Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Οι φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα στον μεσοπόλεμο και την κατοχή

ΜΕΡΟΣ Β΄

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΦΙΛΟΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αλλά και αργότερα, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, αρκετοί γνωστοί πολιτικοί άνδρες είχαν εμφανίσει φασιστικές-εθνικοσοσιαλιστικές τάσεις. Όχι μόνο θαύμαζαν τα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ, αλλά μερικοί προσπάθησαν να συγκροτήσουν παρόμοιες ιδεολογικές κινήσεις στην Ελλάδα.
Ένας από τους σημαντικότερους άνδρες της κατηγορίας ήταν ο στρατηγός Νικ. Πλαστήρας. Είναι γνωστό πως ο Πλαστήρας με τη σύμφωνη γνώμη του Ελευθέριου Βενιζέλου το βράδυ των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933, που έφερνε νικητή τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη πραγματοποίησε κίνημα για να επιβάλει ένα δικτατορικό καθεστώς "τύπου Ιταλίας", όπως ο ίδιος υποστήριξε. Ο ιστορικός Δαφνής αναφέρει πως ο Ε. Βενιζέλος αμφισβητώντας τις πολιτικές ικανότητες του "προστατευομένου" του, του είπε πως η Ελλάδα χρειάζεται έναν Μουσολίνι και όχι πραξικόπημα οπερέτα:Ο παρακάτω διάλογος είναι αποκαλυπτικός: «Περί την 2αν πρωινήν της 6ης Μαρτίου ο Ελ. Βενιζέλος απεσύρθη δια να κοιμηθή. Μόλις όμως ευρέθη εις τον κοιτώνα του ήκουσε να εισέρχονται εις το παραπλεύρως γραφείον ο υιός του Σοφοκλής και ο Β. Σκουλάς. Μετά εν τέταρτον της ώρας ενεφανίσθη προ αυτού ο στρατηγός Πλαστήρας.

"Χάνουμε τας Αθήνας", είπεν εις τον Βενιζέλον. Οι Λαϊκοί θα έχουν την απόλυτον πλειοψηφία. Τι θα γίνη; Θα παραδώσετε την εξουσίαν;". "Φυσικά, του απήντησεν ο Βενιζέλος, εκδηλώνοντας συγχρόνως την έκπληξίν του δια την ερώτησιν. Θα ΄χουμε τα ίδια της 1ης Νοεμβρίου τότε", παρετήρησεν ο Πλαστήρας. "Θα γίνουν ταραχές, συλλήψεις βενιζελικών, δολοφονίες και Κύριος οίδε τι άλλο! Γι' αυτό εγώ σκέπτομαι να πάω στους συνοίκισμους να εξεγείρω τους πρόσφυγας και να τους φέρω εις την πόλιν για να ζητήσουν την εγκαθίδρυσιν δικτατορίας. Θα κάνουμε ό,τι και στην Ιταλία, που χάρις στον φασισμό προοδεύει".

Ο Βενιζέλος του απήντησεν ότι δεν ήτο ενθουσιασμένος με το κοινοβουλευτικόν καθεστώς…». Η Ιταλία, προσέθεσεν, επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ, ενώ εις την Ελλάδα δεν υπήρχε δικτάτωρ. "Εγώ", συνέχισε ο Βενιζέλος, "δεν νομίζω αγαπητέ φίλε στρατηγέ Πλαστήρα ότι είσαι ικανός να κάνεις τον δικτάτορα, ως ο Μουσολίνι. Οχι μόνο δεν είσαι ικανός, αλλά δεν έχεις και την πλειάδα, τας εκατοντάδας των εκλεκτών συνεργατών του Μουσολίνι. Μετά δύο έως τρεις μήνας θα καταπέσεις οικτρώς, διότι κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχεις να αντιμετώπισης δεν θα κατορθώσεις να λύσεις... Αν πείσεις τον Μουσολίνι να αφήσει την Ιταλία και να έρθει εδώ, τότε ίσως συμφωνήσω να γίνει δικτατορία".

Μερικά χρόνια αργότερα ο "Μαύρος Καβαλάρης" αντιτάχθηκε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου ισχυριζόμενος ότι "υπήρχε έδαφος διευθετήσεως της ελληνοιταλικής συρράξεως τη μεσολαβήσει της Γερμανίας" και πως "...η αδεξιότης επί της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου οδήγησεν τον ελληνικόν λαόν εις έναν ό¬σον πόλεμον με μιαν μεγάλην δύναμιν ως η Ιταλία" (επιστολή του Πλαστήρα προς τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Βισύ της Γαλλίας, Π. Μεταξά, στις 16 Ιουλίου 1941).
Τρεις μήνες νωρίτερα ο στρατηγός έστελνε μια άλλη επιστολή στον συνεργάτη και φίλο του Κομνηνό Πυρομάγλου. Η επιστολή αυτή βρέθηκε τυχαία το Αρχείο του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" στις 4/9/1997. Το κείμενο της αποδεικνύει ότι την ώρα που ο Ελληνικός Στρατός πολεμούσε ακόμα στα βορειο-ηπειρωτικά βουνά και στα οχυρά στη Μακεδονία ο Πλαστήρας θεωρούσε πως έπρεπε να "γίνει κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν "(!).
Το περιεχόμενο αυτής της επιστολής, που σήμερα φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ, είναι το ακόλουθο:
"Νice, 21/4/1941

Αγαπητέ μου,

Αυτή την στιγμή έλαβα το γράμμα σου και σου απαντώ αμέσως. Η καταστροφή που ανέμενα με την ανόητον πολιτικήν που ηκολούθησαν οι ανεύθυνοι επήλθεν ήδη. Και είναι τόσο τραγική! Ο άθλιος βασιλεύς με την αθλιοτέραν σπείραν παραπαίουν, αφού αντικρύζομεν το πρωτάκουστον φαινόμενον εις την ιστορίαν των βασιλέων, να υποβιβάζη αυτός εαυτόν εις Πρόεδρον Κυβερνήσεως! Και κατέληξεν -όπως βλέπεις εις τας εφημερίδας- εις μίαν κυβέρνησιν της ελεεινοτάτης μορφής υπό τον Σακελαρίου! Και ο Τσουδερός! Τι θέλει;

Νομίζω πως εντός 4-5 ημερών θα καταληφθή και η Αθήνα γιατί δεν θα μπορέσουν να κρατηθούν ούτε στας Θερμοπύλας, αν και η θέση αυτή προσφέρεται για μια ακλόνητο άμυνα πολυχρόνιο. Φα-ιτάζομαι ότι η υποχώρηση, η κάπως εσπευσμένη, των Άγγλων από την Λάρισα προς την Λαμία δεν θα επιτρέψη την κανονικήν υποχώρησιν της Ελληνικής Στρατιάς Καλαμπάκας - Πίνδου, η οποία αναγκασθείσα να υποχώρηση δια του ορεινού όγκου ων Αγράφων θα εγκατέλειπε ολόκληρον το βαρύ υλικόν, ως και τα τροχοφόρα. Κατόπιν αυτού τι άμυνα περιμένεις να γίνη; Πρέπει το ταχύτερον να συνθηκολογήσουν και θα γίνη αυτό θέλοντας ή μη.

Ως προς την αναχώρησή σου προς την Βηρυττό, εξέφρασα τη γνώμη απλώς και μόνο διότι τα επελ-θόντα γεγονότα ματαιώνουν την εκτέλεσιν των όσων είχαμε ειπεί. Και ήθελα μάλλον να σε απαλλάξω από μια συμφωνία που εκάναμε υπό άλλας συνθήκας και να ανάκτησης πλήρη την ελευθερία της σκέψεως. Αν νομίζης ότι πηγαίνοντας στην Βηρυττό δεν θα αποκλεισθής εκεί αλλά θα μπόρεσης εν ανάγκη να πας εις την Ελλάδα χωρίς να λάβης υπ'ό¬ψιν ενδεχομένας περιπτείας, τότε καλόν θα είναι να πηγαίνης εκεί, εφ'όσον εδώ εις τίποτε δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθής. Τράβα λοιπόν και η τύχη μαζί σου. Ξέρεις τας σκέψεις μου τας οποίας τας μεταδίδεις στους φίλους.

Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνη κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε και μετά τινάς μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον).
Πολλούς χαιρετισμούς στο ζεύγος Σαβίνη. Σου εύχομαι καλό ταξίδι και καλήν αντάμωσιν.

Με πολλήν αγάπην
Ν. Πλαστήρας

Υ.Γ. Έλαβα και τα δεύτερα αντίτυπα της μετα-φράσεως. Η μετάφραση είναι περίφημη, απέδωκες πληρέστατο πνεύμα, σε ευχαριστώ θερμότατα. Ο κ. Στεργιάδης μέχρι προχθές Σάββατον δεν έλαβε καμμίαν επιστολήν από την κ. Σάνου".
Υπάρχει ακόμα μία έκθεση ανώτατου αξιωματικού της Χωροφυλακής, του μετέπειτα αρχηγού της (1954) στρατηγού Κων. Κατσαμπή, η οποία ανέφερε στον Μανιαδάκη ότι ένας έμπιστος άνθρωπος του Πλαστήρα του διεμήνυσε ότι ο στρατηγός θεωρούσε πως "πρέπει να αποφύγωμεν πάση Θυσία τον πόλεμον εναντίον της Ιταλίας, φθάνοντες και μέχρις (ωρισμένων εδαφικών προς αυτήν παραχωρήσεων...".

Η παραπάνω αναφορά του Κατσαμπή παραδόθηκε στον Μανιαδάκη δύο μόλις ημέρες (26/10/1940) πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο ιστορικός συγγραφέας, ταξίαρχος ε.α. Χαράλαμπος Νικολάου, αναφέρει σε ένα άρθρο του στο περιοδικό "Στρατιωτική Ιστορία" (τεύχος 32, Απρίλιος 1999) τα παρακάτω: "...Στις αρχές του 1941, όπως προκύπτει από ιστορικά στοιχεία, ο αυτοεξόριστος στη Γαλλία αντιμοναρχικός στρατηγός Ν. Πλαστήρας πλησίασε τους Γερμανούς. Πρότεινε σ' αυτούς να επέμβουν για τον τερματισμό των εχθροπραξιών στην Αλβανία και ζήτησε βοήθεια για να ανατρέψει τον I. Μεταξά και τον βασιλιά Γεώργιο.

Ο Β. Πίκοτ της Γερμανικής Υπηρεσίας Ασφαλείας ανέφερε πως ο Ν. Πλαστήρας "υπογράμμισε πάλι ότι η Ελλάδα, όταν περιέλθει υπό την ηγεσία του, θα συνεργαστεί στενά με τη Γερμανία υπό τον Φύρερ για τη δημιουργία της Νέας Τάξεως στην Ευρώπη". Όμως οι Γερμανοί, θεωρώντας ότι ο Πλαστήρας δεν είχε επιρροή στην Ελλάδα, αγνόησαν την έκκληση του".

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 η ιταλική διείσδυση στον ελλαδικό χώρο λάμβανε τη μορφή πολιτιστικής "χιονοστιβάδας". Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι και οι υπότιτλοι του «Ελεύθερου Βήματος»: « η Ελλάς, ο Φασισμός και ο τρόπος της θεραπείας της κρίσεως... Ο Φασισμός δεν είναι εμπόρευμα προς εξαγωγή... Οποιος μελετήσει βαθύτατα το φασιστικό κίνημα θα πεισθεί ότι δεν υπάρχουν εις ημάς τάξεις ευνοουμένων ή τάξεις λησμονημένων. Δεν υπάρχουν δυστυχείς αφημένοι εις την δυστυχίαν των. Εζητήσαμεν θυσίας από όλους και συνεισέφερον όλοι δια την δημιουργίαν του" ("Ελεύθερο Βήμα", 9/11/1932).

Το "Ελεύθερο Βήμα" ακόμα μας πληροφορεί στις 7/11/1932 ότι "...εις την χθεσινήν διάλεξιν του προέδρου της εταιρείας των Ιταλών συγγραφέων και διευθυντού της Τριμπούνας" κ. Ροβέρτου Φόρτζες Νταβαντζάτι, παρέστη ο κ. και η κα Σ. Βενιζέλου, πλείστοι επιστήμονες και καθηγητές, οικονομικοί παράγοντες, λογοτέχναι, ακαδημαϊκοί, κ.ά.».Οσο παράξενο και αν ακούγεται στον πολύ κόσμο, ακόμα και ο Ελ. Βενιζέλος ήταν ένθερμος θιασώτης του ιταλικού φασισμού και φορέας δικτατορικών αντιλήψεων. Στις 22/5/1932, απογοητευμένος από τις αδυναμίες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αγόρευε στη Βουλή τονίζοντας με έμφαση πως τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα και αι προσωπικαί ελευθέριαι πρέπει να περιορίζονται".

Ο Κρητικός πολιτικός, χολωμένος από την αντιβενιζελική στάση των Εβραίων της συμπρωτεύου- σας, τροφοδοτούσε συχνά το κύμα αντισημιτισμού στη βόρεια Ελλάδα με δηλώσεις του τύπου: «Η στάσις του ισραηλιτικού στοιχείου, ψηφίσαντος ομαδικώς και κατ' εντολήν της ραββινείας το κύβερνητικόν ψηφοδέλτιον, αποτελεί πράξιν εχθρότητος εναντίον του ημίσεος της Ελλάδος" (εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα», 5/7/1933).

Ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, μία από τις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες της εποχή στέλεχος των φιλελευθέρων, περιγράφει τον αρχηγό του στις αναμνήσεις του ως εξής: "...Μίαν και μόνον μίαν (σ.σ. ιδιότητα) δεν ηδύνατο να προσλάβει και αυτή ήτο εκείνη που προσέλαβε, δηλαδή την ονομασίαν του Φιλελευθέρου, διότι αν είναι κάτι που δεν ηγάπησε ποτέ το κόμμα τούτο και το οποίον δεν εσεβάσθη, ήσαν αι ελευθερίαι, τας οποίας εις μεν τους αντιπάλους του συχνά ηρνήθη εις δε τους οπαδούς του πάντοτε, διότι ουδέποτε επέτρεψεν εις αυτούς να έχουν ιδίαν γνώμην...".

Ο Ζαβιτσάνος αργότερα προσχώρησε στον εθνικοσοσιαλισμό και ίδρυσε το 1935 πολιτικό κόμμα παρεμφερών αρχών. Κατά τη διάρκεια της δικταοτορίας έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μεταξά, ενώ κατά την Κατοχή ανέλαβε τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας. Ο Κερκυραίος πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής και υπουργός του Βενιζέλου, πέθανε το 1946, αφού αμνηστεύθηκε πρώτα από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων.

Ο κεντρώος πολιτικός Α. Μιχαλακόπουλος δήλωνε στο «Ελεύθερο Βήμα» στις 15/4/1934, ότι «η Ελλάς έχει ανάγκη μιας πενταετούς αν όχι δεκαετούς σταθεράς και παγίας διακυβερνήσεως» και ότι «ένας πρέπει να είναι ο κυβερνών και ο διευθύνων νους με αυστηράν επιλογήν του πολιτικού και υπαλληλικού του επιτελείου... Η διαφθορά έχει εισδύσει βαθύτερον απ' ότι ηδύνατο κανείς να φαντασθεί. Είναι κοινό μυστικό η αγοραπωλησία της ψήφου…».

Ένας ακόμα από τους "φασίζοντες" άνδρες της περιόδου εκείνης ήταν ο στρατηγός Γεώργιος Κον-δύλης. Ο Κονδύλης ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία από τη ριζοσπαστική πτέρυγα των Φιλελευθέρων, συγκρούστηκε με τον θρόνο, για να περάσει σταδιακά στην αντίπερα όχθη και να επαναφέρει το 1935 τη μοναρχία. 

Η κυβερνητική αστάθεια, η πολιτική ένταση και συνεχόμενες ταραχές και απεργίες που μάστιζαν την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου, διαμόρφωσαν την πολιτική σκέψη του Κονδύλη και τον ώθησαν να προχωρήσει σε οριστική ρήξη με το παρελθόν του και να οδηγηθεί σε πιο ακραίες θέσεις επιζητώντας την επιβολή δικτατορίας και τη διάλυση των πολιτικών κομμάτων. 

Στις 7 Απριλίου 1934 ο στρατηγός παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα «Volkischer Beobachter» (Λαϊκός Παρατηρητής) της Γερμανίας, το επίσημο δημοσιογραφικό βήμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Μεταξύ των άλλων είπε: "... ο κοινοβουλευτισμός είναι ανίκανος να κυβερνήσει. Κάθε Γερμανός ασπάζεται τας υψηλάς κρατικάς ιδέας του Χίτλερ -το κοινόν συμφέρον υπεράνω του ατομικού συμφέροντος -και πας το αισθάνεται ακόμη προσωπικώς. Εις την Γερμανίαν υπάρχη λαϊκή θέλησις. Αλλά ακριβώς όταν εννοώ την ιστορικήν δύναμιν του Χίτλερ πρέπει να αναγνωρίσω την μεγάλην διαφοράν μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας... Ο Έλλην ενθουσιάζεται δια την προσωπικήν ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν. Είναι απολύτως ατομικιστής. Ίσως και το κλίμα να συντελή εις αυτό. Οπωσδήποτε χρειαζόμεθα ακόμη πολύν χρόνον δια να προπαρασκευάσομεν την λαϊκήν οργάνωσιν των μαζών, όπως συμβαίνει εις τον Γερμανικόν και τον Ιταλικόν λαόν, και όπως προαχθούν μόνοι των οι λαοί εις την μεγάλην Εθνικήν Ευτυχίαν... Το σύστημα διευθύνσεως του Χίτλερ είναι μία θαυμάσια ιδέα η οποία πρέπει να αποβή καρποφόρος...". 

Το 1935 ο Κονδύλης επισκέφθηκε έπειτα από επίσημη πρόσκληση του Μουσολίνι την Ιταλία, μαζί με τον Σταμάτη Μερκούρη. Ακόμα και ο Π. Κανελλόπουλος ερωτοτρόπησε για ένα διάστημα με τη δικτατορία, γράφοντας πως «ο Θεσμός της πλειοψηφίας, ο οποίος είναι αναγκαίον στοιχείον της πολιτικής ελευθερίας, οφείλεται εις μίαν εκ των μεγαλυτέρων ουτοπιών της νέας εποχής...", ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου έδωσε «πόρισμα» του για τη δικτατορία στην "Καθημερινή της 1/7/1934: "Πιστεύω ότι η δικτατορία ημπορεί εις ορισμένας περιστάσεις να αποτελέσει ιστορικήν ανάγκην δι΄ έναν τόπον, όταν την επιβάλη ο υπέρτατος νόμος της σωτηρίας της πατρίδος...".

Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, πρωτοπόρος και υπέρμαχος της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας, με άρθρο του στον "Ανεξάρτητο Τύπο" της 11/10/1926 στράφηκε κατά της ελευθεροτυπίας επειδή παρατηρούσε «εκτραχηλισμό του Τύπου πέραν των ορίων τα οποία επιτρέπει ο θεμιτός κομματικός ανταγωνισμός».

Ένας ακόμα από τους μεγαλύτερους θιασώτες του ιταλικού φασισμού ήταν ο τρίτος στρατηγός της "Τριανδρίας" της επανάστασης του 1923, ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Ο Πάγκαλος ποτέ δεν έκρυψε τις φιλοδικτατορικές του διαθέσεις. Η βραχύβια "δημοκρατική" του δικτατορία το απέδειξε άλλωστε. Λίγους μήνες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ο στρατηγός-δικτάτορας συνελήφθη από τον Μανιαδάκη (Φεβρουάριος 1941) και εκτοπίστηκε στην Ελευσίνα επί έναν χρόνο επειδή κρίθηκε "επικίνδυνος δια την δημοσίαν ααφάλειαν" και "επειδή αρέσκεται να δημιουργείται θόρυβος περί του ονόματος του, τον οποίον καταλλήλως καλλιεργεί, εις στιγμάς κατά τας οποίας το Έθνος αγωνίζεται τον ωραιότερον αλλά και σκληρότερον αγώνα της ιστορίας του και υπάρχει ανάγκη αδιατάρακτου ησυχίας ". 

Ο Πάγκαλος ξέσπασε λέγοντας: "Συλλαμβάνεται την χαραυγήν ένας πρώην Γεν. Επιτελάρχης, Αρχιστράτηγος, Πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, διότι αρέσκεται να γίνεται λόγος για το όνομα του. Και ποιος ρωμιός δεν αρέσκεται να ομιλούν ευφήμως περί αυτού;". Ο στρατηγός βέβαια παρέλειψε να αναφέρει ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου είχε αποκτήσει επαφές τόσο με την ιταλική όσο και με τη γερμανική πρεσβεία.

Αργότερα, κατά την Κατοχή, πρωταγωνίστησε στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας μαζί με τους Βουλπιώτη, Γονατά κ.ά. Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ ως δοσίλογος, έπειτα από απαίτηση των εαμικών υπουργών Ζέβγου και Τσιριμώκου της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ύστερα από προφυλάκιση δέκα μηνών με απόφασή του το Συμβούλιο Εφετών αποφυλάκισε τον Πάγκαλο, απαλλάσσοντάς τον από τις κατηγορίες με τις οποίες βαρυνόταν.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ 

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Η "ΚΥΑΝΟΛΕΥΚΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ"

Ο υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, που ήταν ο πιο γερμανόφιλος της κυβέρνησης Τσολάκογλου, θεωρούσε σχεδόν σίγουρη τη γερμανική νίκη. Γι' αυτόν τον λόγο πρότεινε στους αξιωματικούς αλλά και στο υπουργικό συμβούλιο να δημιουργηθεί μια αντικομμουνιστική λεγεώνα στο πλαίσιο των εθελοντικών λεγεώνων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η οποία θα πολεμούσε στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Μπάκος πίστευε πως αυτό θα ήταν αργότερα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της Ελλάδας, ενώ η μορφή της γερμανικής κατοχής θα γινόταν ηπιότερη. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που τον άκουσαν δεν έδωσαν απάντηση. 

Ο Μπάκος τότε ζήτησε κατάλογο όλων των αξιωματικών για να τον παραδώσει στο αρμόδιο γερμανικό γραφείο. Κάποιοι έφεδροι αντέδρασαν και ανάμεσα τους ήταν ο παλαιός επιτελάρχης του Μπάκου στο Β' ΣΣ, συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου αγνοούσε τις ενέργειες του υπουργού του και πίστευε, όπως αργότερα κατέθεσε, πως το εγχείρημα αυτό ήταν και «λυπηρόν και όσο και λίαν εγκληματικόν». Όταν όμως πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Μπάκου αποφάσισε με τη συνδρομή του αρχηγού της Χωροφυλακής υποστράτηγου Ντάκου να ματαιώσει με οποιοδήποτε τίμημα τη δημιουργία και την αποστολή της ελληνικής λεγεώνας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ο Τσολάκογλου τουλάχιοτον 2.000 άνδρες είχαν εγγραφεί εθελοντές στη Θεσσαλονίκη για το Ανατολικό Μέτωπο, ενώ στην Αθήνα είχαν ετοιμασθεί 200 αιτήσεις για τη συγκρότηση της λεγεώνας. Η ιδέα της ελληνικής μεραρχίας ενθουσίασε τους Γερμανούς, οι οποίοι με καταχωρήσεις στον κατοχικό Τύπο άφηναν να εννοηθεί πως η λεγεώνα μετά τη "σίγουρη γερμανική νίκη" θα ήταν ένα σοβαρότατο επιχείρημα υπέρ της Ελλάδας.Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζονταν και φιλογερμανικές οργανώσεις της Αθήνας και της συμπρωτεύουσας, τα κατοχικά Τρία Έψιλον και η ΕΣΠΟ.

Όπως κατέθεσε στον γράφοντα ένας πράκτορας της Intelligence Service, ο Κώστας A. απόστρατος σήμερα αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, τα περισσότερα ξενοδοχεία της περιοχής Ομονοίας στην Αθήνα ήταν τότε κατειλημμένα από εθελοντές που περίμεναν να εγγραφούν στους κα ταλόγους της ελληνικής λεγεώνας, ενώ υπήρχε ένα συγκροτημένο σώμα από φοιτητές και νεολαίους της Κρήτης που ανέμενε να αποσταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο. Τα γραφεία "εθελοντών ρωσικού Μετώπου" βρίσκονταν στο Σύνταγμα, στην οδό Φιλελλήνων.

Τη λεγεώνα αυτή ο Μπάκος πρότεινε να τη διοικεί ο υπασπιστής του Βουδικλάρης μαζί με έναν άλλον ανώτερο αξιωματικό. Οι γερμανόφιλοι υπουργοί Γκοτζαμάνης και Λογοθετόπουλος καθώς και άλλοι "εξωκυβερνητικοί κύκλοι" υποστήριξαν την πρόταση του συναδέλφου τους, όπως έγραψε ο Τσολάκογλου στα απομνημονεύματά του. Θιασώτες Κυανόλευκης Μεραρχίας ήταν ο συνταγματάρχης Νικ. Κουρκουλάκος μαζί με τον αδελφό του Στέφ. Κουρκουλάκο.

Συνήγορος στην προσπάθεια αυτή ήταν ο ελληνομαθής Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος φον Κλεμ, ο οποίος είχε αγαστή συνεργασία με τον Μπάκο. Ο Τσακαλώτος αργότερα ισχυρίσθηκε ότι ο στρατηγός αρχικά φαινόταν ως υποστηρικτής της ιδέας αποστολής εθελοντών στο ρωσικό μέτωπο επειδή ήθελε να δείξει στον Κλεμ ότι συμφωνούσε μαζί του, ύστερα όμως έπραξε τα πάντα για να την υπονομεύσει.

Ενώ η πληροφορία αυτή είναι ελεγχόμενη από πλευράς ακρίβειας, γεγονός είναι ότι ο άνθρωποι του Τσολάκογλου διοχέτευσαν στους Ιταλούς την" πληροφορία" ότι «οι προθυμοποιούμενοι δια να ενδυθούν και να εξοπλισθούν (σ.σ. της λεγεώνας) προτίθενται να λιποτακτήσουν εις τα βουνά δια να κτυπούν εκείθεν τους Ιταλούς κυρίως και δευτερευόντως τους Γερμανούς» (Απομνημονεύματα Τσολάκογλου, σελ. 235). Ο Ιταλός πρεσβευτής έντρομος έσπευσε να μεταβεί στη γερμανική πρεσβεία για να συζητήσει την αναβολή της αποστολής. Στις 12 Αυ¬γούστου 1941 ο Αλτενμπουργκ τηλεγράφησε στο Βερολίνο για να πάρει τις τελικές οδηγίες σχετικά με τη συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας. Ανέφερε στους προϊσταμένους του στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι "η Ελληνική Κυβέρνησις είχε προχωρήσει στις προετοιμασίες της τόσο, που μένει πλέον να κάνει την πρέπουσα διαφήμισιν μέσω του Τύπου για την δημιουργίαν της Λεγεώνας".

Την ίδια ημέρα που το τηλεγράφημα έφθανε στη γερμανική πρωτεύουσα ο εκεί Ιταλός επιτετραμμένος Κοσμέλι επέδιδε διάβημα εκ μέρους της Ρώμης στον Ρίμπεντροπ ζητώντας να μην επιτραπεί η αποστολή Ελλήνων εθελοντών στο Ανατολικό Μέτωπο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ο Ρίμπεντροπ θέλοντας να ικανοποιήσει την ιταλική πλευρά ενημέρωσε τον Αλτενμπουργκ στην Αθήνα ότι η οριστική απόφαση του Βερολίνου στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι να μην επιτραπεί η συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας.
Δυο μέρες αργότερα ο πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα, κόμης Αλτενμπουργκ, απάντησε στον στρατηγό Τσολάκογλου πως "επειδή συγκεντρώθη-καν πολλές λεγεώνες στη Ρωσία, δημιουργήθηκε θέμα ανεφοδιασμού και προς το παρόν δεν τίθεται θέμα". Η επίσημη ανακοίνωση των Αρχών Κατοχής έλεγε πως για "λόγους τεχνικούς δεν είναι δυνατόν να σταλεί η Λεγεών εις την Ρωσίαν".

Ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν πως η αναβολή της συγκρότησης της "Κυανόλευκης Μεραρχίας" οφειλόταν στις λανθασμένες "πληροφορίες" κάποιων αντιστασιακών οργανώσεων που πολύ έξυπνα διοχέτευσαν στην ιταλική πρεσβεία. Η υιοθέτηση αυτής της εκδοχής είναι μάλλον ατόπημα παρά πραγματικότητα, αφού την εποχή εκείνη δεν γινό¬ταν καν λόγος για αντίσταση ή αντιστασιακές οργα-νώσεις, ενώ οι μόνες εμφανιζόμενες και άξιες λόγου ομάδες ήταν οι γερμανόφιλες.

Η πιθανότερη εκδοχή λοιπόν φαίνεται να είναι η θέση του Τσολάκογλου, όπως αυτή αναφέρεται στα Απομνημονεύματα και στην κατάθεση στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων αμέσως μετά τον πόλεμο: ότι δικοί του άνθρωποι διεμήνυσαν στους Ιταλούς ότι οι εθελοντές της λεγεώνας θα λιποτακτούσαν και θα έβγαιναν στα βουνά για να πολεμήσουν αρ¬γότερα τους Ιταλούς. Ένας μάρτυρας στη δίκη, ο Ορ. Παπαναγιώτου, μέλος της διοίκησης της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων Αξιωματικών, κατέθεσε πως ο Τσολάκογλου κατά τη διάρκεια μιας περιοδεί¬ας του στη Θεσσαλία μίλησε στη Λάρισα για την αποστολή της "Κυανόλευκης" μεραρχίας. Προφανώς όμως το έπραξε για να κολακεύσει τους Ιταλούς ή γιατί ήταν αναγκασμένος να το κάνει. Άλλωστε η άρνησή του -παρά τις πιέσεις των γερμανόφιλων κύκλων να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης του δίνει το δικαίωμα να υποστηρίζει την άποψή του.Οργανωμένη ελληνική λεγεώνα, όπως εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία κ.ά.) δεν υπήρξε ποτέ. Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού έδειξε παγερή αδιαφορία και απροθυμία να καταταγεί.

Υπήρξαν όμως αρκετοί μεμονωμένοι Έλληνες που πρόλαβαν και κατατάχθηκαν αρχικά στις μεραρχίες οι οποίες σχηματίσθηκαν από εθελοντές των λαών του Καυκάσου και κυρίως σε μονάδες των Ελλήνων του Πόντου με αρχηγό τον συνταγματάρχη Σονίν Κρομιάδη.

Ένας μάλιστα εθελοντής, ο Θωμάς Μπουρτζάλας, πρώην χωροφύλακας και σωματοφύλακας του υπουργού του Λαϊκού Κόμματος Στρατού, έλαβε μέρος στη μάχη του Στάλινγκραντ (Οκτώβριος 1942 -Φεβρουάριος 1943), αλλά κατόρθωσε να σωθεί από την εξόντωση της 6ης Στρατιάς και να αποφύγει την αιχμαλωσία. Επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε νέα καθήκο¬ντα με τον βαθμό του ανθυπομοιράρχου στη γερμανική αστυνομία (GFΡ). Η υπηρεσία της GFP στεγαζόταν στο Μέγαρο Λινάρδου επί της οδού Πατησίων και αποτέλεσε τόπο μαρτυρίου για πολλούς Έλληνες αντιστασιακούς. Το όνομα του Θ. Μπουρτζάλα, που καταγόταν από το Αγρίνιο, αναφέρεται και στο βιβλίο του Νικ. Αντωνακέα "Φως εις το σκότος της Κατοχής" με τον χαρακτηρισμό του "Προδότη". 

Ο Μπουρτζάλας μεταπολεμικά δικάσθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο και παρέμεινε στις φυλακές επί δέκα περίπου χρόνια (1945-1955). Αρκετά χρόνια αργότερα, στις 22 Απριλίου 1967, μία μόλις ημέρα μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ανέφερε σε μια τυχαία συνάντηση στον παλαιό συγκροτούμενο του Κ. Γεώργιο πως "...το πραξικόπημα δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά δάκτυλος της CIA και των ΗΠΑ για να ελέγξουν τη χώρα που όδευε προς τον Κομμουνισμό".

Για τον Μπουρτζάλα και τους ομοίους του η τελευταία ελπίδα για την Ελλάδα και την Ευρώπη ολόκληρη να ξεφύγουν από "τον επικίνδυνο στραγγαλισμό του Μπολσεβικισμού και της διεφθαρμένης πλουτοκρατίας του Καπιταλισμού" θάφτηκε στα ερείπια του Βερολίνου τον Μάιο του 1945. Ο γράφων είχε την τύχη να συναντήσει και να καταγράψει μια μοναδική μαρτυρία ενός Ελληνοπόντιου δεκανέα της Εθνικιστικής Στρατιάς του Ρώσου στρατηγού Αντρέι Βλασώφ. Ο Γ. Χρήστος, που ζει σήμερα σε μεγάλη ηλικία στην Καλλιθέα, ανέφερε πως κατά τους πρώτους μήνες του 1942 σχηματίσθηκαν στα γερμανικά μετόπισθεν με την προτροπή του Χίμμλερ οι πρώτες ρωσικές αντικομμουνιστικές μονάδες από λιποτάκτες του Σοβιετικού Στρατού.

Πολύ γρήγορα στον RNNA και αργότερα ΡΟΑ (Ρωσικό Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό) κατατάχτηκαν και άνδρες άλλων εθνικοτήτων που αναζητούσαν την εθνική τους ταυτότητα και ανεξαρτησία. Διοικητής του πρώτου συγκροτημένου σώματος του ΡΟΑ, που αποτελείτο από 6 τάγματα πεζικού και 1 μηχανικού με μια μονάδα πυροβολικού (δύναμης 10.000 ανδρών), ήταν ο Ελληνοπόντιος συνταγματάρχης Σ. Κρομιάδης. Ο Κρομιάδης, που είχε προσωπική φιλία με τον Βλασώφ, έπεισε τον Ρώσο στρατηγό να προχωρήσουν με ταχύτερο ρυθμό τη στρατολόγηση εθελοντών από τους λαούς του Καυκάσου. Περισσότεροι από 20.000 Ελληνοπόντιοι κατατάχθηκαν στον ΡΟΑ. Το 7ο Σύνταγμα, στο οποίο υπηρετούσε ο Γ. Χρήστος, ήταν αμιγώς ελληνικό και παρέτασσε 1.500 πλήρως εξοπλισμένους άνδρες.

Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν υποστεί την άγρια σταλινική τρομοκρατία και τις διώξεις του 1935-1940. Ο Γ. Χρήστος είχε χάσει τον πατέρα του σε κάποιο στρατόπεδο - γκούλαγκ στη Σιβηρία, όπως και πολλοί άλλοι. Με τους εθνικιστές του ΡΟΑ θεωρούσε πως μπορούσε να εκδικηθεί τους κομμουνιστές και να αποδοθεί ένα είδος αυτονομίας στον Πόντο σύμφωνα με τις υποσχέσεις των Γερμανών και του Βλασώφ. Οι Ελληνοπόντιοι του ΡΟΑ έφεραν στην αριστερή επωμίδα τα ελληνικά χρώματα (μπλε και λευκό) και δεξιά το έμβλημα με τα γράμματα ΡΟΑ.

Παρόλη τη φυλετική βάση της φιλοσοφίας του Εθνικοσοσιαλισμού, ο γερμανικός φυλετισμός δεν υπήρξε απαραίτητα και αντίθετος προς τις άλλες φυλές. Σκοπός του ήταν «να καταστήσει τον γερμανικό λαό ισχυρό και υγιή σε όλους τους τομείς». Κάτι ανάλογο πίστευαν και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι εθνικοσοσιαλιστές και επιδίωξαν την
καλυτέρευση και την επαναφορά των δικών τους αξιών πάνω στους λαούς τους.
Όλα αυτά αποδείχθηκαν όταν τα Waffen SS άνοιξαν τις τάξεις τους για να συμπεριλάβουν 20.000 Γάλλους εθελοντές, 60.000 μουσουλμάνους διαφόρων εθνικοτήτων, 40.000 Ολλανδούς, 8.000 Νορβηγούς, 6.000 Δανούς, 15.000 Εσθονούς, 1.000 Έλληνες κ.ά. Στα αρχεία της Wehrmacht αναφέρονται και κάποια ονόματα Κυπρίων εθελοντών, που οι περισσότεροι χάθηκαν στις αιματηρές μάχες του ανατολικού μετώπου.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΦΟΥΛΙΔΗ


Με τους Ελληνοπόντιους του ΡΟΑ είχε σχέση και ένα ικανότατο στέλεχος των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Brandenburg), ο συμπατριώτης μας Σεβαστιανός Φουλίδης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από το γερμανικό επιτελείο στις πιο δύσκολες αποστολές. Ο Φουλίδης καταγόταν από τον Πόντο και ήταν φανατικός αντικομμουνιστής. Στη γερμανική αντικατασκοπεία είχε ενταχθεί το 1938, με μοναδικό σκοπό να πλήξει τους Μπολσεβίκους με οποιονδήποτε τρόπο. Αφού φοίτησε σε μια σχολή πρακτόρων και εκπαιδεύτηκε στο Quenz, εντάχθηκε στο τμήμα της Brandenburg που είχε την ευθύνη των βαλκανικών χωρών. 

Ο Κανάρης που συνδεόταν φιλικά με τον Φουλίδη ζήτησε από τον Έλληνα πράκτορα να του μεταφέρει πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στη νότια Ρωσία και στα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Επειδή όμως η τουρκική αστυνομία τον καταζητούσε, απ΄την εποχή του Μικρασιατικού πολέμου, (1919 – 1922), ο Φουλίδης μετέφερε την έδρα του στην Αθήνα. Στη συμφωνία που έκανε με τον Κανάρη τόνισε πως η δράση του και οι πληροφορίες που θα συγκέντρωνε θα αφορούσαν αποκλειστικά τη Σοβιετική Ένωση και σε καμιά περίπτωση την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε πατρίδα του και υπεραγαπούσε. Άλλωστε σε προσωπικές του συζητήσεις με τον αρχηγό της Abwehr ανέφερε πως ότι έκανε το έκανε για να δει τον Πόντο ενωμένο με τη μητροπολιτική Ελλάδα, μετά τον νικηφόρο αγώνα του Άξονα εναντίον των Σοβιετικών. 

Επί δύο ολόκληρα χρόνια ο Φουλίδης συνεργαζόταν στενά -εκτός από τη γερμανική Abwehr- και με τον αστυνόμο Σπύρο Παξινό της υπηρεσίας Αλλοδαπών. Είχε συμφωνήσει με τον Παξινό, με την έγκριση του Κανάρη, να παραχωρεί στις ελληνικές αρχές όλα τα έγγραφα και τα δελτία των πρακτόρων του, τα οποία αφού θα φωτογραφίζονταν, θα του επιστρέφονταν για να σταλούν στο Βερολίνο. Με τη βοήθεια του Παξινού ο Φουλίδης οργάνωσε το δίκτυό του, πο το αποτελούσαν κυρίως Ρωσομαθείς Έλληνες. Κατόρθωσε να τους ναυτολογήσει σε τουρκικά καράβια που επισκέπτονταν τα ρωσικά λιμάνια του Εύξεινου Πόντου. Παράλληλα αποκατέστησε επαφή με τους πράκτορες του οι οποίοι δρούσαν στη νότια Ρωσία.

Για τη συνεργασία Φουλίδη-Παξινού έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Αρθουρ Ζάιτς, ένας άλλος σημαντικός Γερμανός πράκτορας στην Ελλάδα: "Με αυτόν τον τρόπο η εναντίον της Ρωσίας κατασκοπευτική εργασία του Φουλίδη κατέληγε να γίνεται γνωστή και να επωφελούνται συγχρόνως η ελληνική, η αγγλική και η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Τούτο το γνώριζε βέβαια η γερμανική κατασκοπεία, η οποία κατά κανόνα δεν επέτρεπε στους πράκτορές της παρόμοιες συνεργασίες. Και αυτό επετράπη μόνο στον Φουλίδη, επειδή αυτός είχε δηλώσει ότι, ως Έλληνας στην καταγωγή, δεν δεχόταν να εργασθεί στην Ελλάδα ως κατάσκοπος της Γερμανίας χωρίς τη συγκατάθεση των ελληνικών αρχών. Και ο ίδιος πρότεινε αυτού του είδους τη συνεργασία, την οποία τόσο ο Ναύαρχος Κανάρης, όσο και ο άμεσος προϊστάμενος του Φουλίδη στο Βερολίνο, συνταγματάρχης Μούντσιγκερ, υιοθέτησαν απολύτως, διότι αφενός είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη και εκτίμηση στον χαρακτήρα του Φουλίδη και αφετέρου οι πληροφορίες αφορούσαν τη Ρωσία, εναντίον της οποίας στρέφονταν τότε όλοι".

Αυτά βέβαια ίσχυαν ως την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, οπότε οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ανάγκασαν τη γερμανική κατασκοπεία να τροποποιήσει το πρόγραμμα της. Η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση ήταν θέμα χρόνου. Ο Φουλίδης ήταν ενημερωμένος από τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο. Οργάνωσε λοιπόν ένα σώμα από αποφασισμένους Λευκορώσους μετανάστες που ζούσαν από καιρό στην Ελλάδα και τους έστειλε λίγους μήνες αργότερα πίσω από τις ρωσικές γραμμές για διενέργεια δολιοφθορών, συλλογή πληροφοριών και διασπορά ψευδών ειδήσεων.

Ο ίδιος ο Φουλίδης έφυγε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1941 και παρουσιάστηκε στον συνταγματάρχη φον Κλάουζεβιτς, αρχηγό της Υπηρεσίας Κατασκοπείας της Ομάδας Στρατιών του Νότου. Αποστολή του ήταν η συλλογή πληροφοριών για την κατάσταση που επικρατούσε στα ρωσικά μετόπισθεν και ο κλονισμός του ηθικού των Ουκρανών οι οποίοι υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό. Ο Φουλίδης και η ομάδα του εφοδιάστηκαν με το κατάλληλο προπαγανδιστικό υλικό και μεταφέρθηκαν ενα βράδυ με γερμανικό αεροπλάνο πίσω από τις ρωσικές γραμμές.

Ο τολμηρός Έλληνας κατάφερε πολύ περισσότερα από όσα περίμενε το γερμανικό στρατηγείο. Πρώτα από όλα ενημέρωσε με τον ασύρματο του τον Κλάουζεβιτς για την ακριβή θέση των αεροδρομίων τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Σοβιετικοί, καθώς και για τον αριθμό και τη θέση των αρμάτων μάχης που υπεράσπιζαν το Κίεβο. Όταν άρχισε η γερμανική επίθεση ο Φουλίδης και οι σύντροφοι του πέρασαν πάλι μέσα από τις ρωσικές γραμμές. Με κίνδυνο της ζωής τους ενημέρωσαν τον επιτελάρχη του γερμανικού στρατεύματος για τις κινήσεις των ρωσικών τεθωρακισμένων, τα οποία τελικά εξουδετερώθηκαν.

Δύο μέρες μετά την κατάληψη του Κιέβου στο πολεμικό ανακοινωθέν της Wehrmacht έγινε μνεία του ηρωισμού και της αυτοθυσίας της ομάδας Φουλίδη. Ο ίδιος από ανθυπολοχαγός προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού επ' ανδραγαθία. Στη συνέχεια οι επιτυχίες του Φουλίδη, ιδιαίτερα στον Καύκασο, ξεπέρασαν και την πιο τολμηρή φαντασία, "αφού υπερέβη σε κατορθώματα και τη δράση του θρυλικού Άγγλου πράκτορα Λώρενς της Αραβίας", όπως έγραψε ο Ζάιτς. Με τα κηρύγματα και την προπαγάνδα του δαιμόνιου Έλληνα εξεγέρθηκαν χιλιάδες Πόντιοι, Γεωργιανοί και Αρμένιοι εναντίον των Σοβιετικών. Ηταν τόσο μεγάλη η ταραχή της ρωσικής κυβέρνησης ώστε και μετά το τέλος του πολέμου οι λαοί αυτοί θεωρήθηκε ότι δεν μπόρεσαν να αποβάλουν το "σπέρμα της προδοσίας" με το οποίο "διαβρώθηκαν" από τους Γερμανούς. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν να εκτοπισθούν 500.000 περίπου Καυκάσιοι, μεταξύ των ετών 1944 και 1947, στη Σιβηρία.

Το τέλος του Φουλίδη ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο. Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Κλαούζεβιτς του ανέθεσε να εισχωρήσει εκ νέου στις ρωσικές γραμμές για να εξακριβώσει τον αριθμό των Σοβιετικών και τη διάταξη των εχθρικών τεθωρακισμένων. Ο Φουλίδης έγινε όμως αντιληπτός από μια ρωσική περίπολο και άφησε την τελευταία του πνοή σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από τις γερμανικές γραμμές.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ 
ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

Μία ομάδα από εκείνες που διενεργούσαν δολιοφθορές εναντίον των Συμμάχων ήταν εκείνη του Γιάννη Κανελλόπουλου και του Χρήστου Βαρούχα, που είχε ως έδρα το οίκημα της οδού Αλκυστίδος 5. Το συγκεκριμένο κλιμάκιο πρακτόρων διέθετε ασύρματο και εκρηκτικές ύλες. Το πρωί της 9ης Αυγούστου 1944, κάτω από τα μάτια των Γερμανών, μια ομάδα αντιστασιακών αξιωματικών που αποτελείτο από τους Τάκη Μπαρδή, Κώστα Αντωνακέα, Σπύρο Κονιδάρη κ.ά. εισέβαλε στο άντρο τους με προτεταμένα όπλα και τους συνέλαβε. Μετά από πολύωρη ανάκριση ομολόγησαν ότι αρχηγός του κλιμακίου ήταν ο πράκτορας των Γερμανών Δημ. Ρούσσος και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ήταν τα αδέλφια Χρήστος και Νικολέττα Κανελλοπούλου.

Όλοι οι πράκτορες ανήκαν στο δίκτυο κατασκοπίας του Γερμανού Μίζε, του οποίου τα γραφεία βρίσκονταν στην οδό Βασ. Σοφίας 151. Το παράδοξο ήταν ότι ο Ρούσσος διηύθυνε το κλιμάκιο από το Λονδίνο, όπου βρισκόταν για λογαριασμό της γερμανικής κατασκοπίας. Σε μια άλλη Ειδική Υπηρεσία, την επονομαζόμενη Abwehr Stelle 2, υπηρετούσε πλειάδα Ελλήνων συνεργατών οι οποίοι με τη δράση τους έφεραν πολλές φορές τις αντιστασιακές ομάδες σε δύσκολη θέση. Ορισμένοι από αυτούς (Τσίρος, Παρασκευάς, Στράτος) μαζί με την πιο δραστήρια πράκτορα των Γερμανών, την κατάξανθη Αλίκη Ηπιώτου, ανήκαν προπολεμικά στο περίφημο κατασκοπευτικό δίκτυο FΑΤ 376.

Η Ηπιώτου μαζί με τον φοιτητή Γιώργο Δανέτη πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου είχαν κλέψει στρατιωτικούς χάρτες με τις οχυρώσεις της Ηπείρου και της Μακεδονίας και τους είχαν παραδώσει στη γερμανική πρεσβεία. Η Ηπιώτου συνελήφθη από την Ελληνική Αστυνομία, αλλά ελευθερώθηκε από τους Γερμανούς στις 10 Ιουνίου 1941. Γι' αυτήν και τους συναδέλφους της της FΑΤ 376 η συναρπαστική ζωή της κατασκόπου συνεχίστηκε. Μαζί με τους Δανέτη, Γιάννη Ανιάν κ.ά. τοποθετήθηκε στη GFP της οδού Κοραή, στο Μέγαρο Ζαναρά. Αποστολή τους ήταν να εντοπίζουν αντιστασιακούς και Άγγλους πράκτορες και να τους παραδίδουν στους Γερμανούς. Λίγο αργότερα ο Ανιάν και ο Δημ. Καρούσας, αρχινοσοκόμος του Πολιτικού Νοσοκομείου και δραστήριο στέλεχος της FΑΤ 376, μετατέθηκαν στα SS της οδού Μέρλιν. Στη GFP παρέμειναν η Ηπιώτου, ο Δανέτης, η Αγγελική Μαρσέλου, ο Αντ. Βαλαβάνης και ο Γ. Μενουδάκος.

Ολόκληρο το κατασκοπευτικό δίκτυο εργάστηκε για τους Γερμανούς μέχρι την τελευταία στιγμή. Το τέλος της δραστηριότητας ήταν αναμενόμενο. Οι περισσότεροι πλήρωσαν το τίμημα που πληρώνουν σχεδόν πάντα οι κατάσκοποι: συνελήφθησαν ή θανατώθηκαν. Στις 20 Μαΐου 1946 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Πειραιά καταδίκασε ερήμην τους Μπέλο και Ξάνθο σε ισόβια, τον Δ. Βύρωνα σε 15 έτη, ενώ απάλλαξε τον Κάλφα. Ο Βύρων συνελήφθη τελικά στη συνοικία Άγιος Λουκάς το 1947. Ο Μπέλος, που είχε καταφύγει αρχικά στη Γερμανία, επέστρεψε και κρυβόταν σε φιλικό του σπίτι στην Πάτρα για περισσότερο από 2 χρόνια. Τελικά ανακαλύφθηκε και προφυλακίσθηκε το 1948.

Στις 10 Μαρτίου 1944 ένα ανώνυμο τηλεφώνημα ειδοποιούσε το νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού ότι ένα ανδρικό πτώμα βρισκόταν σε ένα ύψωμα στην περιοχή του Ψυχικού. Ο άνδρας, που ζούσε ακόμα όταν έτρεξαν οι γιατροί, απεκάλυψε ότι ένας Γερμανός λοχίας μαζί με τον πράκτορα των SS Δημ. Καρούσα επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν. Ο ετοιμοθάνατος Γιάννης Ανιάν έφερε επτά τραύματα από βολίδες αυτόματου όπλου και ανέπνεε με δυσκολία. Λίγες στιγμές αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή χωρίς οι γιατροί να του προσφέρουν καμιά βοήθεια. Ηταν η εποχή που οι Γερμανοί άρχισαν να δολοφονούν όλους όσους θεωρούσαν διπλούς πράκτορες, ύποπτους επειδή γνώριζαν πολλά και επικίνδυνους λόγω πιθανότητας να προσχωρήσουν στο εχθρικό στρατόπεδο. Ακολουθώντας αυτή την τακτική σκότωσαν μερικές δεκάδες διερμηνείς τους τον Σεπτέμβριο του 1944 στην οδό Μέρλιν, ενώ κάποιους άλλους, περισσότερο έμπιστους, τους πήραν μαζί τους στη Γερμανία.

Ο Δημ. Καρούσας αναχώρησε με τις τελευταίες γερμανικές φάλαγγες για το Μόναχο και καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Καρούσας δεν επέστρεψε πίσω και κανένας δεν έμαθε γι' αυτόν τίποτα. Στην Αθήνα της Κατοχής υπήρχε και ένα πλήθος από τυχοδιώκτες και καιροσκόπους Έλληνες που ασχολούντο με τις πλέον ύποπτες υποθέσεις (μαύρη αγορά, παραχάραξη νομισμάτων, διπλή κατασκοπεία κ.ά.). Ένας γνωστός τυχοδιώκτης της εποχής ήταν ο Κώστας Πετρουτσόπουλος. Εμφανίσιμος και πάντα καλοντυμένος, κυκλοφορούσε με ένα ακριβό αυτοκίνητο μάρκας Opel έχοντας μαζί του την ταυτότητα της γερμανικής μυστικής αστυνομίας. Προσποιούμενος τον αγγλόφιλο δέχθηκε να φιλοξενήσει στο πολυτελέστατο διαμέρισμα του στην οδό Σκαραμαγκά, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, δύο Άγγλους αξιωματικούς, τον υπολοχαγό Μακ Ναμπ και τον ανθυπολοχαγό Ρίκετ. Την επόμενη μέρα τους κατέδωσε στους Ιταλούς με αποτέλεσμα να τους συλλάβουν οι καραμπινιέροι και να τους εκτελέσουν αργότερα με την κατηγορία της δολιοφθοράς και της κατασκοπείας.

Το καλοκαίρι του 1941 ο Πετρουτσόπουλος συνδέθηκε συναισθηματικά με τη νεαρή ηθοποιό Καίτη Οικονόμου. Η Οικονόμου έγινε αργότερα γνωστή στο θεατρόφιλο κοινό με το ψευδώνυμο "Ντιριντάουα" και παντρεύτηκε τον "δανδή" αρχικατάσκοπο. Τον Ιούλιο του 1942 έγιναν μαζικές συλλήψεις Βρετανών αξιωματικών που κρύβονταν στην Αθήνα. Για τις συλλήψεις αυτές θεωρήθηκαν τότε υπεύθυνοι η "Ντιριντάουα" και ο Πετρουτσόπουλος. Οι Αθηναίοι που κατέκλυζαν το θέατρο "Αλκαζάρ" το καυτό καλοκαίρι του 1942, δημιουργούσαν σε βάρος της νεαρής ηθοποιού συχνά επεισόδια. Της έστελναν υβριστικές επιστολές και την αποδοκίμαζαν με βαρείς χαρακτηρισμούς. Η κατάσταση είχε γίνει τόσο αφόρητη ώστε ένα βράδυ που ακούστηκαν έντονες αποδοκιμασίες και η λέξη "Βουλγάρα" από έναν θεατή, η "Ντιριντάουα" διέκοψε εκνευρισμένη και φώναξε θαρραλέα: "Είμαι Ελληνίδα, ζήτω η Αγγλία!". Παρόλα αυτά, μετά το τέλος της Κατοχής η Καίτη Οικονόμου καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός έτους, ποινή που δεν εξέτισε ποτέ.

Για τον "ωραίο" και "αριστοκράτη" Πετρουτσόπουλο ο γνωστός ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας διηγήθηκε ένα επεισόδιο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Βραδυνή" (Ιανουάριος 1945). Έγραψε σχετικά με το επεισόδιο ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης στο βιβλίο του "Ηρωες και προδότες στην Κατοχική Ελλάδα": "Οπως διηγήθηκε ο ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Πετρουτσόπουλος που τριγύριζε στα θέατρα, του ζήτησε να του δανείσει κάποιο χρηματικό ποσό που είχε, όπως του είπε , μεγάλη ανάγκη. Πράγματι ο Κωνσταντάρας του δάνεισε το ποσό που ζήτησε, αλλά δεν ήταν το μοναδικό. Του έδωσε και άλλα χρήματα, τα οποία κάποια στιγμή ήθελε να του επιστραφούν γιατί είχε κι αυτός ανάγκες. Οταν πήγε ο Κωνσταντάρας στο ραντεβού που έκλεισε για να πάρει πίσω τα δανεικά, τον πληροφόρησαν ότι ο Πετρουτσόπουλος προσβλήθηκε από σηψαιμία και τον μετέφεραν επειγόντως στο νοσοκομείο "Αιγινήτειο". Το ίδιο απόγευμα ο λαμπρός ηθοποιός πήγε στο νοσοκομείο από ενδιαφέρον γιο να τον δει. Έλαβε εκεί την πληροφορία από τις νοσοκόμες ότι ξεψυχάει και ότι δεν έχει παρά μόνο λίγες ώρες ζωής.

Έφυγε γεμάτος συγκίνηση και την άλλη μέρα το πρωί φρόντισε να αγοράσει ένα στεφάνι για την κηδεία του, πράγμα που είχαν κάνει και άλλοι γνωστοί του. Στη συνέχεια πήγε στο νοσοκομείο, όπου έμαθε κατάπληκτος από μη μυημένες νοσοκόμες ότι ο Πετρουτσόπουλος όχι μόνο δεν ήταν ασθενής αλλά υγιέστατος, έφυγε νωρίς το πρωί από το νοσοκομείο και από εκεί για τη Ρώμη".

Ο Πετρουτσόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1945 και κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας ως τις αρχές της δεκαετίας του '50. Η "Ντιριντάουα" για να ξεπλύνει την "ντροπή" του δοσιλογισμού προσχώρησε μετά την απελευθέρωση στο ΕΑΜ και έλαβε μέρος σε πολλές διαδηλώσεις κατά του βασιλιά και των Άγγλων. Μερικά χρόνια αργότερα πραγματοποίησε έναν "βραχύβιο" γάμο με τον ηθοποιό Κώστα Χατζηχρήστο. Η Καίτη Οικονόμου πέθανε ξεχασμένη από όλους στην Κηφισιά τον Φεβρουάριο του 1996.Ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος πράκτορας των SS ήταν ο Φραγκολεβαντίνος Θωμάς Αποστολίδης, που εργαζόταν στο γνωστό επί της οδού Σταδίου πρατήριο του Λουμίδη. Ήταν εφοδιασμένος με γερμανική ταυτότητα και διέθετε φωτογραφίες Ελλήνων αντιστασιακών και Άγγλων πρακτόρων. Είχε ως αποστολή την αναγνώριση τους -αφού το πρατήριο ήταν "κέντρο διερχομένων"- και την τακτική ενημέρωση των γερμανικών αρχών.

Προϊστάμενος της υπηρεσίας του ήταν τότε ο δαιμόνιος αντισυνταγματάρχης Σβέρμπελ, που με χρήματα και άλλου είδους κίνητρα είχε στρατολογήσει δεκάδες Έλληνες πράκτορες.
Στο πρατήριο του Λουμίδη εργαζόταν ένας άλλος Έλληνας, συνειδητός πατριώτης και μέλος αντιστασιακής οργάνωσης, ο Ιωάννης Σακελλαρίου. Ο Σακελλαρίου είχε την πληροφορία από τον αστυνομικό Σπύρο Κώτση (της ομάδας Τσιγάντε) ότι ο Αποστολίδης ήταν πράκτορας των Γερμανών.

Ένα βράδυ του Απριλίου του 1943 ο Αποστολίδης είχε πιει λίγο παραπάνω. Προσποιούμενος τον φίλο ο Σακελλαρίου του πρότεινε "συνεργασία".
"Δε μου δίνεις τις φωτογραφίες Θωμά, να ρίξω κι εγώ μια ματιά μήπως αναγνωρίσω κανέναν από τους καταζητούμενους για να βγάλω κι εγώ τίποτα ψιλά;". Αμέσως ο Θωμάς έβγαλε από έναν φάκελο 100 περίπου φωτογραφίες καταδιωκόμενων, μεταξύ των οποίων ο Σακελλαρίου αναγνώρισε τον τέως αστυνομικό Τζαβέλλα της οργάνωσης Τσιγάντε, τον Κώστα Μπούρα και τον υπάλληλο της ΑΑγροτικής Τράπεζας Γ. Κατσημήτρο, που καταζητούσαν οι αρχές Κατοχής.Ο Σακελλαρίου, φοβούμενος τη σύλληψή των, ειδοποίησε την οργάνωση μέσω του Κώτση. Για το δικηγόρο Κ. Μπούρα ήταν πολύ αργά όμως. Ο κλοιός είχε στενέψει και ένα πρωί, την ώρα που ο άτυχος δικηγόρος βρισκόταν σε ένα καφενείο στο θέατρο Σαμαρτζή, σταμάτησε έξω ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Από το ανοικτό Volkswagen κατέβηκαν τρεις Γερμανοί και ένας διερμηνέας με προτεταμένα όπλα. Λίγες στιγμές αργότερα ο Μπούρας οδηγείτο στις φυλακές Αβέρωφ, όπου τουφεκίσθηκε στις 19 Ιουνίου 1943. 

Ο Θωμάς Αποστολίδης συνελλήφθη από την αστυνομία λίγο μετά την απελευθέρωση και κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας. Στις αρχές του 1952 φυλακίσθηκε και εργάσθηκε ως ξενοδοχοϋπάλληλος στο ξενοδοχείο "Ρουαγιάλ", απέναντι από τη Μητρόπολη.

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΜΠΑΣ

Μια άλλη μυστηριώδης φυσιογνωμία της Κατοχής ήταν ο Κεφαλλονίτης Κωνσταντίνος Τσίμπας. Ο Τσίμπας, έχοντας υπηρετήσει το 1918 στον Βρετανικό Στρατό, ταξίδευσε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Μιλώντας με ευχέρεια τρεις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά) απέκτησε πολύ σύντομα τη φήμη του κοσμικού και του τυχοδιώκτη. Το 1923 πλαστογράφησε πιστοποιητικό ανώτερου αξιωματικού του Ναυτικού και εμφανιζόταν με την ιδιότητα αυτή αποσπώντας διάφορα χρηματικά ποσά από ανύποπτους πολίτες.
Στην Αθήνα έμενε στην οδό Σόλωνος 108 και εργάστηκε επί ένα μικρό χρονικό διάστημα ως ανταποκριτής ξένων εφημερίδων. Περιπετειώδης τύπος, του άρεσε να έχει σχέσεις με γυναίκες του ελαφρού κόσμου και των dancing cafe. Τελικά παντρεύτηκε την ηθοποιό Αγγελική Κοτσάλη. 

Από πολύ νωρίς ήλθε σε επαφή με τη γερμανική κατασκοπεία και εκδηλώθηκε καθ΄ υπόδειξη ως αγγλόφιλος. Αμέσως μετά όμως, με την είσοδο των Γερμανών, έδειξε την πραγματική του ιδιότητα. Μεταξύ του 1941 και του 1942 υπηρετούσε στη Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP) και διετέλεσε ένας από τους πιο ικανούς συνεργάτες του λοχαγού Σμιτ, προϊστάμενος της υπηρεσίας GFP στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου.
Αποστολή του Τσίμπα ήταν η ανακάλυψη όσο το δυνατόν περισσοτέρων Άγγλων πρακτόρων ή αξιωματικών που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα και η παράδοσή τους στις γερμανικές αρχές. Ήταν τόσο πανούργος ώστε είχε φθάσει στο σημείο να ναυλώσει ιστιοφόρα και άλλα πλεούμενα για τη δήθεν μεταφορά των Ελλήνων και των Άγγλων που ήθελαν να φυγαδευθούν στη Μέση Ανατολή. Μεταξύ των ετών 1943 και 1944 ο Τσίμπας εκπαιδεύτηκε μαζί με δέκα άλλους Έλληνες πράκτορες από μια Ειδική Γερμανική Υπηρεσία στη ρωσική γλώσσα και σε τακτικές ανορθόδοξου πολέμου, με σκοπό να αποσταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο. Εξαιτίας των ραγδαίων εξελίξεων όμως η αποστολή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και ο Τσιμπάς μαζί με τη γυναίκα του Αγγελική αναχώρησαν για τη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1944.

Ο Τσίμπας εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη, ενώ η σύζυγος του μετέβη στο Βερολίνο, όπου ανέλαβε υπηρεσία στην ελληνόφωνη εκπομπή του Κυριάκη στο γερμανικό ραδιόφωνο. Τον Απρίλιο του 1945 ο Τσίμπας συνελήφθη από τα αμερικανικά στρατεύματα λίγο έξω από το Βι-σμπάντεν. Τη στιγμή της σύλληψης του έφερε πάνω του το ποσόν των 145.000 δολαρίων, όπως ο ίδιος κατέθεσε αργότερα στον ανακριτή. Τα χρήματα αυτά κατασχέθηκαν από τις αμερικανικές Αρχές Κατοχής. Αφού παρέμεινε επί έναν περίπου χρόνο στις αμερικανικές στρατιωτικές φυλακές μεταφέρθηκε στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1946 και παραδόθηκε στην ελληνική δικαιοσύνη. Καταδικάσθηκε τρεις φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέσθηκε. Κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας μαζί με τους άλλους "ομοϊδεάτες" του και απελευθερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50. Μέχρι την τελευταία στιγμή παρέμεινε πιστός στις ιδέες του, αφού θεωρούσε πως "το συμφέρον της Ελλάδος ήταν να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας στον Πόλεμο" (από επιστολή που έστειλε το 1947 στον Πρόεδρο της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Πολίτου, κ. Νινατσιό).

Ο μακρύς κατάλογος των Ελλήνων που υπηρέτησαν με φανατισμό και συχνά με δουλικότητα τη γερμανική Νέα τάξη δεν έχει τέλος. Εκτός από τους δύο γνωστούς δοσίλογους (Ν. Έξαρχο και Γ. Πούλο) που εκτελέσθηκαν μετά τον πόλεμο, οι υπόλοιποι -μικρά και μεγάλα "ψάρια"- πλήρωσαν το τίμημα της ιδεολογίας και της δράσης τους με μερικά χρόνια φυλακή. Κάποιοι άλλοι φρόντισαν έγκαιρα να αλλάξουν στρατόπεδο υπηρετώντας εξίσου πιστά τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Η ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους ήταν η απαλλαγή από την κατηγορία της συνεργασίας με τον κατακτητή και η επανένταξη τους στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, πολλές φορές με το φωτοστέφανο του "αντιστασιακού" και τις ανάλογες ευεργετικές συνέπειες.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ( ΕΕΣ )
ΤΟ ΕΝΟΠΛΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ Γ. ΠΟΥΛΟΥ 
( POULOS VERBAND )

Ενώ η Κατοχή πλησίαζε στο τέλος της, η κυβέρνηση Ράλλη προχώρησε από το φθινόπωρο του 1943 στον σχηματισμό βοηθητικών αντικομμουνιστικών μονάδων (Τάγματα Ασφαλείας και άλλες παρακρατικές ομάδες), με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του αντάρτικου κινήματος στην ορεινή και στην πεδινή Ελλάδα και τη διάσωση του αστικού καθεστώτος από την επερχόμενη κομμουνιστική καταιγίδα. Πολλά από τα στοιχεία που αφορούσαν αυτές τις μονάδες έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Όσα υπάρχουν (Ομοσπονδιακά Αρχεία στο Κόμπλεντς της Γερμανίας (Βundesarchiv), έγγραφα της RG 165/179 στην Ουάσιγκτον κ.ά.), τεκμηριώνουν την άποψη πως οι Γερμανοί για να εμποδίσουν την άνοδο του ΕΛΑΣ χρηματοδότησαν και εξόπλισαν τις μονάδες αυτές με αποστολή να ελέγξουν την ελληνική ύπαιθρο χρησιμοποιώντας πολλές φορές τη βία και την τρομοκρατία.

Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Πούλος ήταν ένας άγνωστος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού μέχρι τη στιγμή που προσέφερε οικειοθελώς τις υπηρεσίες του στους Γερμανούς. Αν και το πολιτικό του ιστορικό θεωρείτο δημοκρατικό, τα δεξιά - εθνικιστικά του αισθήματα σύντομα βγήκαν στην επιφάνεια. Ο ίδιος, όπως και πολλοί από τους γερμανόφιλους της εποχής, ήταν αντιβασιλικός και προπολεμικά υποστήριζε την αντισημιτική οργάνωση ΕΕΕ που δημιουργήθηκε και δραστηριοποιήθηκε με βενιζελική χρηματοδότηση και υποστήριξη. Μισούσε τους Βρετανούς επειδή τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη Μικρασιατική Καταστροφή και υποστήριζε πως ο βασιλιάς Γεώργιος Β' ήταν Άγγλος πράκτορας. Όμως αν τα αισθήματα του εναντίον του Έλληνα μονάρχη ήταν έντονα, τότε η αποστροφή που ένιωθε για τον κομμουνισμό ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Ο Πούλος ξεκίνησε τη "σταδιοδρομία" του ως μέλος της Sonderkommando 2000, μιας γερμανικής μονάδας αντικατασκοπείας που οργάνωνε δίκτυα πληροφοριοδοτών και πρακτόρων στις γραμμές της ελληνικής αντίστασης. 

Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και στη διοίκηση της Εθνικής Ένωσης Ελλάδος (ΕΕΕ), της παλιάς αντιεβραϊκής οργάνωσης την οποία είχαν αναβιώσει στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα τα SS , η SD και κάποιοι Ελληνες νοσταλγοί του "Κάμπελ" (Βασ. Σκανδάλης, Γ. Κοσμίδης, Ν. Ζωγράφος κ. ά.).
Όταν ο Πούλος προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη (άνοιξη 1943), οι επιθέσεις των ανταρτών είχαν αυξηθεί σημαντικά. Ήταν η εποχή που η ρήξη μεταξύ των Ελλήνων που ήθελαν μια μεταπολεμική κομμουνιστική διαχείριση και εκείνων οι οποίοι επιθυμούσαν έναν μονάρχη (είτε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση) είχε ολοκληρωθεί.
Αυτές οι ολότελα διαφορετικές απόψεις παρατηρούντο μέχρι τότε στα ελληνικά πανεπιστήμια, στα καφενεία και στις ταβέρνες των μεγάλων πόλεων. Σταδιακά έφθασαν στα βουνά, στα χωριά και γενικότερα στην ελληνική ύπαιθρο.

Οι δυνάμεις του Άξονα δεν έχασαν την ευκαιρία που παρουσιάστηκε.Υποστηρίζοντας τα αντικομμουνιστικά στοιχεία της χώρας προχώρησαν με γερμανικό και ιταλικό εξοπλισμό στη συγκρότηση ελληνικών βοηθητικών αποσπασμάτων. Οι Ιταλοί είχαν προσπαθήσει νωρίτερα να βρουν Έλληνες εθελοντές, όμως επειδή ήταν αντιπαθείς και άξιοι περιφρόνησης μόλις και μετά βίας μπορούσαν να διατηρήσουν την τάξη στις περιοχές που έλεγχαν. Οι Γερμανοί και (σε μικρότερο βαθμό) οι Βούλγαροι ήταν πιο αποτελεσματικοί στη στρατολόγηση Ελλήνων εθελοντών. Οι Γερμανοί, ας σημειωθεί, ήταν σεβαστοί ως εξαιρετικοί στρατιώτες από ένα μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, ενώ οι Βούλγαροι στρατολόγησαν κυρίως σλαβόφωνους χωρικούς στη Δυτική Μακεδονία. Επιπλέον ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είχε αντικομμουνιστικά αισθήματα, ενώ ένα μικρότερο, κατάλοιπο της 4ης Αυγούστου, ήταν ισχυρά φασιστικό και υποστήριζε τους Γερμανούς.

Παρόλο που οι συνθήκες ήταν αρκετά ευνοϊκές επειδή ο ΕΛΑΣ είχε διαλύσει με τη βία τις περισσότερες αντικομμουνιστικές ομάδες στην περιοχή ενδιαφέροντος, ο Πούλος δεν κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερους από 300 άνδρες. Οι "Πουλικοί" με πρώτο ορμητήριο την πόλη της Θεσσαλονίκης και αργότερα το χωριό Κρύα Βρύση της Πέλλας συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ στη Μακεδονία. Φορούσαν γερμανικές στολές που έφεραν τα διακριτικά ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) και συνεργάζονταν με τα τοπικά Τάγματα Ασφαλείας. Ο ίδιος ο Πούλος φορούσε στολή αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού με μόνα γερμανικά διακριτικά τον αετό και τη σβάστικα. Ένας Γερμανός αξιωματικός - σύνδεσμος, ο Κουρτ Τομπίας (Kurt Tobias), τοποθετήθηκε στο αρχηγείο του (επί της οδού Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη) για τον καλύτερο συντονισμό της ομάδας Πούλου.

Τον Σεπτέμβριο του 1943 η SD αναγνώρισε επίσημα την ομάδα του Πούλου ως μέρος του οργανισμού της στην Ελλάδα, διαθέτοντας στον υπέρβαρο συνταγματάρχη γραφεία και ένα πεδίο ασκήσεων. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του ίδιου μήνα η ομάδα του Πούλου υπήχθη στο 2ο Σύνταγμα Brandenburg). Τότε η μονάδα εγκαταστάθηκε μέσα και γύρω από την Πτολεμαΐδα, κυρίως στα χωριά που κατοικούντο από προσφυγικό πληθυσμό. Οι «Πουλικοί» της Εορδαίας και της Καστοριάς υπό τη διοίκηση του έφεδρου λοχαγού Μενεμένη και του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου (παλαιού μακεδονομάχου από την Κλεισούρα), πραγματοποιούσαν πολλές επιδρομές εναντίον των ανταρτών της περιοχής, αλλά και των χωριών που υποψιάζονταν πως βοηθούσαν τους "αντάρτες (Ερμακιά).
Τον Ιανουάριο του 1944 το εθελοντικό Σώμα του Πούλου δέχθηκε 90-100 άνδρες από την Κρήτη. Φαίνεται πως η μικρή αυτή μονάδα δημιουργήθηκε στο νησί από έναν ελληνομαθή Γερμανό λοχία της Μυστικής Αστυνομίας, τον Φριτς Σούμπερτ (Fritz Schubert). Ο Σούμπερτ είχε στρατολογήσει Κρητικούς εθελοντές, αλλά και Γερμανούς του κοινού ποινικού δικαίου και των ταγμάτων φρουρίων, που εμφανίστηκαν στο ελληνικό έδαφος το φθινόπωρο του 1943. Οι περισσότεροι "Σουμπερτιανοί" ήταν φλογεροί πολέμιοι του κομμουνισμού, είτε άνεργοι καιροσκόποι, είτε απλώς νέοι Κρητικοί, που αναζητούσαν την περιπέτεια, διακρίνονταν δε για τη σκληρότητά τους. Η 5η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, που έδρευε στα ορεινά της Κρήτης, είχε ορκιστεί να καταληστέψει την ομάδα του Σούμπερτ με κάθε μέσο. Αυτό είχε ως συνέπεια ο Σούμπερτ να μην τολμήσει πλέον κανένα εγχείρημα έξω από τα Χανιά αν δεν συνοδευόταν από δυνάμεις της Wehrmacht. Έτσι η α-ποτελεσματικότητα της ομάδας του, ήταν πολύ μειωμένη, αφού η δράση της ήταν περιορισμένη. Επιπλέον, ο διοικητής της 22ης Αερομεταφερόμενης μεραρχίας (που τότε στάθμευε στην Κρήτη) αντιπαθούσε τον Σούμπερτ και τους άνδρες του, επειδή πίστευε πως η παρουσία τους ήταν επιζήμια. 

Οι "Σουμπερτιανοί" είχαν προκαλέσει τέτοιο θόρυβο στο νησί ώστε η γερμανική διοίκηση ήταν αναγκασμένη να τους στείλει μακριά. Έτσι κατέληξαν στη Βέροια, μαζί με τον συνταγματάρχη Πούλο, στις αρχές του 1944. Και οι δύο ομάδες πλέον συναγωνίζονταν στο ποια θα διαπράξει τις μεγαλύτερες ωμότητες. Οι περισσότερες επιδρομές εναντίον των ανταρτών από τους άνδρες του Πούλου ήταν εστιασμένες σε περιοχές όπου δρούσαν οι αντάρτες του συνταγματάρχη Καλαμπαλίκη της 10ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Οι Ελασίτες δεν δίσταζαν να αντιμετωπίσουν τον τρόμο της ΡουΙοs Verband με αντι-τρομοκρατία. Οι επιθέσεις εναντίον του Πούλου άρχισαν την άνοιξη του 1944. Στην αρχή ήταν παρενοχλητικές, σταδιακά όμως έγιναν συντονισμένες προσπάθειες ώστε η μονάδα του να καταστραφεί πλήρως. Στις 6 Απριλίου, για παράδειγμα, μια μονάδα της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ από το Βέρμιο επιτέθηκε σε ένα τμήμα "Πουλικών" την ώρα της αναφοράς τους. Όταν η μάχη τελείωσε, οι αντάρτες ισχυρίστηκαν ότι είχαν σκοτώσει 83 άνδρες.

Τον Ιούλιο του 1944 ομάδες "Πουλικών" και το 5ο Τάγμα Ασφαλείας Πτολεμαΐδας, υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Μαλτέζου, πήραν μέρος στις επιχειρήσεις των Γερμανών ανατολικά του Βερμίου εναντίον των ανταρτών της περιοχής. Η σχετική αναφορά του Τάγματος μιλά για "μεγάλες απώλειες των κομμουνιστικών συμμοριών".
Σε λίγο καιρό οι "πραιτοριανοί" του Πούλου έγιναν γνωστοί στα γύρω χωριά για την ωμότητα τους. Τουφέκιζαν όσους χωρικούς υποψιάζονταν πως ήταν μέλη του ΕΛΑΣ και επιτίθεντο στις γυναίκες που είχαν άνδρες στην Αντίσταση. Πίσω από κάθε φοβισμένο χωρικό έβλεπαν έναν υποψήφιο αντάρτη. Λεηλατούσαν τα σπίτια παίρνοντας το ψωμί, το στάρι, το τυρί και τα γιδοπρόβατα που οι χωρικοί δεν είχαν προλάβει να κρύψουν στα γύρω βουνά.
Πολλοί από τους "Πουλικούς", όπως κάποιος Κακλαμάνης από την Καστοριά, ζητούσαν "εισφορές" για τον "αντικομμουνιστικό αγώνα" και φορολογούσαν τους εμπόρους και τους βιοτέχνες της περιοχής.
"Ζητάμε από τον ελληνικό λαό", έλεγε σε μήνυμα του ο κατοχικός πρωθυπουργός στις αρχές του 1944, "να δείξει στοργή για τους άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας που θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο για να διασφαλίσουν τη ζωή, την τιμή και την ιδιοκτησία των πολιτών".
Λίγοι όμως από τους "ειρηνόφιλους πολίτες" προς τους οποίους απευθύνθηκε ο Ράλλης εμπιστεύονταν τα Τάγματα, αλλά και τις πολλές ανεξέλεγκτες συμμορίες του ΕΛΑΣ που το όνομά τους είχε γίνει συνώνυμο της αυθαίρετης βίας.

Στις 13 Απριλίου 1944 η μονάδα του συνταγματάρχη Πούλου βρέθηκε στα Γιαννιτσά. Μαζί ήταν και η μονάδα των "Σουμπερτιανών", πλαισιωμένη από τουρκόφωνους χωρικούς της γύρω περιοχής. Είχε προηγηθεί η απαγωγή και η εκτέλεση ενός Γερμανού στρατιώτη από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Εκεί οι άνδρες του Πούλου και του Σούμπερτ συγκέντρωσαν όλους τους άρρενες άνω των 10 χρόνων, στην πλατεία μπροστά από το σχολείο, όπου στεγαζόταν η γερμανική φρουρά. Τις γυναίκες και τα παιδιά τα συγκέντρωσαν σε μια άλλη γειτονική πλατεία. Ύστερα από μια σύντομη ομιλία του πατέρα Παπαγρηγορίου, του ιερέα που συνόδευε το απόσπασμα, ο Σούμπερτ άρχισε να απειλεί ουρλιάζοντας.
Για τους "Πουλικούς", που είχαν εκτεθεί στα μάτια του κόσμου με τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς, οι εκτελέσεις και οι βιαιοπραγίες αποτελούσαν καθημερινή ρουτίνα. Ο τελικός αριθμός των νεκρών ανέβηκε τουλάχιστον στους 75, ανεξάρτητα από εκείνους τους χωρικούς οι οποίοι εκτελέσθηκαν επί τόπου στους αγρούς τους από τους άνδρες του Πούλου και του Σούμπερτ.

Η εφιαλτική μέρα για τους άτυχους Γιαννιτσιώτες όμως δεν τελείωσε με τις εκτελέσεις. Το απόσπασμα θανάτου συνέχισε το έργο του παίρνοντας τα ρούχα των θυμάτων, τα παπούτσια, τα λεφτά και τα πολύτιμα είδη τους, ενώ έκαψε και πολλά σπίτια "υπόπτων στο φρόνημα". Όση ώρα διαδραματίζονταν τα γεγονότα αυτά οι Γερμανοί της τοπικής φρουράς έστεκαν παράμερα και κοιτούσαν αδιάφορα ή έπαιρναν φωτογραφίες.
Μόλις αποχώρησαν οι "Πουλικοί" με τα φορτηγά αυτοκίνητα τους, οι επιζώντες διέφυγαν στην ύπαιθρο. Ένας απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ο Ελβετός Βένγκερ, επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά έπειτα από δύο ημέρες. Βρέθηκε σε «μια νεκρή πόλη, μια πόλη φάντασμα». Σχεδόν το 1/3 των σπιτιών είχε καεί, ενώ οι δρόμοι και οι πλατείες είχαν ερημώσει. Καθώς διέσχιζε τον κάμπο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, άκουσε από τους φοβισμένους ντόπιους και για άλλα εγκλήματα. Στη Βέροια είχαν βιάσει 12 γυναίκες, στο χωριό Σκυλίτσι οι "Πουλικοί" είχαν εκτελέσει όποιον βρήκαν μπροστά τους. Στον Χορτιάτη, 22 χλμ. ΝΑ της Θεσσαλονίκης, συνέβη το πιο φρικτό από όλα. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1944 ο Σούμπερτ μεταφέροντας μια δύναμη από δικούς του και άνδρες του Πούλου πάνω σε 20 καμιόνια κύκλωσε το χωριό. Είχε προηγηθεί η δολοφονία ενός Γερμανού και ενός Έλληνα υπαλλήλου της Εταιρίας Ύδρευσης από μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ. Εισερχόμενοι οι "γερμανοντυμένοι" μέσα στο χωριό άρχισαν να πυροβολούν ό,τι εκινείτο. Σε ένα από τα αρχοντικά σπίτια συγκέντρωσαν όλα τα γυναικόπαιδα και αφού κλείδωσαν τις πόρτες έβαλαν φωτιά χρησιμοποιώντας μια εμπρηστική σκόνη. 

Οι κάτοικοι αλλόφρονες προσπαθώντας να μην καούν ζωντανοί, έπεσαν πάνω στα πολυβόλα. Βλέποντας αιμόφυρτο τον ιερέα του χωριού, Δημήτριο Τομαρά, οι δύο κόρες του όρμησαν πάνω σε έναν Γερμανό φρουρό. Ο επικεφαλής αξιωματικός τις συνέλαβε και τις έριξε και αυτές στις φλόγες. Συνολικά 250 κάτοικοι του Χορτιάτη εκτελέσθηκαν ή κάηκαν ζωντανοί.
Ο Βένγκερ συνάντησε τον Πούλο στο οχυρωμένο στρατηγείο του στην Κρύα Βρύση, έξω από τα Γιαννιτσά. Τόλμησε να αρθρώσει κάποιες λέξεις διαμαρτυρίας για τις σφαγές που προξένησαν οι παρακρατικές συμμορίες, αλλά ο δοσίλογος συνταγματάρχης τον διέκοψε απότομα: «Τα παράπονα σας να τα κάνετε στους αντάρτες. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την όλη κατάσταση». Δεν έδειξε να έχει καθόλου τύψεις παρά μόνο μίσος για τους χωρικούς που τροφοδοτούσαν τους αντάρτες, ενώ κατέστησε σαφές στον ξένο συνομιλητή του πως η γνώμη του για τον Ερυθρό Σταυρό δεν ήταν καθόλου καλή.

Καθώς ο ΕΛΑΣ γινόταν ολοένα και πιο απειλητικός, οι "στρατιώτες" του Πούλου έδειχναν φοβισμένοι, έτοιμοι να πατήσουν τη σκανδάλη και να προβούν σε πράξεις πρωτοφανούς αγριότητας. Μόλις μαθευόταν ότι πλησίαζαν, ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις άδειαζαν και οι κάτοικοι έτρεχαν πανικόβλητοι να κρυφτούν στα χωράφια και στις σπηλιές των γύρω βουνών. Μια φορά ένας "Πουλικός" οπλαρχηγός, όταν πάντρεψε την κόρη του, υποχρέωσε τα χωριά της περιφερείας του να πληρώσουν σε είδος κάποια "δώρα" για τον γάμο της.

Γενικά οι σφαγές, η βία και οι μέθοδοι του Πούλου ήταν μέρος μιας συνειδητής πολιτικής και τακτικής των Γερμανών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την τρομοκρατία σε μαζική κλίμακα πιστεύοντας πως ήταν η καλύτερη δυνατή λύση απέναντι στο συνεχώς διογκούμενο αντάρτικο. Ο ΕΛΑΣ από την πλευρά του συμμετείχε το ίδιο φανατισμένα σε αυτό το όργιο εγκλημάτων αντεκδίκησης, εκτελώντας συχνά ανυποψίαστους πολίτες με ψευδείς κατηγορίες.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως και η ίδια ΠΑΟ μια από τις πιο αντικομμουνιστικές οργάνωσης της Κατοχής, κράτησε αποστάσεις από τον Πούλο . Ένα υπόμνημα του αντισυνταγματάρχη Αργυρόπουλου της ΠΑΟ προς το συμμαχικό στρατηγείο του Καΐρου στις 22/10/1944 ανέφερε: "...ουδείς οίκτος επιτρέπεται δια τον Πούλον και τα τμήματα πρέπει να τους γίνει μεταχείρισις προδοτών. Ο λαός της Βορείου Ελλάδος με ικανοποίηση θα τους έβλεπε κρεμασμένους όλους". 
Τον Απρίλιο του 1944 ο ΕΛΑΣ αποφάσισε να δόση ένα γερό κτύπημα στο "πουλικό απόσπασμα", ειδική ομάδα από 20 αντάρτες εισχώρησε στη Βέροια, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι δοσίλογοι. 

Ήταν Κυριακή απόγευμα και αρκετός κόσμος έκανε την καθιερωμένη βόλτα του. Ο Πούλος και οι άντρες του δειπνούσαν σε ένα σχολείο χωρίς να έχουν πάρει ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης. Το πυρ των απών τούς έπιασε απροετοίμαστους. Επακολούθησε πανικός. Πάνω από 100 άνδρες του Πούλου σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν. Ανάμεσα τους ήταν ο υπαρχηγός τους, ενώ ο σκληροτράχηλος συνταγματάρχης κατόρθωσε να ξεφύγει. Οι Γερμανοί, έφθασαν καθυστερημένα, δεν έκαναν τίποτε, οι αντάρτες απεχώρησαν αθόρυβα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον είχαν εισέλθει στην πόλη (ο γραφών είχε την ευκαιρία να ακούσει τις λεπτομέρειες της μάχης από έναν παλαιό "Πουλικό" που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης και πέθανε πρόσφατα).

Από το βιβλίο: " Η μαύρη σκιά στην Ελλάδα" του Ιάκωβου Χονδροματίδη. Έκδοση του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία των εκδόσεων Περισκόπιο. Κυκλοφόρησε το 2001

(Συνεχίζεται)


Καρλ Μαρξ

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων».