Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Οι φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα στον μεσοπόλεμο και την κατοχή

Μέρος Α


Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αρχές του 1930 θεωρείται και είναι ουσιαστικά η ακμή της μεγάλης σύγκρουσης των ιδεολογικών ρευμάτων στην Ευρώπη, όταν δημιουργήθηκαν πολιτικά κινήματα με τοποθετήσεις, για να αντιπαραταχθούν στον κομμουνισμό και τον κοινοβουλευτισμό. 

Κανένα όμως από αυτά τα κινήματα -εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν απέκτησε σημαντική επιρροή και εκπροσώπηση στα κοινοβούλια. Τα περισσότερα κυμαίνονταν από άκρατο συντηρητισμό και εθνικισμό μέχρι έναν πολύ λαϊκίστικο συντεχνιακό σοσιαλισμό. Διακήρυτταν τη ρήξη με το παλαιό καθεστώς, την αδικία και την πλουτοκρατία, ενώ επιζητούσαν την ανάπτυξη της εθνικής ψυχής μέσα σε ένα ομογενοποιημένο φυλετικό κράτος.

Τα πιο πολλά είχαν ως πρότυπο τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, αλλά κατά γενική ομολογία ποτέ δεν κατάφεραν να μετουσιώσουν τη δύναμη και τη δομή, τη φιλοσοφία και τη λειτουργικότητα τους.
Στην Ελλάδα την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και έδρασαν εθνικιστικές οργανώσεις με πατριωτικά και φιλολαϊκά κίνητρα, αλλά αρκετά συχνά με συγκεχυμένο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο.

Αυτά που μπορούν να διαπιστωθούν για το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου είναι τα εξής:

α) Οι περισσότερες κινήσεις παρουσιάστηκαν με σημείο εκκίνησης τον αντικομμουνισμό και τον αντισημιτισμό στις αρχές του 1930.
 

β) Δεν εμφανίστηκε καμία αυθύπαρκτη πολιτική κίνηση με δικά της ιδιαίτερα γνωρίσματα και δική της φιλοσοφία. Δεν υπήρξε καν ένα ιδεολογικό εγχειρίδιο με καταστατικές πολιτικές αρχές, εκτός από τις συνηθισμένες προκηρύξεις και διακηρύξεις.

γ) Όλα σχεδόν τα ελληνικά πολιτικά κινήματα έκλιναν και προς τον φασισμό και προς τον εθνικοσοσιαλισμό, προσπάθησαν δε χωρίς εξαιρέσεις να τους μιμηθούν.

Ακόμα πρέπει να υπογραμμισθούν και τα εξής: Καμία από τις εθνικιστικές οργανώσεις δεν απέκτησε σημαντικό λαϊκό έρεισμα. Είτε έλειψαν οι προϋποθέσεις, είτε τα κατάλληλα πρόσωπα. Στην Ελλάδα κάθε τέτοια κίνηση ξεκινούσε αρχικά ως ελπιδοφόρα προσπάθεια, για να καταλήξει στα ίδια πρόσωπα και τους ίδιους μηχανισμούς που τη σχημάτιζαν αρχικά. Ίσως βέβαια να φταίει το γεγονός ότι ο χώρος αυτός από την πρώτη στιγμή πρακτορεύτηκε, καθοδηγήθηκε και τέλος κυριεύθηκε από τις εγχώριες υπηρεσίες ασφαλείας, ενώ για πολλά χρόνια υπήρχε στα μέλη η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο στρατός και η αστυνομία ήταν "δικοί μας", μια εντύπωση που υπήρξε τόσο αφελής όσο και καταστροφική για το εθνικιστικό κίνημα.
 

Το μεγάλο όμως λάθος για τον ελληνικό εθνικισμό ήταν ότι στηρίχθηκε σε ξένα ιδεολογικά πρότυπα λαών με διαφορετική νοοτροπία και ψυχοσύνθεση. Όπως έγραψε ένας από τους μέντορες του ελληνικού εθνικιστικού κινήματος, ο Σπ. Σταυρόπουλος: "...το ελληνικόν πρότυπον του ελληνικού εθνικισμού δεν υπηρετήθηκε ουσιαστικώς διότι δεν υπήρξε. Διότι κανείς δεν εσκέφθη ως Έλλην αλλά ως συρόμενος οπαδός των πάσης μορφής δυτικοευρωπαϊκών προτύπων ή σημερινών κινημάτων, κινήσεων, κομμάτων...". Σε τελική ανάλυση τα ελληνικά εθνικιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου δεν κατόρθωσαν να εμφανιστούν ποτέ ενωμένα και δεν κατάφεραν να οργανωθούν σε ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης.
 
Ο Γερμανός πρεσβευτής Αϊζενλόρ σε μια αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών του (9 Μαΐου 1934) επεσήμανε με μοναδική σαφήνεια ότι «οι αντικομμουνιστικές, φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές ελληνικές οργανώσεις είναι κατακερματισμένες και η ανάπτυξή τους εμποδίζεται από τη φυσική απειθαρχία του λαϊκού χαρακτήρα την τάση να λένε πολλά λόγια και την αντίθεση προς δυναμικής μορφής δράση. Ο ελληνικός λαός είναι πατριώτης αλλά το κράτος και η ανάγκη να προσφέρει οποιαδήποτε θυσία για το κράτος του είναι, ως ιδέες, ξένα. Η πολιτική θεωρείται τελείως είτε ως αυτοσκοπός είτε ως μέσον για την ικανοποίηση υλικών συμφερόντων». 

Δύο χρόνια αργότερα ο βρετανός πρεσβευτής Γουώτερλυ έγραψε κάτι ανάλογο. « Η φύση του ελληνικού χαρακτήρα είναι τέτοια, ώστε κανένας δεν είναι πιθανό να ευχαριστηθεί με τη δικτατορία, ακόμη και αν φέρει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική ευημερία» (από Βρετανική πρεσβεία προς Ήντεν, 7 Αυγούστου 1936).
 

Οι απόψεις των δύο Ευρωπαίων διπλωματών, αντίθετων μάλιστα πολιτειακών συστημάτων, που δείχνουν ότι συλλάβει την ελληνική ιδιοσυγκρασία, δεν διαφέρουν καθόλου από τα αξίωμα του στρατηγού Κονδύλη που έλεγε πως «ο Έλληνας περισσότερο αναρχίζει παρά υπακούει».

Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Νίκος Καρράς στο βιβλίο του «Ιωάννης Μεταξάς», «… στον απόηχο της ήττας του ΄22, ο έμφυτος πατριωτισμός των Ελλήνων δεν συνεβάδιζε απαραίτητα με την πειθαρχία, τον δυναμισμό και τη διάθεση για θυσίες, ώστε να εκδηλωθεί επαναστατικό εθνικό κίνημα αντιδρώντας στα κακώς κείμενα και το κατεστημένο των δύο γερασμένων πολιτικών παρατάξεων …».



ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ - ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

Την άνοιξη του 1927 εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη προκηρύξεις με αντικομμουνιστικό και αντισημιτικό περιεχόμενο, με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί η τοπική κομμουνιστική οργάνωση και το εβραϊκό στοιχείο της πόλης.
"Σήμερον εκυκλοφόρησαν", έγραφε μια αναφορά ενός πληροφοριοδότη της αστυνομίας, "αι Αντικομμουνιστικαί προκηρύξεις. Λόγω τούτου οι Κομμουνισταί εξημένηοαν και ετοιμάζουν επίθεσιν κατά του εν λόγω Συλλόγου (σ.σ. εννοεί τον Πατριωτικό Σύνδεσμο "Παύλος Μελάς") μετά την ανακάλυψιν του υπ'αυτών".

Πραγματικά, στις 2 Απριλίου 1927 τοιχοκολλήθηκαν σε πολλά σημεία της συμπρωτεύουσας προκηρύξεις με τίτλο "Οι Εβραίοι και ο Κομμουνισμός". Περιείχαν κατηγορίες για συνωμοσία της Μόσχας με όργανα τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και προτροπές για εκδίωξη της μειονότητας από την Ελλάδα. Η ισραηλιτική κοινότητα διαμαρτυρήθηκε τότε έντονα στον γενικό διοικητή, όπως άλλωστε έπραξε και ο γενικός γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, I. Αρβανιτάκης. Ο Ισραηλίτης μάλιστα βουλευτής Ζακ Βεντούρα έφερε το θέμα στη Βουλή στις 4/4/1927, όπου με την ευκαιρία ζήτησε να ληφθούν μέτρα κατά της δραστηριότητας των αντιεβραϊκών στοιχείων (βλ. εφημερίδες "Μακεδονία" 3/4/1927, "Ριζοσπάστης" 13/4/1927, "Εφημερίδα των Βαλκανίων" 4/4/1927 και το βιβλίο "Ο χαφιές" του Αλέξ. Δάγκα).

Μέχρι το 1928 ιδρύθηκαν μόνο στη Θεσσαλονίκη δέκα περίπου σύλλογοι με αντικομμουνιστικούς κυρίως σκοπούς. Αμέσως μετά τη σύσταση τους επιχείρησαν να γίνουν γνωστοί στη βόρεια Ελλάδα με καταχωρήσεις στον τοπικό Τύπο, ενώ στο ευρύ κοινό παρέμειναν μάλλον άγνωστοι.

Χρονικά η πρώτη εθνικιστική αντικομμουνιστική οργάνωση στη Μακεδονία ήταν η "Λεγεώνα Εθνικής Σωτηρίας" το 1926. Ακολούθησε η "Εθνική Ένωσης Ελλάς" (ΕΕΕ) το 1927, που ήταν και αντισημιτική, η αντικομμουνιστική ένωση "Πατρίς" και στην Αθήνα η "Ένωσης Ελλήνων Φασιστών".

ΕΝΩΣΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΑΣΙΣΤΩΝ

Η πρώτη ουσιαστική κίνηση στον χώρο του ελληνικού φασισμού ήταν η δημιουργία της "Ένωσης Ελλήνων Φασιστών" από τον Θεόδωρο Υψηλάντη, γόνο της ιστορικής οικογένειας του '21. Η οργάνωση χρονικά συστάθηκε λίγο καιρό μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Μουσολίνι στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1922, στο πολιτικό όμως προσκήνιο εμφανίστηκε μόλις τον Μάρτιο του 1928, όταν ο αρχηγός της οργάνωσης με μια προκήρυξη "...προς τους φασίστας απάσης της Ελλάδος...", καλούσε τον ελληνικό λαό να πυκνώσει τις τάξεις της Ένωσης Ελλήνων Φασιστών.

Η προκήρυξη άρχιζε ως εξής:

«Φασίσται,
 

Η προκήρυξη, αφού κάνει λόγο για την κοινοβουλευτική διαφθορά και τις αντεθνικές θέσεις των κομμουνιστών, συνεχίζει στον ίδιο τόνο: « Ή Φασιστική ιδεολογία περικλείει εν εαυτή την Ενωσιν, την Πειθαρχίαν και την Εργασίαν. Δηλαδή την βαθείαν πίστιν και την ζωτικήν εκείνην ενέργειαν, η οποία συμπίπτει με το καθήκον του πολίτου προς πραγμάτωσιν της ευημερίας και της ισχύος της πατρίδος του, ενέργειαν ήτις συνεπάγεται την κατάπαυσιν των εμφυλίων διαμαχών, την συναδέλφωσιν του λαού και την κοινήν συνεργασίαν δια την ανάνηψιν του Έθνους από του λήθαργου και του μαρασμού».

Η οργάνωση των Ελλήνων Φασιστών έμεινε τελικά στα σπάργανα, αφού δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει μαζική και να συγκεντρώσει κόσμο. Ο Υψηλάντης, ο οποίος κατά την τριετία 1914-1917 υπηρετούσε ως σταυλάρχης στα βασιλικά ανάκτορα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ανέλαβε τη διοίκηση μιας ελληνογερμανικής εμπορικής εταιρίας. Πέθανε το 1943 και η τότε κατοχική κυβέρνηση απένειμε στη χήρα του ισόβια σύνταξη, που αργότερα (το 1946) και η κυβέρνηση Σοφούλη επικύρωσε.




Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΖΙΚΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΕΛΛΑΣ (ΕΕΕ)



Τα Τρία Εψιλον, όπως λεγόταν χαρακτηριστικά η οργάνωση, εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1927 με στόχο την "άμυνα του Εθνους" απέναντι στον κομμουνισμό και σε όλα εκείνα τα αλλότρια ρεύματα στα οποία χρέωναν την ευθύνη για την οικονομική και την ηθική κρίση που μάστιζε την ελληνική κοινωνία.

Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε έντονη η παρουσία του εβραϊκού στοιχείου (περίπου 60.000 Εβραίοι κατοικούσαν τότε στη συμπρωτεύουσα). Τα Τρία Εψιλον πήραν από την αρχή ξεκάθαρη αντισημιτική θέση που τη συνδύαζαν με τον αντικοι-νοβουλευτισμό και τον αντικομμουνισμό. Στους βασικούς ακόμα εχθρούς συγκαταλεγόταν ο ταξικός συνδικαλισμός και τα υπάρχοντα κόμματα. Αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο έμπορος Γ Κοσμίδης, με γραμματέα τον τραπεζικό Δ. Χαριτόπουλο. Τα 
γραφεία της ΕΕΕ βρίσκονταν στην οδό Πανταζίδου 8.
Οι "Τριεψιλίτες", όπως αυτοαποκαλούντο τα μέλη της ΕΕΕ, είχαν υιοθετήσει ως έμβλημα τον δικέφαλο αετό και οραματίζονταν την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Φορούσαν κίτρινα πουκάμισα και μαύρες μπότες για να τονίσουν τη βυζαντι-νοελληνική προέλευση, χαλύβδινα κράνη και κρατούσαν γκλομπ, ενώ πίστευαν στην ανωτερότητα και την καθαρότητα της ελληνικής φυλής.

Τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης ήταν νεαρής ηλικίας και προέρχονταν στην πλειονότητα τους από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων, τα οποία είχαν στερηθεί σε μεγάλο βαθμό οποιαδήποτε μορφή κρατικής πρόνοιας από τη σχεδόν ανύπαρκτη της ελληνικής μεσοπολεμικής πολιτείας.
Αρχικά το κάλεσμα των Τριών Έψιλον δεν βρήκε την ανταπόκριση που η ηγεσία επιθυμούσε. Σταδιακά, όμως, οι μαζικές επιδείξεις δύναμης με τις παρελάσεις συγκροτημένων τμημάτων, οι εξορμήσεις στην επαρχία, αλλά κυρίως η οικονομική κρίση και οι αντιθέσεις ανάμεσα στον ντόπιο 
πληθυσμό και στο εβραϊκό στοιχείο, κατέστησαν την οργάνωση εξαιρετικά δημοφιλή στους Θεσσαλονικείς.

Η καθοριστική αρχή για την ανάπτυξη της ΕΕΕ έγινε τον Ιούνιο του 1931. Με αφορμή την αποκάλυψη της συμμετοχής αντιπροσώπου της εβραϊκής οργάνωσης "Μακάμπη" σε συνέδριο της Μακεδονικής Επιτροπής στη Σόφια τον Αύγουστο του 1930, όπου υιοθετήθηκε η ιδέα της αυτονόμησης της Μακεδονίας, η Εθνική Παμφοιτητική Ενωση (ΕΠΕ) της Θεσσαλονίκης, που λειτουργούσε ως αντίβαρο στην εξαπλούμενη δράση των κομμουνιστών στα Πανεπιστήμια, κυκλοφόρησε φυλλάδια με τα οποία καλούσε τους Θεσσαλονικείς να μποϋκοτάρουν τους Εβραίους της πόλης παρουσιάζοντας τους ως ξένα στοιχεία με κερδοσκοπικά ενδιαφέροντα και αντεθνική δράση, αφού συνεργάζονταν με τους κομμουνιστές και με Βούλγαρους κομιτατζήδες.

Στις 25 Ιουνίου η εφημερίδα "Μακεδονία" δημοσίευσε ανακοίνωση της ΕΠΕ η οποία αιτιολογούσε τους λόγους της αντισημιτικής κίνησης:
Ή αναστάτωσις... οφείλεται εις την συσσώρευσοιν, επί έτη, της αγανακτήσεως της ελληνικής ψυχής λόγω της ανήκουστου διαγωγής των Εβραίων…
Τους καλούμεν να γίνουν καλοί Έλληνες πολίται απορρίπτοντες τον εβραϊκόν ψευτοεθνισμό ο οποίος κατά δηλώσεις ομοφύλου των κοινωνιολόγου εκ Ζυρίχης τους άγει εις την καταστροφήν.

Καλούμεν τους συμπολίτες Εβραίους να παύσουν πάσαν κίνησην εναντίον των μελών της Ενώσεως μας διότι ούτως αυτοί πρώτοι προκαλούν τας σκηνός και τα επεισόδια των οποίων την ευθύνην φέρουν ακεραίαν και να διαλύσουν τη Μακαμπή.
 
Παράλληλα ο Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση και τον Τύπο: "Οργανώσεις ημών διατελούσαι εν αναστατώσει και κατάπληκτοι προ αποκα-λυφθειαών προδοτικών αντεθνικών ενεργειών Μακαμπή, εξαιτούνται άμεαον διάλυσιν ταύτης και απέλααιν οργάνων διοικήσεως. Εις περίπτωσιν συνταγματικής ή νομικής αδυναμίας ήμεθα ηναγκασμένοι να εφαρμόσωμεν άγραφους νόμους και σύνταγμα προστασίας ελληνικής Μακεδονίας επιβάλλοντες αυτόματον διάλυσιν Μακαμπή και αναγκάζοντες θρασύδειλα όργανα ταύτης μεταβώσι πάραυτα συνάντησην « αρκουδιαρέων αυτονομιστών» (εφημ. "Μακεδόνικα Νέα", 25/6/1931).

Το απόγευμα της 24ης Ιουνίου εθνικιστές φοιτητές μέλη της ΕΠΕ, πέταξαν προκηρύξεις στα εβραϊκά καταστήματα της συμπρωτεύουσας. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αντέδρασαν και συνεπλάκησαν με τους φοιτητές στην περιοχή του Βαρδάρη, στην Ερμού, στη Βενιζέλου και αλλού. Δύο μέλη της ΕΠΕ, ο Εύθυμης Καρπαθούσης και ο Βασίλης Σκουβαλής, συνελήφθησαν από την αστυνομία αλλά αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι μετά από παρέμβαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΠΕ.

Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον αστυνόμο Γαβριλάκη και τον διαμερισματάρχη Γιουλούντρα, κατέλαβαν τα επίκαιρα σημεία της πόλης για να αποτρέψουν την κλιμάκωση των επεισοδίων. Στο γνωστό ζαχαροπλαστείο του Φλόκα απαγόρευσαν στα μέλη της ΕΠΕ να μοιράσουν προκηρύξεις, ενώ ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Βογιατζίδης ανέκρινε τους φοιτητές που συμμετείχαν στη διανομή των 
φυλλαδίων. Οι Εβραίοι προσπάθησαν να σταματήσουν την κυκλοφορία των προκηρύξεων και νέοι της Μακαμπή συγκρούστηκαν με φοιτητές και εθνικιστές των Τρία Εψιλον που έσπευσαν να επωφεληθούν από την κατάσταση.

Μόλις ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Στυλιανός Γονατάς πληροφορήθηκε τα επεισόδια, διέταξε την κατάσχεση των φυλλαδίων και τη σύλληψη των πρωταιτίων. Εντούτοις, ένα μανιασμένο πλήθος από χαλυβδόκρανους και άλλους εθνικιστές διαδήλωσε την πρόθεση του να συνεχίσει τον αγώνα, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει τη συμπαράσταση των περισσότερων φορέων της πόλης.
Τη νύκτα της 25ης Ιουνίου ένας φανατισμένος όχλος από 200 άνδρες της ΕΠΕ, της ΕΕΕ και εφέδρων αξιωματικών, επιτέθηκε στα γραφεία της Μακαμπή που βρίσκονταν στη διασταύρωση των οδών Καραϊσκάκη και Πραξιτέλους. Μέσα στα γραφεία της εβραϊκής οργάνωσης βρισκόταν ο πρόεδρος της Μακαμπή Αλμπέρτος Κοέν, ο αντιπρόεδρος Ζακ Ερρέρα, ο γενικός γραμματέας Σιακή Σαλώμ και δέκα ακόμα άτομα. Οι επιτιθέμενοι, αφού εκραύγασαν διάφορες κατηγορίες και συνθήματα όπως "εργάζεσθε προδοτικώς και ήλθαμε να εκδικηθούμε", άρχισαν να σπάζουν πόρτες, γραφεία και παράθυρα. Ο εμπρησμός του οικήματος αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή από διερχόμενους αστυφύλακες του 2ου Αστυνομικού Τμήματος, ενώ συνελήφθηκαν δύο εθνικιστές εργάτες, οι Νικ. Γιαγκάς και Αριστείδης Αποστόλου, που έλαβαν μέρος στα επεισόδια.

Την επόμενη μέρα και ενώ ο Γονατάς καλούσε τα προεδρεία της ΕΠΕ, της ΕΕΕ, των Εθνικών Λεγεώνων και των εφέδρων αξιωματικών για να τους κάνει συστάσεις, τα γραφεία της ΕΠΕ κατακλύσθηκαν από συγχαρητήρια τηλεγραφήματα ανωνύμων πολιτών και παραρτημάτων εθνικών οργανώσεων από τις επαρχιακές πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, Κοζάνη, Κατερίνη, Δράμα, Ξυνό Νερό κ.ά.

Κατά τη διάρκεια των ταραχών τραυματίστηκε ο αντιπρόεδρος της Μακαμπή Ζακ Ερρέρα. Αμέσως μετά μια επιτροπή της εβραϊκής κοινότητας ζήτησε από τον αστυνομικό διευθυντή Καλοχριστιανάκη την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων ασφαλείας, ενώ διαμαρτυρήθηκε έντονα στον γενικό διοικητή.
 

Ο Γονατάς, γνωστός από τη συμμετοχή του στο κίνημα του 1922 με τους Κονδύλη, Πάγκαλο και Πλαστήρα, είχε τη φήμη του σκληρού και άμεμπτου αξιωματικού. Αρνήθηκε να κηρύξει στρατιωτικό νόμο επειδή κάτι τέτοιο, όπως δήλωσε τότε στη "Νέα Αλήθεια", "...θα επέφερε περιορισμόν της νυκτερινής κινήσεως εις βλάβην όλων των κινηματογράφων και θα επαύξανε την οικονομικήν κρίσιν...". Στις 29 Ιουνίου στην πόλη επικρατούσε γενικός αναβρασμός. Μια ομάδα χριστιανών δέχθηκε επίθεση στον εβραϊκό συνοικισμό Χαριλάου αρ. 6 από Εβραίους οπλισμένους με λοστούς και ρόπαλα. Πέντε άτομα τραυματίστηκαν, οι περισσότεροι χριστιανοί, ενώ διάχυτος υπήρχε ο φόβος για περαιτέρω ταραχές.

Τα πρώτα μαζικά πογκρόμ ενάντια στην εβραϊκή κοινότητα

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ένα ετερόκλητο πλήθος από 150-200 άτομα κατευθύνθηκε προς τον εβραϊκό συνοικισμό κοντά στην προσφυγική συνοικία της Τούμπας με πρόθεση να τον πυρπολήσει, αλλά λίγο πριν φθάσει στον προορισμό του η αστυνομία το σταμάτησε. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τον συνοικισμό του Κάμπελ ενισχυμένο από 1.500-2.000 πολίτες από τις προσφυγικές συνοικίες. Λίγη ώρα πριν από τα μεσάνυκτα εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον συνοικισμό. Πρώτα κάηκε το παντοπωλείο του Γιοσέ Βρέζια, μετά το παράπηγμα του Σαλαμών Βεντούρα.
 
Ακολούθησε η συναγωγή, το σχολείο του συνοικισμού, ένα φαρμακείο, το σπίτι του ραβίνου και ιατρού του Κάμπελ. Μηχαήλ Πέσσα. Η φωτιά επεκτάθηκε και στα άκρα του συνοικισμού, στα αποκαλούμενα "Καναρίνια". Ο πανικός που προκλήθηκε κατέστησε το έργο της κατάσβεσης πολύ δύσκολο, με αποτέλεσμα να αποτεφρωθούν τελικά 20 σπίτια και να μείνουν άστεγοι περίπου 100 Εδραίοι, στην πλειοψηφία τους φτωχοί βιοπαλαιστές. Το προεδρείο της Μακαμπή κατήγγειλε αργότερα ότι ανάμεσα στους "εμπρηστές" υπήρχαν νέοι των Τρία Εψιλον, της Αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Μακεδονίας-Θράκης και πρόσφυγες των συνοικισμών Τούμπας, Καλαμαριάς και Σέδες.
Κατά τις επόμενες ημέρες τα επεισόδια μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων γενικεύθηκαν με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο επιβολής στρατιωτικού νόμου να τεθεί εκ νέου. Οι στρατιωτικές αρχές και ο γενικός διοικητής όμως ήταν αντίθετοι, θεωρώντας ότι το μέτρο αυτό θα όξυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Τελικά στις 2 Ιουλίου η αναστάτωση που προκλήθηκε εκτονώθηκε και η γενική διοίκηση διέθεσε το ποσό των 500.000 δρχ. για την αποκατάσταση των ζημιών. Παράλληλα οι αρχές της πόλης έκαναν έκκληση στους Εβραίους να επιστρέψουν στις εστίες τους.

Η ισραηλιτική κοινότητα με ανακοινώσεις στον τοπικό Τύπο απάλλαξε τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της συμπρωτεύουσας από τις όποιες ευθύνες καταλογίσθηκαν σε αυτές. Ωστόσο αργότερα ο Γονατάς κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός για τον εμπρησμό του συνοικισμού. Λίγο μετά απομακρύνθηκε από τη γενική διοίκηση Μακεδονίας και ανέλαβε την προεδρία της Γερουσίας στην Αθήνα. Ο συνοικισμός Κάμπελ μετονομάσθηκε σε συνοικισμό Στυλιανού Γονατά και αυτό αποδίδεται στην επιρροή που ασκούσε η ΕΕΕ στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης.

Η συνέχεια υπήρξε ακόμα πιο εντυπωσιακή για την οργάνωση. Οι βίαιες εκδηλώσεις κατά των Εβραίων και ο αντικομμουνιστικός της αγώνας θα ενταθούν, με αποτέλεσμα να αποκτήσει τη συμπαράσταση και την οικονομική ενίσχυση πολλών κρατικών φορέων. Σε επιστολή του στις 8/2/1932 προς τον Φίλιππο Δραγούμη, πολιτευτή της βόρειας Ελλάδας, ο διευθυντής των παραρτημάτων της ΕΕΕ Αναστάσιος Νταλίπης αναφέρει: "...διάφορα κονδύλια εψήφισαν ο Δήμος Θεσσαλονίκης, το Υπουργείο Προνοίας και αι Τράπεζαι Εθνική και Εκδοτική".
Τον Απρίλιο του 1932, στη δίκη για τη πυρπόληση του Καμπελ, ο συνήγορος της ΕΕΕ με αρκετή δόση αυταρέσκειας δηλώνει πως αν "πριν από το Κάμπελ η ΕΕΕ είχε 12 παραρτήματα και 3.000 μέλη, τώρα έχει 27 παραρτήματα και 7.000 μέλη".

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (πορεία προς τη Ρώμη)


Μέσα στη συγκεχυμένη πολιτική κατάσταση της δεκαετίας του '30 οι "Τριεψιλίτες" επιχείρησαν, κατά το πρότυπο της πορείας του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, να οργανώσουν μια ανάλογη πορεία προς την Αθήνα. Την Κυριακή 18 Ιουνίου 1933 συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη όλοι οι τομεάρχες και οι επικεφαλής των Παλαιών Αξιωματικών, για να λάβουν τις σχετικές οδηγίες για την κάθοδο τους στην πρωτεύουσα.
 
 

Στις 20 Ιουνίου διανεμήθηκε στον τοπικό Τύπο το ακόλουθο ανακοινωθέν των μελών της "Τρία Έψιλον": "Ανακοινούται ότι η από μηνών  κάθοδος των μελών της ΕΕΕ Θεσσαλονίκης μετά αντιπροσωπειών των απανταχού της Ελλάδος παραρτημάτων αυτής, πραγματοποιείται οριστικώς το εσπέρας του προσεχούς Σαββάτου 24ην τρέχοντος, με επιστροφήν την πρωίαν της Τρίτης, 27η Ιουνίου. Δια της καθόδου ταύτης, ήτις πρόκειται να προσλάβη τον χαρακτήρα Πανελληνίου Εθνικού συναγερμού, εκπληρούται η ζωηρά επιθυμία της ΕΕΕ όπως τρανωσουν την ευγνωμοσύνη αυτών προς τους αφανείς εργάτας του μεγαλείου της ελληνικής πατρίδος δια της στέψεως του Ηρώου αυτών (σ.σ. εννοεί το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη). Πάσα αντίθετος διάδοσις οποθενδήποτε προερχομένη είτε περί τον χρόνο της μεταβάσεως και επιστροφής ή τον σκοπόν της καθόδου, είναι ανακριβής.
Το Ανώτατον Διοικητικόν Συμβούλιον της ΕΕΕ". 
Στην πραγματικότητα, πέρα από τη "Μουσολίνική" πορεία που επιχείρησαν τα Τρία Έψιλον αποσκοπούσαν στην "επιβολή της κοινωνικής ειρήνης και του κράτους προνοίας", αλλά κυρίως στον παραμερισμό των κομμουνιστών και των άλλων "αντεθνικών στοιχείων".

Στις 25 Ιουνίου 1933 δύο ειδικά ναυλωμένα τραίνα μετέφεραν στην Αθήνα περισσότερους από 1.500 χαλυβδόκρανους. Το προηγούμενο βράδυ της 24ης προς την 25η Ιουνίου και ενώ η πρώτη αμαξοστοιχία εισερχόταν στη Λάρισα, δύο πολυπληθείς ομάδες κομμουνιστών διαδηλωτών λιθοβόλησαν τα βαγόνια στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Στη συνέχεια τα επεισόδια γενικεύθηκαν, αφού πολλά μέλη της ΕΕΕ κατέβηκαν από την αμαξοστοιχία και συνεπλάκησαν με τους διαδηλωτές. Μάλιστα συνέλαβαν έναν κομμουνιστή, τον Π. Ηλιόπουλο, τον οποίο παρέδωσαν στην αστυνομία. Κατά τη διάρκεια των λιθοβολισμών τραυματίστηκε στο κεφάλι ένας χαλυβδόκρανος, ο Κερτινιάδης από τη Θεσσαλονίκη.

Το επόμενο πρωί στις 8 έφθασε στην Αθήνα η πρώτη αμαξοστοιχία. Ακολούθησε η δεύτερη με επιβάτες τους φοιτητές της οργάνωσης και τους Άλκιμους (τη νεολαία της ΕΕΕ) . Στο δεύτερο τραίνο επέβαιναν επίσης τα μέλη της Εθνικοκοινωνικής Ένωσης "Ξίφος Βυζαντινών" και αντιπροσωπεία των Εφέδρων Αξιωματικών Μακεδονίας-Θράκης, κατέληξε εν μέσω των χειροκροτημάτων των πολιτών στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Προηγουμένως τα μέλη της οργάνωσης Τρία Εψιλον παρατάθηκαν και χαιρέτησαν τη σημαία τους. Επικεφαλής της πορείας ήταν οι ποδηλάτες Αλκιμοι με τις μπλε μπλούζες και η μουσική μπάντα του δήμου Αθηναίων. Ακολουθούσε η φάλαγγα των χαλυβδόκρανων με φαλαγγάρχη τον Αναστ. Νταλίπη, υπασπιστή τον Σ. Ασβεστά, επιτελάρχη της οργάνωσης τον Χαρ. Βασιλογεώργο και επιτελείς των διαφόρων υπηρεσιών, όπως π.χ. Στρατωνισμού και Στρατολογίας τον Δημ. Γούλα, Υγειονομικού τον Αχ. Τζηρίδη, Πληροφοριών τον Στ. Αγγελομάτη και υφομαδάρχη τον Παττερίδη.

Στη συνέχεια με απόλυτη πειθαρχία ακολουθούσαν οι χαλυβδόκρανοι των επαρχιακών τμημάτων και αντιπρόσωποι τους: Ασπετάκης από την Έδεσσα, Σμυρλής από τη Βέροια, Πέκος από την Κλεισούρα, Φάκαλος από τα Γιαννιτσά, Παντελής από την Πτολεμαϊδα, Παπαθανασίου από το Αμύνταιο, Ρωμπαράς από τη Φλώρινα κ.ά. Στο τέλος της πορείας βρίσκονταν το προεδρείο και ο αρχηγός της οργάνωσης μαζί με την αντιπροσωπεία της ΕΠΕ.
Στην τελετή της Πλατείας Συντάγματος παραβρέθηκαν ο υπουργός Εσωτερικών I. Ράλλης, ο φρούραρχος Μπακόπουλος, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς, ο υπουργός Δικαιοσύνης Ταλλιαδούρος, αρκετοί βουλευτές, ενώ οι Άλκιμοι (σημ.τ.συν. να σημειωθεί ότι πολλά χρόνια αργότερα η δικτατορία των συνταγματαρχών αντέγραψε αυτή την οργάνωση με αυτό το πρότυπο και την ονομασία για την νεολαία της), ευλογήθηκαν από τον Μητροπολίτη Βέροιας Πολύκαρπο. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης των στεφάνων από τις εθνικιστικές οργανώσεις μία διμοιρία ευζώνων απέδιδε τιμές.
ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΚΚΕ


Η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ στο λεκανοπέδιο της Αττικής προσπάθησε κινητοποιώντας τα μέλη του να εμποδίσει την κάθοδο των μελών της Τρία Έψιλον στην πρωτεύουσα. Ο τότε γραμματέας της ΚΟΑ, Βασίλης Νεφελούδης, έγραψε στα απομνημονεύματα του: "Αποφασίσαμε να παρατάξουμε τις δυνάμεις μας σε πυκνές ομάδες κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής για να υποδεχτούμε τους φασίστες των ΕΕΕ με αποδοκιμασίες, πριν ακόμα πατήσουν το πόδι τους στην Αθήνα".
 
Ο Τύπος της εποχής κατέγραψε με λεπτομέρειες τα επεισόδια που τάραξαν την ηρεμία της πρωτεύουσας. Στους Μύλους της Αττικής "ομάς τεσσαράκοντα κομμουνιστών καιροφυλακτούσα, ελιθοβόλησε την αμαξοστοιχίαν..." (Καθημερινή, | 26/6/1933). 
Στη λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί ανάμεσα σε ομάδα κομμουνιστων και τους επιβάτες του τραίνου, με αποτέλεσμα τον φόνο ενός 35χρονου λιμενεργάτη, του Ανάργυρου Πικραμένου. Στη διασταύρωση των οδών ) Βουλής και Καραγεώργεβιτς μια άλλη ομάδα αριστερών διαδηλωτών επιτέθηκε εναντίον των αστυνομικών που προστάτευαν τον χώρο της τελετής.
Συμπλοκές έγιναν και στον σταθμό Λαρίσης. Στη Μητροπόλεως, όπου μερικές δεκάδες κομμουνιστές επιχείρησαν να οργανώσουν αντιδιαδήλωση προς το Σύνταγμα,Χαλυβδόκρανοι και αστυνομικοί τους ξυλοκόπησαν και 31 από τους διαδηλωτές συνελήφθηκαν.

Το ίδιο βράδυ πάνω από 100 κομμουνιστές επιτέθηκαν στο Βαρβάκειο, όπου είχαν στρατωνισθεί οι Αλκιμοι. Ακολούθησε πετροπόλεμος, συμπλοκή με γκλομπ και σφαίρες από την αστυνομία και τους Τριεψιλίτες. Ένας διαδηλωτής, ο Π. Θωμόπουλος, τραυματίστηκε βαριά από αδέσποτη σφαίρα. Η αστυνομία για να αποτρέψει τη "διασάλευση της τάξης" συνέλαβε "προληπτικά" 200 περίπου κομμουνιστές.

Η απήχηση που είχε στην κοινή γνώμη η κάθοδος στην Αθήνα των Τρία Έψιλον, ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα, ήταν αρκετά μεγάλη. Το κύριο άρθρο των "Μακεδονικών Νέων" στις 27/6/1933 τόνιζε με έμφαση: "Ναι ένωση εθνικιστών ενώνει τους Έλληνας. Η κάθοδος των μελών της Εθνικής Ενώσεως Ελλάς εις την πρωτεύουσαν και το προσκύνημα αυτών εις τον τάφον του Αγνώστου στρατιώτου υπήρξε εκδήλωσις, την οποίαν εξετίμησιε δεόντως η κοινή γνώμη ολοκλήρου της χώρας, η ποία περιέβαλε πάντοτε την ισχυράν αυτήν μακεδονικήν οργάνωσιν με συμπάθειαν και στοργήν... Η Εθνική Ένωσης Ελλάς ιδρυθείσα εδώ επάνω εις την πόλιν αυτήν, όπου αι διάφοροι υπονομεύσεις και οι αντιιοί κίνδυνοι που επαναπειλούν την κρατικήν και εθνικήν μας υπόστασιν είναι περισσότερον έκδηλοι και βαθύτερον αισθητοί, παρά εις την παλαιν Ελλάδα, έτυχεν ανεπισήμου μεν πλην στοργικής ενισχύσεως εκ μέρους των αρχών και ορισμένων στρατιωτικών παραγόντων και κατόρθωσε βαθμιέαν και, κατόπιν επιμόνου και δύσκολου εργασίας, να φθάση εις την σημερινήν περιωπήν ". Και το άρθρο κατέληγε: "... Η εθνική αύτη ε-ϊΐρία οφείλει να μείνει εκεί όπου την τοποθετεί η εθνική και κοινωνική αποστολή της ίνα ανέλθη εις μεγαλυτέραν ακόμη περιωπήν και αποτελέση έναν η9ινόν εθνικόν και κοινωνικόν δεσμόν μεταξύ των Ελλήνων, τους οποίους χωρίζει τα κόμμα και η πολιτική".

Για "δολοφονικές επιθέσεις των κομμουνιστών" στην μεγαλοπρεπήν παρέλασιν της ΕΕΕ" έκαναν λόγο και οι υπόλοιπες εφημερίδες ("Ελεύθερο Βήμα", "Καθημερινή" κ.ά.). Παρόμοια πορεία και λαμπαδηφορία αντίστοιχη με αυτές των SS και των SΑ στη Γερμανία πραγματοποίησαν 100 περίπου χαλιβδόκρανη στους δρόμους του Πειραιά. Όμως και αυτή η πορεία δεν τελείωσε ομαλά. Κομμουνιστές, αστυνομικοί και Τριεψιλίτες συγκρούστηκαν μεταξύ τους και οι επικεφαλής της πορείας συνελήφθησαν.

Η ηγεσία των "Τρία Έψιλον" βιάστηκε να αξιοποιήσει την επιτυχία της καθόδου προς την Αθήνα και εξήγγειλε τον μετασχηματισμό της οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα. Θεωρητικός του κινήματος ήταν ο γνωστός τότε στους Θεσσαλονικείς Ελ. Σταυρίδης, ο οποίος με άρθρα που δημοσίευε στην εφημερίδα "Δράση" (επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της ΕΕΕ με γραφεία στην περιοχή του ναού της Αγίας Σοφίας) εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους η οργάνωση ακολουθούσε αντισημιτική πολιτική.

Συγκεκριμένα ανέφερε ότι: "Κατά τας εκλογάς του 1915 οι Εβραίοι εψήφισαν τον συνδυασμόν του Δ. Γούναρη και έδωκαν εις το Λαϊκόν κόμμα 18 βουλευτάς περισσοτέρους, αφαιρέσαντες αυτούς από τον Βενιζελισμόν... Δεν ανεχόμεθα η τύχη και το μέλλον της Ελλάδος να ρυθμίζεται με εβραϊκός ψήφους αίτινες πάντοτε έχουν ύποπτα ελατήρια και δεν ελαύνονται βεβαίως από αγάπην προς την ελληνική πατρίδα..."(εφημερίδα "Δράσις", 28/2/1934).

Πολύ γρήγορα η οργάνωση με τη μαζικότητα της και τον δυναμικό εθνικιστικό προσανατολισμό της ξεπέρασε τα όρια της Θεσσαλονίκης και ίδρυσε παραρτήματα σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Άθωνα η προσπάθεια "μεταφύτευσης" των Τρία Εψιλον υπήρξε άμεση αλλά όχι τόσο αποδοτική.
Πρόεδρος της αθηναϊκής τοπικής ΕΕΕ υπήρξε ο I. Λαζαρής, με γενικό γραμματέα τον Δ. Πολυμερή. Στο παράρτημα γυναικών ήταν η Ευθυμία Αγγελομάτη, στην προσφυγική Νέα Ιωνία ο Ν. Συμεωνίδης, στη Νεάπολη ο Μ. Σκευοφύλακας, στα Πετράλωνα ο Δ. Γιαννακόπουλος, στον Βύρωνα ο Α. Αραδούλης. Στην Καστοριά αρχηγοί του τοπικού παραρτήματος ήταν ο Ιω. Γκότσης και ο Αριστ. Αρμάσης.
Τον Απρίλιο του 1934 ιδρύθηκε τοπική ΕΕΕ και στην Πτολεμαϊδα. Οι πρώτοι "Τριεψιλίτες" στη μακεδόνικη αυτή πόλη ήταν οι Κων/νος Αδαμόπουλος, Σωκράτης Καλαϊτζόπουλος, Γεωρ. Παρ. Μισανδρέου. Νικ. Ξυνόο. Δπυ. Σπανό.

Ο πρωτοσέλιδος τίτλος της "Δράσης" στις 2/3/1934 εξηγούσε τους σκοπούς του κινήματος ("Ελεύθεροι από παντός δεσμού, θα συνεχίσωμεν τον τραχύν αγώνα του καθαρμού μέχρι τέλους") και κατήγγειλε τις δύο ξένων συμφερόντων εταιρίες ηλεκτροφωτισμού και ύδρευσης της συμπρωτεύουσας ως "απατώσες και εκβιάζουσες". Την ίδια χρονιά η ΕΕΕ υποστήριξε δικό της υπερκομματικό υποψήφιο στις δημοτικές εκλογές της Θεσσαλονίκης. Η προσπάθεια αυτή όμως απέτυχε, καθώς ο υποψήφιος "Τριεψιλίτης" δήμαρχος Βορτσέλας συγκέντρωσε μόλις 798 σταυρούς προτίμησης έναντι 12.672 του υποψηφίου των Φιλελευθέρων Μηνά Πατρικίου και 16.084 του υποψηφίου των Λαϊκών Μάνου, ο οποίος τελικά εξελέγη.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως μία ομάδα χαλυβδόκρανων αποχώρησε από την κεντρική επιτροπή των Τρία Εψιλον (Δ. Ιατρίδης, Σπ. Βάσσος, Αθαν. Ζαρίφης και Λεων. Περλεγκίδης) και ψήφισε μαζικά τον υποψήφιο των Φιλελευθέρων Μηνά Πατρίκιο. Αργότερα, αφού προσχώρησε στην κίνηση αυτή και ο πρώην βουλευτής του κομμουνιστικού κόμματος Σταυρίδης, όλοι μαζί ίδρυσαν μια μικρότερης εμβέλειας εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση με την ονομασία "Εθνικοί Δημοκρατικοί Φρουροί Βορείου Ελλάδος". Αρχηγός της οργάνωσης υπήρξε κάποιος Περιστέρης, που κατά τη διάρκεια της Κατοχής έδρασε στα Τάγματα Ασφαλείας.

Παρόλη την αποτυχία του κινήματος στις δημοτικές εκλογές του 1934, σε κάποιες περιοχές της χώρας οι "χαλυβδόκρανοι" σημείωσαν θεαματικά αποτελέσματα. Στα Ιωάννινα εξελέγη δημοτικός σύμβουλος ο Σ. Μαρτίνης, υποψήφιος της ΕΕΕ, με 913 ψήφους επί 2.700 που ψήφισαν. Η επιτυχία μάλιστα του "Τριεψιλίτη" Μαρτίνη έλαβε διαστάσεις θριάμβου επειδή ο ίδιος με επιστολή του σε τοπική εφημερίδα, την "Ηπειρωτικός Αγών", δήλωσε εξαρχής πως επιζητούσε τις ψήφους των χριστιανών μόνο κατοίκων της πόλης και όχι των Εβραίων.

Στην Κοκκινιά του Πειραιά, προπύργιο της Αριστεράς, εξελέγησαν δύο μέλη των Τρία Εψιλον, οι Αξαρλής και Χρυσοχέρης. Γεγονός όμως είναι ότι η δύναμη της οργάνωσης μειώθηκε σημαντικά έπειτα από δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις το 1933 και το 1934, αφού πάρα πολλά μέλη της ΕΕΕ είτε προσεχώρησαν σε άλλες παρεμφερείς εθνικιστικές ομάδες, είτε αφομοιώθηκαν από τους μηχανισμούς της εγχώριας εξουσίας (Λαϊκό Κόμμα, βενιζελικοί) που μονοπωλούσαν τότε τα πολιτικά πράγματα.

Η προσπάθεια της οργάνωσης να πολιτευθεί σήμενε την άρση της κρατικής υποστήριξης και τη διακοπή της χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα σταδιακή διαρροή των μελών της προς διάφορες κατευθύνσεις. Στη Θεσσαλονίκη πάντως, όπου η ΕΕΕ εξαιτίας των ειδικών συνθηκών -εβραϊκή μειονότητα, ισχυρό εργατικό κίνημα, αυξημένη ανεργία- έδειχνε μεγαλύτερη δραστηριότητα, η κρίση καθυστέρησε να εκδηλωθεί. Η οργάνωση στη συμπρωτεύουσα διέθετε φοιτητική φάλαγγα, παράρτημα γυναικών και τμήμα ερασιτεχνικού θεάτρου που έδινε παραστάσεις στην αίθουσα του Λευκού Πύργου.

Τα Τρία Εψιλον για να αντιμετωπίσουν την κομουνιστική δραστηριότητα που ήταν το ίδιο αξιόλογη και για να προσφέρουν "εις τον κατατρεγμένον υπό των κεφαλαιοκρατών και απατηθέντα υπό των κομμουνιστών εργάτην την φιλόστοργον σκιάν το εθνικού κράτους", είχαν διαιρέσει την πόλη σε τομείς. Τομεάρχες της ΕΕΕ στον 6ο Τομέα της Διοικτηρίου ήταν οι Λεπτουργός Νικόλαος, Μαυρόπο λος Γεώργιος και Ζήσου Νικόλαος, στον 9ο Τομι Αγ. Γεωργίου οι Χρυσαφίδης Γεώργιος και Τερζόγλου Παναγιώτης, στον 8ο Ακροπόλεως οι Καρακατσάνης Γεώργιος και Μεϊμαρίδης Δημήτρης κ.ά.

Στην εφημερίδα του κινήματος "Δράση", εκτος από αναγνώσματα εθνικιστικού περιεχομένου, εφλοξενούντο στήλες για θέματα εργατικά, προσφυγιάς, φοιτητικά, για απεργίες και ανταποκρίσεις για τις δραστηριότητες των αντίστοιχων εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων του εξωτερικού.

Τον Μάιο του 1934 δεκάδες χαλυβδόκρανη πρωτοστάτησαν σε επεισόδια με κομμουνιστές εργάτες και αστυνομικούς, όταν παρέλασαν επιδεικτικά μέσα στην Πάτρα κατά τη διάρκεια φιλοβασιλικής διαδήλωσης. Τα επεισόδια άρχισαν στην πλατεία Ομονοίας, όταν μία ομάδα εθνικιστών "Αλκίμων" (σημ. τ. σύντ.:αρκετά αργότερα την ίδια ονομασία και παρόμοιες στολές χρησιμοποίησε και η χούντα των συνταγματαρχών στη δική της νεολαιίστικη παραστρατιωτική οργάνωση), μετά την ορκωμοσία τους παρέλασαν υπο τους ήχους στρατιωτικής μουσικής "φέροντες κρανη και γκλομπς". Μια ομάδα κομμουνιστών επιχείρησε να τους αποδοκιμάσει, δέχθηκε όμως την επίθεση των "Αλκίμων" με αποτέλεσμα να υπάρξει συμπλοκή με τραυματίες εκατέρωθεν. Αξίζει να σημειωθεί πως το παράρτημα της ΕΕ στην Πάτρα θεωρείτο από τα περισσότερο πολυπληθή, αφού τα μέλη του ξεπερνούσαν τα 500.

Με αφορμή τις βίαιες εκδηλώσεις και τον μαχητικό λόγο των μελών των Τρία Εψιλον, η οργάνωση βρέθηκε αρκετές φορές στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος. Κατά τη διάρκεια της καθιερομένης παρέλασης της 25ης Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη εκατοντάδες "Τριεψιλίτες" επιχείρησαν δυναμικά να παρελάσουν ανάμεσα στους προσκόπους της εβραϊκής Μακαμπή. Η αστυνομία συγκρούστηκε μαζί τους και συνέλαβε πολλά στελέχη της κεντρικης επιτροπής.
 
Χαρακτηριστικό δείγμα για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στους δρόμους και τις γειτονιές πολλών επαρχιακών πόλεων είναι η επιστολή που έστειλε ένας "Τριεψιλίτης" από την Ξάνθη στην εφημερίδα "Δράση" του κινήματος: "Στας 9 όλοι οι Αλκιμοι της ΕΕΕ συγκεντρωμένοι περίμεναν τας διαταγάς του ομαδάρχου. Αυτός, αφού μας ομίλησε δια την ημέραν των εκλογών, εδιάλεξε περί τους 25, τους καλυτέρους και μεγαλύτερους εξ ημών, τους διέταξε να πάνε να φάνε στα σπίτια τους και στις 10 ακριβώς το βράδυ να βρίσκονται στη Λέσχη. Οι άλλοι ήσαν ελεύθεροι… Στις 10 ακριβώς η βροντώδης φωνή του αρχηγού ακούεται... Να σταμπάρετε τα σφυροδρέπανα (σ.σ. που ήταν ζωγραφισμένα στους τοίχους της πόλης) και να τα μετατρέψετε σε δικέφαλους αετούς. Αμέσως χωρισθήκαμε σε τρία τμήματα. Το πρώτο με επικεφαλής τον ίδιον έκαμε την αρχήν και μετέβαλε το κόκκινο σφυροδρέπανο σε έναν όμορφο αετό. Κατά τις 2 π.μ. τα δύο τμήματα συνεπλάκησαν με τμήμα κομμουνιστών (περί τους δέκα) οι οποίοι εκολλούσαν ρεκλάμες (αφίσες)με την κόκκινη σημαία. Τα ποντίκια -αφού τους εξυλοκόπησαν-τους έκαμαν να τραπούν εις άτακτοι φυγή αφήσαντας ως λάφυρα, τις ρεκλάμες των, μία σκάλαν, ένα πινέλο, κόλλα κ.ά.

Οι πουλημένοι της Μόσχας δεν ξεχνούν τα παθήματα τους, Θέλουν να τα εκδικηθούν. Παρακολουθούν τους Αλκίμους για να τους βρουν μεμονωμένους και να τους ξυλοκοπήσουν...".
Το κλίμα της εποχής θύμιζε -σε μικρότερο βαθμό βέβαια- τις συγκρούσεις μεταξύ των Ταγμάτων Εφόδου (SΑ) και των κομμουνιστών στην προναζιστική Γερμανία (1927-1933).

Άλλο ενδεικτικό δημοσίευμα της "Δράσης" είναι το ακόλουθο: "Αθλοι και πάθημα Εβραίων κομμουνιστών. Προχθές εις την διασταύρωσιν Βενιζέλου και Βασιλέως Ηρακλείου δύο κομμουνισταί, εκ των οποίων ο εις ήτο Εβραίος, επιτέθησαν εκ των όπισθεν κατά του εφημεριδοπώλου μας Ο. Νικολάου, δια να τον κακοποιήσουν και να ξεσχίσουν τα φύλλα της Δράσεως τα οποία επώλει. Ο Νικολάου ημύνθει γρονθοκοπήοας τους θρασείς αντιπάλους του, οπόταν κατέφθασαν δύο άλλοι εθνικισταί τυχαίως αντιληφθέντες την σκηνήν, οι Αναστ. Κελτε-μίδης και Βασ. Τραμπούκης. Το αποτέλεσμα ήτο ότι οι δύο κομμουνισταί εδάρησαν ανηλεώς, πράγμα το οποίον θα τους γίνει ασφαλώς σωτήριον μάθημα..."(Εφημερίδα "Δράσις", Μάρτιος 1934).Παρόλο που η οργάνωση δεν είχε ξεκάθαρο πολιτικό προσανατολισμό, ο τρόπος συλλογισμού και δράσης των μελών της εκινείτο σε αυστηρά δογματικό εθνικιστικό πνεύμα και το καθαρό φυλετικό κράτος ήταν το κυρίαρχο ιδεολογικό στοιχείο των Τρία Έψιλον.

Τον Απρίλιο του 1934 αντιπροσωπεία της Ρουμανικής Σιδηράς Φρουράς επισκέφθηκε τα γραφεία της ΕΕΕ στη Θεσσαλονίκη. Αφού περιηγήθηκαν την πόλη ο Ρουμάνος εκπρόσωπος και ο υπασπιστής της ΕΕΕ Σ. Πετρίδης, εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν κατά "των Εβραίων και των κομμουνιστών που επιχειρούν να δηλητηριάσουν τις εθνικές κοινωνίες".
Παρόλη την ιδεολογική συγγένεια των Τρία Εψιλον με τα καθεστώτα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, η εφημερίδα "Δράση" σχολίαζε στις 7 Απριλίου 1934, στη στήλη "Επί των γεγονότων", τη στάση των ιταλικών αρχών κατοχής στα Δωδεκάνησα: Ό Αγών των Δωδεκανησίων είναι ιερός. Ημείς οι ελεύθεροι παρακολουθούμεν με συμπάθειαν τα τόσον συγκινητικά αισθήματα των αλυτρώτων αδελφών. Ας είναι βέβαιοι ότι μίαν ημέραν θα νικήσουν. Οι τίμιοι εθνικοί αγώνες πάντοτε θριαμβεύουν".

Τα μέλη των Τρία Εψιλον ήταν οργανωμένα στρατιωτικά, είχαν φανατισμό και πειθαρχία, αλλά προφανώς δεν διέθεταν την κατάλληλη ηγεσία. Το κίνημα εκφυλίστηκε σταδιακά και η δικτατορία του Μεταξά το βρήκε διαλυμένο, αφού τα περισσότερα στελέχη του προσεχώρησαν στην Οργάνωση Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών (ΟΕΣ) του Ιάκωβου Διαμαντόπουλου στα τέλη του 1934.
Χαρακτηριστικά δε αναφέρεται ότι στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 η ΕΕΕ έλαβε μόλις 505 ψήφους (0,04%) του εκλογικού σώματος. Το παράδοξο είναι ότι πολλά από τα μέλη της οργάνωσης προέρχονταν και είχαν πολιτική κάλυψη από το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Κατά τη διετία 1935-36 η οργάνωση δεν παρουσίασε καμία σχεδόν πολιτική δραστηριότητα, γεγονός που μάλλον οφείλεται στο ότι εξέλιπε η οικονομική υποστήριξη και η προστασία που παρείχαν τα αστικά κόμματα.

Αρκετά στελέχη των Τρία Εψιλον εμφανίστηκαν αργότερα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, στο πλευρό των Γερμανών. Πιο γνωστός από όλους ήταν ο συνταγματάρχης Γ Πούλιος (ή Πούλος), που έδρασε στην περιοχή των Γιαννιτσών με τους "πραιτοριανούς" του ο Γ Βαρδακας, η οικογένεια Κοσμίδη κ.ά. Οι περισσότεροι όμως "χαλυβδόκρανοι" τομεάρχες της ΕΕΕ -Ελευθεριάδης από την Ξάνθη, Μπουκουβάλας από την Κοζάνη, Παπαχρήστου από τα Γιάννενα, Παπαζαντζάρης από την Καστοριά και άλλοι εντάχθηκαν στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, αφού πίστεψαν πως οι προσπάθειες τους ευοδώθηκαν ως έναν βαθμό και τα οράματα τους για ένα πραγματικά εθνικολαϊκό κράτος ενσάρκωναν η ΕΟΝ και η 4η Αυγούστου.

ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΕΕΕ)

Το καλοκαίρι του 1941 ανασυστάθηκε στην Αθήνα με τη συγκατάθεση των Γερμανών η παλαιά αντισημιτική οργάνωση ΕΕΕ. Η ηγετική ομάδα των αναγεννημένων Τριων Εψιλων αποτελείτο από τον δικηγόρο Κων. Γούλα από την Θεσσαλονίκη , τον συνταγματάρχη Γρηγορακη , τον υιό Κοσμιδη (πρωταγωνιστή των επεισοδίων του Κάμπελ), τον Βασ. Σκανδάλη, αδελφό του Κ. Σκανδάλη και διευθυντή των ελληνόφωνων εκπομπών του ραδιοφώνου, και τον Γεώργιο Αρβανιτάκη, παλαιό κομμουνιστή και “αναβαπτισμένο" συνδικαλιστή της 4ης Αυγούστου, οι πρώτες συζητήσεις για το πολιτικό πρόγραμμα τις οργάνωσης έγιναν σε ένα ισόγειο της οδού Σκουφά 10, όπου έμεναν οι Κοσμίδης και Γούλας. Για τους δύο "σκληροπυρηνικούς" Βορειοελλαδίτες ο αντιεβραϊσμός ήταν ζήτημα όχι μόνο πολιτικής αλλά κοσμοθεωρίας, ενώ πρόβαλαν στο καταστατικό των "Τριών Έψιλον την Αρχή του Αρχηγού "...ως αξιώτερη και ιστορικά πλέον δικαιωμένη από την Αρχή της πλειοψηφίας". το κίνημα ευελπιστούσε να αποτελέσει έναν εθνοσοσιαλιστικό προμαχώνα από όπου θα επιλέγονταν τα καλύτερα και τα ικανότερα στελέχη για να αναλάβουν κυβερνητικές θέσεις.

Τα γραφεία τους στεγάζονταν στην οδό Σίνα 8, ενώ στη συμβολή των οδών Στησιχόρου και Μουρούζη υπήρχε αίθουσα του Τμήματος Προπαγάνδας, υπεύθυνοι για την καθοδήγηση των νέων μελών ηταν οι Αρβανιτάκης, Πανταζής, Χ. Λάμπρου και Χρ. κος. Εφημολογείτο ότι πίσω από τα κατοχικά Τρια Εψιλων κρθβονταν ο στρατιγος Μπάκος και ο υπασπιστής του, λοχαγός Βουδικλάρης. Σταδιακά με τη χρηματοδότηση των Γερμανών και την κατάλληλη προπαγάνδα η ΕΕΕ απέκτησε κάποια απήχηση και μερικές εκατοντάδες νέα μέλη. Στην περιοχή της Θεσσαλίας π.χ., σύμφωνα με μια αναφορά ενός πληροφοριοδότη της ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή το καλοκαίρι του 1944, δρούσε μια μεγάλη ομάδα 800 Τριεψιλιτών υπό τον αντισυνταγματάρχη Χρυσοχοϊδη, η οποία αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση των κομμουνιστών. Η ίδια αναφορά έκανε λόγο για παραρτήματα της ΕΕΕ στην περιφέρεια:
"...1. Εις Τρίκαλα με αρχηγόν τον Μαντζούφαν. Η εύκολος δύναμις της ομάδος είναι 150 άνδρες. 2. Εις Ιωάννινα αποτελούμενον από 30 μέλη υπό τας διαταγάς του λοχαγού Μιχαλάκη..." (Αρχείο Εθνικής Αντίστασης, Εκδόσεις ΔΙΣ, αναφ. 393/22.7.44, 239/26.8.44, 79/22.7.44).

Στην Αθήνα η οργάνωση δέχθηκε ένα ισχυρότατο κτύπημα τον Αύγουστο του 1944, όταν στη λαχαναγορά του Ρέντη δολοφονήθηκε από άνδρες της ΟΠΛΑ ο Βασίλης Σκανδάλης. Η εντυπωσιακή αυτή ενέργεια κατατρόμαξε τα υπόλοιπα στελέχη, αφού η επιδρομή έγινε μέσα στα τοπικά γραφεία του Ρέντη τα οποία φυλάσσονταν από πέντε οπλοφόρους "χίτες" (την εποχή εκείνη λόγω του γνωστού "αντικομμουνιστικού κλίματος" υπήρχε συνεργασία και κοινή δράση από τις περισσότερες οργανώσεις του ευρύτερου αντιεαμικού χώρου).
Επειδή λίγο πριν από την αποχώρηση των Γερμανών η κατάσταση γινόταν όλο και πιο ρευστή, οι περισσότεροι αδιάλλακτοι των Τριών Εψιλον αποφάσισαν να διαφύγουν προς Βορρά, για να δώσουν στα τελευταία οχυρά του Ράιχ την ύστατη μάχη.


 Από το βιβλίο: " Η μαύρη σκιά στην Ελλάδα" του Ιάκωβου Χονδροματίδη. Έκδοση του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία των εκδόσεων Περισκόπιο. Κυκλοφόρησε το 2001

(Συνεχίζεται)




Καρλ Μαρξ

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων».