Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

  • του Χρήστου Μπαλωμένου

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Όλα τα Μεταβατικά Προγράμματα βασίζονται στη ρητή ή άρρητη αποδοχή της θέσης ότι το εργατικό κίνημα μπορεί –υπό προϋποθέσεις– να επιβάλλει στην καπιταλιστική κυριαρχία σε καθοριστικό βαθμό τη θέλησή του εντός του πλαισίου του καπιταλισμού, χωρίς την ανατροπή του αστικού κράτους και χωρίς την εξουσία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτές οι κατακτήσεις που θα αποσπά η εργατική τάξη μπορούν να διευρύνονται συνεχώς, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα τις επαναστατικές διαθέσεις σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αυτή η διαδικασία θα κορυφωθεί με την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Όσον αφορά τα αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος, αυτά θα υλοποιούνται στην πορεία της
πάλης. Κάποια από αυτά (όλο και περισσότερα) θα κατακτιούνται εντός του καπιταλισμού, ενώ τα υπόλοιπα θα υλοποιηθούν όταν η εργατική τάξη κατακτήσει την εξουσία και οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Αυτό υπονοεί το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω από τον «ΕΑ» περί υλοποίησης του μεταβατικού προγράμματος «στην πορεία κλονισμού και τελικά ανατροπής της αστικής εξουσίας». Είναι φανερό ότι σε αυτήν την «πορεία κλονισμού» ιδιαίτερα χρήσιμη μπορεί να αποδειχτεί η κατάκτηση της κυβέρνησης από «αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές δυνάμεις». Αυτό το νόημα έχουν οι συνεχείς αναφορές στις «ριζικές ανατροπές που ανοίγουν το δρόμο στο σοσιαλισμό».
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, το παραπάνω σχήμα προϋποθέτει μια μακροχρόνια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ των δύο τάξεων, η οποία επιτρέπει στην εργατική τάξη υπό προϋποθέσεις να επιβάλλει σε σημαντικό βαθμό τη θέλησή της χωρίς την ανατροπή της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Αυτή η μακροχρόνια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ της ισχύος των δύο τάξεων δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη και το κόμμα της μέχρι και να κερδίσει τη διακυβέρνηση και να καταλάβει τους υπουργικούς θώκους χωρίς την ανατροπή της αστικής εξουσίας…
Το παραπάνω σχήμα αποτελεί αναίρεση όλων των θεμελιωδών αποδοχών του μαρξισμού-λενινισμού, τόσο για την καπιταλιστική οικονομία όσο και για το αστικό εποικοδόμημα, ενώ δεν έχει επαληθευτεί ποτέ και πουθενά από την πράξη.
Καταρχάς βασίζεται στην αμφισβήτηση όλων των νομοτελειών της καπιταλιστικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της επιδίωξης του καπιταλιστικού κέρδους. Μόνο στη βάση αυτής της αμφισβήτησης μπορεί να στοιχειοθετηθεί η δυνατότητα συνεχόμενων κατακτήσεων του εργατικού κινήματος εντός του καπιταλισμού και η αποδοχή ότι αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από τα χαρακτηριστικά και τη μαχητικότητα του εργατικού κινήματος, χωρίς να παίζουν κανένα ρόλο τα όρια που θέτει σε αυτές τις κατακτήσεις το ίδιο το καπιταλιστικό κέρδος σε κάθε συγκυρία, σε κάθε διαφορετικό χώρο και χρόνο. Πρόκειται για μια αντίληψη βαθιά οπορτουνιστική, αφού αποδέχεται ότι το εργατικό κίνημα μπορεί –αν κατακτήσει τα σωστά χαρακτηριστικά– να μετατρέψει με την πάλη του τον καπιταλισμό σε ανθρώπινο κοινωνικοοικονομικό σύστημα για τους εργαζόμενους.
Η ίδια υποτίμηση των οικονομικών νομοτελειών του καπιταλισμού αντανακλάται σε πολλές ακόμα θέσεις των δύο οπορτουνιστικών ομάδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εκτιμήσεις τους σχετικά με την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση. Πέραν του γεγονότος ότι η ανάλυσή τους υποτιμούσε σαφώς το νομοτελειακό χαρακτήρα της εξόδου του καπιταλισμού από την κρίση (ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα έχει η ακόλουθη φάση της σταθεροποίησης και ανάπτυξης, δε θα βγει ποτέ από την κρίση) συνέδεαν την έξοδο από την κρίση από τη στάση του ΚΚΕ, εγκαλώντας το να προβάλει πολιτική πρόταση φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση στο πλαίσιο του καπιταλισμού.26 Καλλιεργούν δηλαδή την αυταπάτη για τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Αλλά η ανατροπή του καπιταλισμού δεν μπορεί να έρθει ως επιστέγασμα συνεχόμενων και διευρυνόμενων κατακτήσεων, αλλά ως αποτέλεσμα ενός πλέγματος αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών. Στις αντικειμενικές συνθήκες περιλαμβάνεται και η επαναστατική κατάσταση ως συμπύκνωση της κρίσης των «κορυφών» της αστικής τάξης, της μεγαλύτερης της συνηθισμένης και μη διαχειρίσιμης από το αστικό κράτος επιδείνωσης της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων και της επακόλουθης ανόδου της δραστηριότητας των μαζών.
Η εμφάνιση της επαναστατικής κατάστασης έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και απορρέει από την όξυνση των αντιθέσεων ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η υποτίμηση του στοιχείου της επαναστατικής κατάστασης πάει χέρι-χέρι με την άρνηση της αποδοχής ότι μόνο σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να συσπειρωθεί η πλειοψηφία της εργατικής τάξης γύρω από το κόμμα της για την επαναστατική αλλαγή. Η αυταπάτη ότι είναι δυνατό σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας του καπιταλισμού, νομοτελειακής κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας, να συσπειρωθεί πλειοψηφικά η εργατική τάξη γύρω από το Κόμμα της αποτέλεσε μία από τις βασικές πηγές πίεσης για την εμφάνιση των Μεταβατικών Προγραμμάτων, τα οποία προτάθηκαν ως μέσο γεφύρωσης της αντίφασης ανάμεσα στην ωρίμανση των αντικειμενικών προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση και την αναντίστοιχη ετοιμότητα δράσης των εργατικών μαζών.
Η παραπάνω αυταπάτη κρύβεται πίσω από τον τρόπο με τον οποίο εκτιμούν και ερμηνεύουν οι συγκεκριμένες ιστοσελίδες την πολιτική και συνδικαλιστική επιρροή του ΚΚΕ. Σύμφωνα με αυτές λοιπόν, αν η πολιτική ενός ΚΚ είναι σωστή, τότε αυξάνεται η επιρροή του ενώ, αν είναι λάθος, τότε αυτή μειώνεται… Ο κοινοβουλευτικός τρόπος εκτίμησης της παρέμβασης ενός επαναστατικού κόμματος σε συνθήκες ακλόνητης αστικής κυριαρχίας έχει «τυφλώσει» τους αρθρογράφους αυτών των ιστοσελίδων, οι οποίοι ξεπέφτουν μέχρι του σημείου να καθιστούν την πολιτική «γραμμή» του ΚΚΕ ως βασικό παράγοντα καθορισμού των εξελίξεων τόσο στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα όσο και στο αστικό πολιτικό σκηνικό, θεωρώντας την υπεύθυνη μέχρι και για την εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ.27

ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΤΣΚΙ

Το παραπάνω «σχήμα» του μεταβατικού προγράμματος αποτελεί τροποποιημένη αναβίωση του ιστορικού διαχωρισμού του προγράμματος της Σοσιαλδημοκρατίας πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σ’ ένα μίνιμουμ πρόγραμμα, το οποίο περιοριζόταν σε μεταρρυθμίσεις εντός του καπιταλισμού, και σε ένα μάξιμουμ πρόγραμμα, το οποίο περιελάμβανε τα μέτρα που θα υλοποιούνταν στο σοσιαλισμό. Η υλοποίηση του μίνιμουμ προγράμματος προβαλλόταν ως απαραίτητη προϋπόθεση «για να ανοίξει ο δρόμος» για την υλοποίηση του μάξιμουμ προγράμματος, δηλαδή για το σοσιαλισμό.
Ο «ΕΑ» και η «ΝΣ» κινούνται στην παραπάνω λογική. Γράφει, για παράδειγμα, η «ΝΣ»: «Στην πορεία ανάπτυξης της πάλης του επαναστατικού κινήματος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει ανάγκη από την ύπαρξη ενός μίνιμουμ Προγράμματος, που θα οδηγεί στην εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία, αλλά, ταυτόχρονα, και στο άνοιγμα του δρόμου για το πέρασμα στο σοσιαλισμό· παραπέρα έχει ανάγκη και του γενικού του Προγράμματος, που θα τονίζει την ανάγκη όχι μόνο του περάσματος στο σοσιαλισμό, αλλά και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού […] Σ’ αυτό το γενικό Πρόγραμμα θα είναι ενταγμένο το μίνιμουμ Πρόγραμμα, ως προοίμιο του γενικού»28.
Και οι δύο ιστοσελίδες επικαλούνται κάποιες επεξεργασίες του Λένιν για να στηρίξουν το μίνιμουμ και μάξιμουμ πρόγραμμα. Γράφει ο «ΕΑ»: «Ο Λένιν υποστήριζε πάγια ότι στο δρόμο προς την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας υπάρχει ανάγκη διατύπωσης μίας δέσμης μεταβατικών μέτρων, ενός προγράμματος μίνιμουμ, που θα είναι βέβαια διαλεκτικά δεμένο με το στρατηγικό στόχο της επανάστασης. Πρόκειται για μία γέφυρα που βοηθά να περάσει κανείς στην αντίπερα όχθη του ποταμού»29.
Η «ΝΣ» σημειώνει με τη σειρά της: «Στο άρθρο του ο Β. Ι. Λένιν “Για την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος” υπερασπίζεται την ανάγκη ύπαρξης του μίνιμουμ προγράμματος, όταν το άρθρο αυτό γράφεται στις 6 του Οχτώβρη 1917 για το Συνέδριο του Κόμματος που έχει προγραμματιστεί να γίνει στις 17 του Οχτώβρη 1917 […] Σ’ αυτό το πρόγραμμα που υπερασπίζεται ο Β. Ι. Λένιν υπάρχουν και όλα εκείνα τα μεταβατικά μέτρα, τα οποία επιτρέπουν το όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο πέρασμα στο σοσιαλισμό, γεγονός που φαίνεται καθαρά από τη συμπλήρωση που κάνει ο ίδιος στο προηγούμενο Πρόγραμμα του 1903».
Οι παραπάνω επικλήσεις του Λένιν για την αιτιολόγηση των σημερινών «μεταβατικών» στρατηγικών επεξεργασιών δεν αποτελούν κοινό στοιχείο μόνο του «ΕΑ» και της «ΝΣ», αλλά και όλων των οπορτουνιστικών μορφωμάτων (κόμματα, ομάδες, τάσεις, ιστοσελίδες) που επικαλούνται το μεταβατικό πρόγραμμα –από τον Τόλιο30 του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την πιο μικρή οπορτουνιστική ομάδα. Τα κείμενα που επικαλούνται γράφτηκαν το διάστημα από τον Απρίλη μέχρι το Σεπτέμβρη του 1917. Πιο συγκεκριμένα επικαλούνται κυρίως το άρθρο «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσουμε»31 (γραμμένο στις 10-14 Σεπτέμβρη 1917), το κείμενο με τίτλο «Σχετικά με την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος»32 (6-8 Οκτώβρη 1917), καθώς και λίγα ακόμα κείμενα της περιόδου Απρίλη-Οκτώβρη 1917 τα οποία σχετίζονται με τη συμβολή του Λένιν στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος των Μπολσεβίκων.
Οι τροτσκιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί αιτιολογούν και αυτοί τα πολύχρωμα Μεταβατικά τους Προγράμματα επικαλούμενοι τα ίδια κείμενα του Λένιν και προσθέτοντας στις πηγές της συγκεκριμένης επεξεργασίας και την απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου της λεγόμενης «Τέταρτης Διεθνούς» του Τρότσκι το 1938.
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι φυσικά δυνατό να παρουσιαστεί ολόκληρη η αντιπαράθεση της εποχής. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση της εξέλιξης της στρατηγικής επεξεργασίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος είναι ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης και απαιτεί συλλογική επεξεργασία.
Αυτό που μπορεί ωστόσο να γίνει είναι να παρουσιαστούν κάποια βασικά στοιχεία που αφορούν τη σχέση των στρατηγικών επεξεργασιών της περιόδου την οποία επικαλούνται οι δύο ιστοσελίδες και των σημερινών «μεταβατικών» τους επεξεργασιών.
Ας δούμε όμως κάποιες ενδεικτικές αναφορές του Λένιν από τα παραπάνω άρθρα. Το Σεπτέμβρη του 1917, σε συνθήκες ερήμωσης και διεύρυνσης της εξαθλίωσης ως συνέπεια του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αλλά και ένοπλης παρέμβασης των εργατών και των στρατιωτών στις εξελίξεις μέσω των Σοβιέτ, ο Λένιν εκτιμά ότι: «…το βασικό και κύριο μέτρο πάλης, το μέτρο αποτροπής της καταστροφής και της πείνας […] είναι: ο έλεγχος, η επίβλεψη, η καταγραφή, η ρύθμιση από το κράτος, ο καθορισμός μιας σωστής κατανομής των εργατικών δυνάμεων στην παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων, η φειδώ στις λαϊκές δυνάμεις, η αποφυγή κάθε σπατάλης δυνάμεων, η οικονομία αυτών των δυνάμεων»33.

Έτσι, προτείνει μια σειρά μέτρων προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως εθνικοποίηση και συνένωση των τραπεζών, εθνικοποίηση των μεγαλύτερων μονοπωλιακών ενώσεων, κατάργηση του εμπορικού απορρήτου, υποχρεωτική οργάνωση σε ενώσεις των βιομηχάνων, των εμπόρων και των επιχειρηματιών γενικά, αναγκαστική συνένωση του πληθυσμού σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του μεταβατικού προγράμματος και του μίνιμουμ και μάξιμουμ προγράμματος, υπάρχουν και διατυπώσεις όπως οι εξής: «Μ’ αυτήν την έννοια δώσαμε το πρόγραμμα των μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό […] Πρέπει να πραγματοποιήσουμε πρώτα τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό, να οδηγήσουμε την επανάστασή μας ως τη νίκη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και ύστερα πια, “γυρίζοντας από τον πόλεμο”, μπορούμε και πρέπει να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ σαν αχρείαστο πια»34.
Πριν παρουσιάσουμε το περιβάλλον στο οποίο γράφτηκαν οι παραπάνω διατυπώσεις, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν βασικές θέσεις του Λένιν, τις οποίες «ξεχνάνε» οι συγκεκριμένες οπορτουνιστικές ομάδες και όλα τα άλλα μορφώματα που υιοθετούν το σχήμα που συνεπάγεται το μεταβατικό πρόγραμμα. Καταρχάς υπάρχουν οι θέσεις του Λένιν στο καθαυτό έργο του για την ανάγκη επαναστατικού τσακίσματος του αστικού κράτους, στο «Κράτος και Επανάσταση», οι οποίες σαφώς περνάνε σε δεύτερη μοίρα στην αρθρογραφία των ομάδων αυτών. Υπάρχουν όμως και πιο συγκεκριμένες διατυπώσεις για τα παραπάνω. Για παράδειγμα, μέσω των Θέσεων του 2ου Συνεδρίου της ΚΔ (καλοκαίρι 1920), που έλαβε χώρα σε συνθήκες στερέωσης της αστικής εξουσίας σε μια σειρά χώρες μετά από το πρώτο μεγάλο επαναστατικό κύμα της περιόδου 1918-1919, ο Λένιν (ο οποίος τις έγραψε) προσπαθεί να κωδικοποιήσει τα προβλήματα που δημιούργησε στα επαναστατικά κόμματα η εφαρμογή των μίνιμουμ και μάξιμουμ προγραμμάτων. Πιο συγκεκριμένα εκεί αναφέρεται: «Χάρη στην αδιάκοπη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και στην επέκταση του επιπέδου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός στερεώθηκε πάρα πολύ· το ίδιο έγινε και για τα κοινοβουλευτικά κράτη. Απ’ αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική δράση των αστικών Κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του αγώνα για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου “μίνιμουμ” προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός “μάξιμουμ” προγράμματος που απέβλεπε σ’ έναν απομακρυσμένο “τελικό σκοπό”. Πάνω σ’ αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης»35.
Επίσης, όσον αφορά τον εργατικό έλεγχο, o Λένιν σημειώνει τον Οκτώβρη του 1917, λίγες μέρες πριν την επανάσταση: «Όταν εμείς λέμε “εργατικός έλεγχος”, βάζοντας αυτό το σύνθημα πάντα δίπλα στη δικτατορία του προλεταριάτου, πάντα ύστερα από αυτήν, τότε μ’ αυτό διευκρινίζουμε για τι λογής κράτος γίνεται λόγος. Το κράτος είναι το όργανο κυριαρχίας μίας τάξης»36.
Τι ισχύει άραγε; Ποια είναι η πραγματική εκτίμηση του Λένιν για το μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα;
Είναι φανερό ότι από τα ξεκομμένα «τσιτάτα» δεν μπορούν να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα. Και δεν μπορούν να απαντηθούν, γιατί τα αποσπάσματα δεν αναδεικνύουν από μόνα τους τις συνθήκες στις οποίες διατυπώθηκαν, την αντιπαράθεση στην οποία ενεπλάκησαν, τα ερωτήματα που έθετε κάθε φορά η ζωή στους επαναστάτες.
Οι σημερινοί οπορτουνιστές δεν «μπαίνουν στον κόπο» να μελετήσουν τη σκέψη του επαναστατικού κινήματος και των ηγετών του σε συνάρτηση με τα παραπάνω. Αντίθετα, προσπαθούν να προσδώσουν λενινιστικό «επίχρισμα» στις δικές τους επεξεργασίες επιλέγοντας τα «τσιτάτα» που τους ταιριάζουν, αποκόβοντάς τα τόσο από τις συνθήκες στις οποίες διατυπώθηκαν όσο και από την αντιπαράθεση στο πλαίσιο της οποίας αξιοποιήθηκαν, αποκρύπτοντας άλλα «τσιτάτα» τα οποία δεν τους κάνουν. Τις ίδιες λαθροχειρίες διαπράττουν από κοινού με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και στο ζήτημα της Ιστορίας τόσο του ΚΚΕ όσο και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Πριν συνεχίσουμε, υπενθυμίζουμε τι απαντούσε ο ίδιος ο Λένιν σε αντίστοιχες πρακτικές της εποχής του: «Όλο το πνεύμα του μαρξισμού, όλο το σύστημά του απαιτεί να εξετάζουμε την κάθε θέση μόνο α) ιστορικά, β) μόνο σε σύνδεση με άλλες θέσεις, γ) μόνο σε σύνδεση με τη συγκεκριμένη πείρα της Ιστορίας»37.
Από τη νίκη της αστικής επανάστασης του Φλεβάρη και το σχηματισμό της πρώτης αστικής Προσωρινής Κυβέρνησης μέχρι το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία υπήρχε αυτό που χαρακτήριζε ο Λένιν ως δυαδική εξουσία, μια πρόσκαιρη ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην κυβέρνηση της αστικής τάξης και τα Σοβιέτ (συμβούλια αντιπροσώπων) των εργατών, αγροτών και στρατιωτών, στα οποία υπάγονταν ένοπλες εργοστασιακές φρουρές, αλλά και ολόκληρα στρατιωτικά τμήματα.
Ο Λένιν χαρακτήριζε ως εξής την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί: «Η πιο αξιοσημείωτη ιδιομορφία της επανάστασής μας βρίσκεται στο ότι δημιούργησε μια δυαδική εξουσία […] Πλάι στην Προσωρινή Κυβέρνηση, στην κυβέρνηση της αστικής τάξης, σχηματίστηκε μια άλλη κυβέρνηση, αδύνατη ακόμα, εμβρυακή, μα που ωστόσο υπάρχει αναμφισβήτητα στην πραγματικότητα και αναπτύσσεται: Τα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών βουλευτών […] Ποιος είναι ο πολιτικός χαρακτήρας αυτής της κυβέρνησης; Είναι μια επαναστατική δικτατορία, δηλαδή εξουσία που στηρίζεται στην επαναστατική κατάληψη, στην άμεση πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών από τα κάτω, και όχι στο νόμο που έχει εκδώσει μια συγκεντρωτική κρατική εξουσία»38.
Πέρα από την αδυναμία του αστικού κράτους να επιβάλει πλήρως την ταξική του θέληση, η κατάσταση περιπλεκόταν για τους μπολσεβίκους από το γεγονός ότι στα ένοπλα σοβιέτ δεν κυριαρχούσαν οι ίδιοι, αλλά οι οπορτουνιστικές δυνάμεις των μενσεβίκων και των λεγόμενων εσέρων (σοσιαλιστές-επαναστάτες). Ταυτόχρονα βέβαια η πείνα και η καταστροφή απαιτούσαν συγκεκριμένες κινήσεις από τους ένοπλους εργάτες για την αντιμετώπισή τους. Και όλα αυτά σε συνθήκες όπου οι πλατιές μάζες των εργαζομένων θεωρούσαν την αστική κυβέρνηση ως επαναστατική και η ίδια αυτοχαρακτηριζόταν ως τέτοια.
Έτσι, συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι η ζωή έθετε στον Λένιν και τους μπολσεβίκους το εξής ερώτημα: Τι να προτείνουν στα ένοπλα Σοβιέτ να κάνουν σε συνθήκες που τα Σοβιέτ είχαν αντικειμενικά μέρος της εξουσίας, αλλά την ίδια στιγμή κυριαρχούσαν σε αυτά τα μικροαστικά στοιχεία και οι μενσεβίκοι; Τι έπρεπε να προτείνουν σε αυτές τις συνθήκες στα ένοπλα Σοβιέτ ώστε και να οργανώσουν την πάλη της επιβίωσης, και μέσα από αυτήν την πάλη να καταλάβουν ότι η κυβέρνηση δεν είναι στο πλευρό τους, αλλά απέναντί τους, να καταλάβουν μέσα από την πάλη ότι τα όπλα που είχαν στα χέρια τους έπρεπε να τα στρέψουν απέναντι στην αστική κυβέρνηση;
Σε τέτοιες συνθήκες «ρίχτηκαν» τα συνθήματα του εργατικού ελέγχου (πριν τη νίκη της εργατικής εξουσίας), της κρατικοποίησης και υποχρεωτικής συνένωσης των τραπεζών, της καταγραφής και της ρύθμισης από το κράτος της παραγωγής και της κατανάλωσης κλπ. Σε αυτές τις συνθήκες έκανε ο Λένιν λόγο για έλεγχο, επίβλεψη, καταγραφή, ρύθμιση από το κράτος, για καθορισμό μιας σωστής κατανομής των εργατικών δυνάμεων στην παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων, για αποφυγή κάθε σπατάλης δυνάμεων.
Σε αυτές τις συνθήκες διατυπώθηκαν και αιτήματα όπως το εξής: «Οι καπιταλιστές πρέπει να πληρώνουν τους μισθωτούς εργάτες, το υπηρετικό προσωπικό κτλ. για τις μέρες που αφιερώνουν σε κοινωνική υπηρεσία στην πολιτοφυλακή»39. Αλήθεια, γιατί οι σημερινοί οπορτουνιστές δεν προσθέτουν και αυτό το λενινιστικό αίτημα στη λίστα των μεταβατικών αιτημάτων τους;
Σε αυτές τις συνθήκες κυριαρχίας του οπορτουνισμού στα Σοβιέτ των ένοπλων εργατών εμφανίστηκαν διατυπώσεις σαν τις εξής: «Όχι “εφαρμογή του σοσιαλισμού σαν άμεσο καθήκον μας, αλλά πέρασμα αμέσως μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων από μέρους των Σοβιέτ των εργατών βουλευτών”»40, καθώς και αναφορές που χαρακτήριζαν τον έλεγχο των τραπεζών, τον υποχρεωτικό συνδικαλισμό των καπιταλιστών και άλλα αντίστοιχα ως «βήματα προς το σοσιαλισμό».
Φυσικά, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, υπήρξαν ακόμα και την ίδια περίοδο διατυπώσεις οι οποίες αναφέρουν ότι τέτοια μέτρα έχουν σημασία μόνο όταν λαμβάνονται στο πλαίσιο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι διατυπώσεις άλλωστε πάντα αντανακλούν, εκτός από τις συνθήκες, και το πού θέλει να δώσει ο συγγραφέας τους βάρος, ποια στοιχεία της επιχειρηματολογίας του αντιπάλου ιεραρχεί ότι πρέπει να καταπολεμήσει σε κάθε φάση.
Με λίγα λόγια, αυτές οι συγκεκριμένες διατυπώσεις του Λένιν δεν απαντάνε στο τι πρέπει να απαιτήσει το εργατικό κίνημα σε μη επαναστατικές συνθήκες, σε συνθήκες μακρόχρονης νόμιμης πάλης και ακλόνητης πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης και του κράτους της, αλλά στο τι πρέπει να επιβάλουν με τα όπλα τους οι ένοπλοι εργάτες οι οποίοι παλεύουν για την επιβίωση, αλλά δεν έχουν αποφασίσει ακόμα να διεκδικήσουν τη δική τους εξουσία.
Αυτό που γίνεται από τους οπορτουνιστές στην ουσία είναι η μηχανιστική μεταφορά στις σημερινές συνθήκες και η γενίκευση ως πάγιο χαρακτηριστικό της πολιτικής του ΚΚ μιας «λογικής» η οποία αποτελούσε εξειδίκευση σε τελείως διαφορετικές, ιδιαίτερες συνθήκες. Όσον αφορά τη μακροχρόνια ισορροπία δυνάμεων, τη μακροχρόνια κατάσταση «δυαδικής εξουσίας» που προϋποθέτουν και υπονοούν τα Μεταβατικά Προγράμματα, ο Λένιν την απέρριπτε κατηγορηματικά:
 «Δε χωράει ούτε η παραμικρή αμφιβολία ότι μια τέτοια “σύμπλεξη” (σ.σ.: της εξουσίας της Προσωρινής Κυβέρνησης και της εξουσίας των Σοβιέτ) δεν μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό. Δύο εξουσίες σ’ ένα κράτος δεν μπορεί να υπάρχουν. Η μία από αυτές πρέπει να εκμηδενιστεί»41.
Από τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι ο λογικός πυρήνας του Μεταβατικού Προγράμματος δεν έχει καμία σχέση με τις αντίστοιχες επεξεργασίες του Λένιν. Αντίθετα, αποτελεί σχεδόν αντιγραφή της λογικής του Μεταβατικού Προγράμματος του ιδρυτικού συνεδρίου της λεγόμενης «Τέταρτης Διεθνούς» του Τρότσκι. Εκεί μπαίνει η λογική των προτεινόμενων μεταβατικών μέτρων… σε μη επαναστατικές συνθήκες. Ο Τρότσκι είναι ο μόνος ο οποίος διατύπωσε σε ενιαίο πρόγραμμα τα λεγόμενα μεταβατικά αιτήματα, προβάλλοντας αυτό το πρόγραμμα σε μη επαναστατικές συνθήκες ως όχημα ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής συνείδησης. Ας δούμε τι έγραφε στην Απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου της λεγόμενης Τέταρτης Διεθνούς: «Πρέπει να βοηθήσουμε τις μάζες, μέσα στο προτσές των καθημερινών αγώνων τους, να βρουν τη γέφυρα που ενώνει τις σημερινές διεκδικήσεις τους με το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η γέφυρα αυτή πρέπει να αποτελείται από ένα σύστημα ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ, που θα ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες κι από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και θα οδηγούν αμετάκλητα σ’ ένα μονάχα και το ίδιο πάντα συμπέρασμα: Την κατάχτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο […] Ανάμεσα στο μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα (σ.σ: της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας) δεν υπήρχε καμιά γέφυρα. Η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε την ανάγκη μιας τέτοιας γέφυρας, αφού, για το σοσιαλισμό, μιλούσε μονάχα τις γιορτές […] Το παλιό “μίνιμουμ πρόγραμμα” έχει σταθερά ξεπεραστεί από το ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ που αποσκοπεί στη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την προλεταριακή επανάσταση»42.
Οι παραπάνω διατυπώσεις υπάρχουν σχεδόν αυτολεξεί σε πολλά κείμενα του «ΕΑ», της «ΝΣ», της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλων των υπόλοιπων –τροτσκιστικών και μη– οπαδών των μεταβατικών προγραμμάτων.
Όσο περισσότερο αναιρούνταν η διάκριση ανάμεσα στις επαναστατικές και τις μη επαναστατικές συνθήκες τόσο περισσότερο προβαλλόταν το αστικό κράτος σε μια μόνιμη κατάσταση αστάθειας και κλονισμού, τόσο περισσότερο φούντωναν τα διάφορα νοητικά σχήματα που κωδικοποιούνταν στα διάφορα Μεταβατικά Προγράμματα. Αυτήν τη δυνατότητα μόνιμης αστάθειας εκφράζουν και οι αναφορές του Τρότσκι στον όρο «προεπαναστατική κατάσταση»43.
Τα σχήματα αυτά αναιρούσαν τα διαφορετικά καθήκοντα που απέρρεαν για τα ΚΚ σε συνθήκες σταθερότητας ή κλονισμού της αστικής εξουσίας.
Από τα παραπάνω είναι καθαρό ότι η λογική του Μεταβατικού Προγράμματος ως συνεκτικού πλαισίου πάλης, ως συνολικής πολιτικής πρότασης σε μη επαναστατικές συνθήκες, δεν απορρέει σε καμία περίπτωση από τις επεξεργασίες του Λένιν, αλλά αποτελεί το λογικό πυρήνα του τροτσκιστικού προγράμματος του 1938.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
25. «Σκέψεις και απόψεις του Εργατικού Αγώνα για τις εξελίξεις, την τακτική και τη στρατηγική…», www.ergatikosagwnas.gr

26. Γράφει, π.χ., ο «ΕΑ» στη διακήρυξή του η οποία κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, τον Ιούλη του 2014: «Το ξεπέρασμα της κρίσης στην Ελλάδα δεν είναι προ των πυλών. Η απόσταση που μας χωρίζει απ’ αυτό το σημείο είναι απροσδιόριστη. Από τη στιγμή που δεν είναι ακόμη στην ημερήσια διάταξη η δυνατότητα μιας άλλης πορείας στα ελληνικά πράγματα σε αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή - δημοκρατική κατεύθυνση και με προοπτική το σοσιαλισμό, η ελληνική κρίση είναι άμεσα εξαρτημένη από την πορεία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης». Η «ΝΣ» με τη σειρά της κατηγορεί το ΚΚΕ ότι δεν μπόρεσε να προσφέρει «μία πρόταση που δε θα αποτελούσε μόνο διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, αλλά, ταυτόχρονα, θα αποτελούσε και τον άξονα για ακόμη παραπέρα συγκέντρωση δυνάμεων εν μέσω κρίσης, γιατί ήταν ήδη ορατές οι τεράστιες μετακινήσεις των λαϊκών μαζών» [«Το επίδικο ζήτημα (4)», www.neaspora.gr]. Θα μπορούσε δηλαδή το ΚΚΕ να βγάλει την Ελλάδα από την καπιταλιστική κρίση χωρίς να καταργήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία, συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα δυνάμεις για τη μελλοντική κατάργησή της!

27. Όπως σημειώνει ο «ΕΑ»: «Η πολιτική στροφή του ΚΚΕ έχει σοβαρές επιπτώσεις στη μαζικότητα, την αποτελεσματικότητα και τον προσανατολισμό του λαϊκού κινήματος. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άσχετη με αυτήν τη στροφή» («Σκέψεις και απόψεις του Εργατικού Αγώνα για τις εξελίξεις, την τακτική και τη στρατηγική…», www.ergatikosagwnas.gr).

28. «Το επίδικο ζήτημα (5.2)», www.neaspora.gr

29. «Ο Λένιν για την αναγκαιότητα των μεταβατικών προγραμμάτων», www.ergatikos agwnas.gr

30. Γιάννη Τόλιου: «Αριστερή κυβέρνηση, μεταβατικό πρόγραμμα και σοσιαλιστική προοπτική», www.Iskra.gr, 30 Νοέμβρη 2014.

31. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 151-199. Ο Εργατικός Αγώνας έχει «ανεβάσει» στην ιστοσελίδα του το άρθρο αυτό με αντίστοιχο πρόλογο.

32. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 351-381.

33. Β. Ι. Λένιν: «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 156.

34. Β. Ι. Λένιν: «Για την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 373-374.

35. «Η Κομμουνιστική Διεθνής. Οι θέσεις και το καταστατικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς όπως ψηφίστηκαν στο Β΄ Συνέδριο της Πετρούπολης-Μόσχας (6-25 Ιούλη 1920)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 110.

36. Β. Ι. Λένιν: «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 306.

37. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 329.

38. Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 100.

39. Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 54.

40. Β. Ι. Λένιν: «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή επανάσταση», Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 116, ή βλ. την έκδοση Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 13.

41. Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 40.

42. www.ergatikidimokratia.gr

43. Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα από την ίδια Απόφαση: «Από τη στιγμή που η (σ.σ.: εργοστασιακή) επιτροπή κάνει την εμφάνισή της, εγκαθιδρύεται στην πραγματικότητα μία ΔΙΑΡΧΙΑ μέσα στο εργοστάσιο. Από την ίδια της την ουσία, αυτή η διαρχία είναι κατιτί το μεταβατικό, γιατί περικλείει μέσα της δυο ασυμφιλίωτα καθεστώτα: Το καπιταλιστικό καθεστώς και το προλεταριακό καθεστώς. Η τεράστια σπουδαιότητα των εργοστασιακών επιτροπών βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτές ανοίγουν, αν όχι μια άμεσα επαναστατική περίοδο, τουλάχιστον μια προεπαναστατική περίοδο ανάμεσα στο αστικό και στο προλεταριακό καθεστώς».

_______________________________________

Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος από το άρθρο "Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ» ΚΑΙ ΣΤΗ «ΝΕΑ ΣΠΟΡΑ»" που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ 1/2015



Καρλ Μαρξ

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων».