πόλεμο είναι στάση απέναντι στην ταξική πάλη και τη σοσιαλιστική επανάσταση, πάλη για τη μετατροπή αυτού του πολέμου σε ένοπλη ταξική πάλη, το «μοναδικό απελευθερωτικό πόλεμο», όπως τον χαρακτήριζε ο Λένιν. Σε ένα τέτοιο πόλεμο η συνεννόηση, τα κοινά συνθήματα και η κοινή δράση με το επαναστατικό κίνημα άλλων χωρών αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για την προοπτική εκδήλωσης και νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε περισσότερες χώρες.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αξιοποιεί όλους τους τρόπους δουλειάς, νόμιμους και παράνομους, πρωτοστατεί ώστε η εργατική τάξη να συγκροτήσει δικό της κέντρο οργάνωσης του αγώνα με σκοπό την έξοδο από τον πόλεμο, με κατάκτηση της δικής της εξουσίας.
Η πείρα των δύο παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πολέμων, αλλά και η πιο σύγχρονη πείρα, αναδεικνύει ότι με το ξεκίνημα των εχθροπραξιών και στο πρώτο διάστημα του πολέμου η αστική τάξη με τα συνθήματα και την προπαγάνδα της επιδιώκει να επηρεάσει και να πάρει με το μέρος της μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και λαϊκών στρωμάτων, να δημιουργήσει «εθνική ανάταση».
Είναι σίγουρο ότι θα εκδηλωθεί δυσκολία να υιοθετηθεί από την αρχή η επαναστατική γραμμή. Ακόμα και στο κόμμα των μπολσεβίκων εκφράστηκαν ταλαντεύσεις μετά την επανάσταση του Φλεβάρη σχετικά με το χαρακτήρα του συνεχιζόμενου πολέμου από την πλευρά της αστικής Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης.
Σε αυτές τις συνθήκες η ιδεολογική-πολιτική δράση των κομμουνιστών, η παρέμβασή τους στις μάζες στοχεύει στην επαναστατικοποίηση τους. Όπως έχει αποδείξει η ιστορική πείρα, ιμπεριαλιστικός πόλεμος σημαίνει διάσπαση στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, που διευκολύνει την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, διασαλεύει τους αστικούς θεσμούς και τη δυνατότητά τους να χειραγωγούν και να καταστέλλουν, ενώ απελευθερώνονται οι αγωνιστικές διαθέσεις των μαζών. Το επαναστατικό κίνημα πρέπει ευθύς εξαρχής να έχει μέτωπο στον ανοιχτό ή συγκαλυμμένο οπορτουνισμό.
Από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμη την επίσημη έναρξη εχθροπραξιών, οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει:
Να ενημερώσουν το λαό και να τον καλέσουν σε ετοιμότητα
Να αποκαλύψουν πλατιά τις συνέπειες για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα από τη συμμετοχή στον πόλεμο
Να θέσουν το ζήτημα της αποχώρησης της Ελλάδας από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες
Να αναδείξουν το χαρακτήρα του πολέμου ως σφαγής των λαών για τα συμφέροντα των μονοπωλίων
Να φανεί ότι οι ίδιοι που κλέβουν τον ιδρώτα της εργατικής τάξης σε συνθήκες «ειρήνης», τη στέλνουν στο πόλεμο να σκοτωθεί για τα συμφέροντά τους
Να απορρίψουν και να καταγγείλουν κάθε προσπάθεια να «νομιμοποιηθούν» μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες οι επιλογές της αστικής τάξης
Να ανοίξει μέτωπο στις αλυτρωτικές και εθνικιστικές κορώνες, να απομονωθούν, φασιστικές και μη, εθνικιστικές επιρροές.
Κανένας αγώνας δεν μπορεί να διεξαχθεί σοβαρά χωρίς να εξασφαλιστούν στοιχειώδεις συνθήκες της λαϊκής επιβίωσης, η σίτιση, η υγειονομική περίθαλψη, η συνέχιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Βάση ήταν ο λαϊκός έλεγχος στην παραγωγή (εργοστάσια, αγροτική παραγωγή), στη συγκέντρωση των προϊόντων, ιδιαίτερα λαϊκής κατανάλωσης (τρόφιμα, φάρμακα κλπ.), στις υποδομές. Το Κόμμα μας και το κίνημα στην Ελλάδα έχει τέτοια ιστορική παρακαταθήκη από τη δράση του στις περιοχές της Ελλάδας που απελευθέρωνε ο ΕΛΑΣ-ΕΑΜ από την Κατοχή και κατά τη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ. Αξιοποιώντας αυτή την πείρα το Κόμμα μας έχει εκτιμήσει στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου ότι οι θεσμοί που θα εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της επαναστατικής πάλης θα αποτελέσουν τα έμβρυα της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Το κύριο είναι 
η σταθερότητα στο στρατηγικό στόχο, 
η ικανότητα στην οργάνωση και διεξαγωγή της πάλης σε κάθε φάση, 
η ευελιξία και η αντοχή στα ζιγκ-ζαγκ της πορείας της ταξικής πάλης, 
η ικανότητα κατάλληλου συνδυασμού όλων των μορφών πάλης, όλων των μέσων, ανάλογα με την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων, εσωτερικά, περιφερειακά, διεθνώς.

(Κείμενο με βάση το Άρθρο στην ΚΟΜ.ΕΠ. Νο 6 του 2012 «Ο Λένιν για τον πόλεμο και η στάση των κομμουνιστών»

Καρλ Μαρξ

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων».