Γράφει ο Αναστάσης Γκίκας
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του φασισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1930, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα επιδίωξε τη συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία (βλέπε το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1935). Έτσι, σε μια σειρά χώρες σχηματίστηκαν «Λαϊκά Μέτωπα», που στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας κατάφεραν να κερδίσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Στην Ισπανία το Λαϊκό Μέτωπο συγκροτήθηκε –με πρωτοβουλία των κομμουνιστών- στις 15 Γενάρη 1936. Σ’ αυτό έλαβαν μέρος το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Δημοκρατική Αριστερά, η Αριστερά της Καταλονίας, κ.ά. κόμματα, καθώς και η ενιαία Γενική Ένωση Εργαζομένων (που, όπως και στη Γαλλία, προήλθε από τη συγχώνευση της αντίστοιχης ταξικής και ρεφορμιστικής Συνομοσπονδίας). Στις εκλογές της 16ης Φλεβάρη και 4ης Μάρτη 1936 το Λαϊκό Μέτωπο κέρδισε οριακή πλειοψηφία έναντι του Εθνικού Μετώπου που είχαν συγκροτήσει μια σειρά συντηρητικά αστικά κόμματα (47,03% έναντι 46,48%). Πρώτος πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου έγινε ο Μ. Αθάνα (του Σοσιαλιστικού Κόμματος), που στη συνέχεια (10 Μάη) εκλέχτηκε πρόεδρος και αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από το Σ. Κ. Κιρόγα (της Δημοκρατικής Αριστεράς).
Αμέσως ενεργοποιήθηκαν ζυμώσεις μεταξύ των τμημάτων εκείνων της ισπανικής αστικής τάξης που προσανατολίζονταν πλέον στην επιβολή ανοιχτής, φασιστικής δικτατορίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που διέβλεπε αυτή την εξέλιξη, ζητούσε επίμονα από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου να προβεί στην εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού από τα φασιστικά στοιχεία και να οπλίσει την εργατική τάξη. Η απάντηση της κυβέρνησης, ωστόσο, ήταν κατηγορηματική. «Αφήστε το στρατό ήσυχο, μην μπάζετε την πολιτική στο στρατό», έλεγαν. Όσον αφορά δε τον εξοπλισμό της εργατιάς –ως το αποτελεσματικότερο μέσο για τη συντριβή ενός ενδεχόμενου φασιστικού πραξικοπήματος εν τη γενέσει του- η εντολή που δόθηκε δεν έδινε πολλά περιθώρια παρερμηνείας: «Όποιος δώσει όπλα στους εργάτες θα παραπεμφθεί στο στρατοδικείο!». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ντολόρες Ιμπαρούρι (η θρυλική Πασιονάρια) «και σαν αυτόπτης μάλιστα μάρτυς (…) πολλοί ηγέτες του ΛΜ κινήθηκαν, αν και χωρίς επιτυχία, για να εμποδίσουν ακόμα και την απελευθέρωση των “30.000”, δηλαδή των κρατουμένων από την εξέγερση των Αστουριών του Οκτώβρη του 1934, που αποτελούσαν και το βασικό προεκλογικό σύνθημα του ΛΜ» (35).
Τελικά η στρατιωτική φασιστική κίνηση εκδηλώθηκε στις 17 με 18 Ιούλη 1936, με επικεφαλής το στρατηγό Φ. Φράνκο. Η αναποφασιστικότητα, αναβλητικότητα, έως και τάση συμβιβασμού με τους φασίστες από την πλευρά της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου επέδρασαν καταλυτικά στην αρχική προέλαση των κινηματιών. Με την έκρηξη της στάσης «ο Κιρόγα παραιτήθηκε κι ο Αθάνα έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Μαρτίνες Μπάριο (αρχηγός της Δημοκρατικής Συμμαχίας), στην κατεύθυνση συμβιβασμού με τους φασίστες στασιαστές, δηλαδή υποταγής σε αυτούς. Ένα έντονο κύμα λαϊκής οργής απέτρεψε αυτό το σχέδιο. Έτσι στις 19 Ιούλη κυβέρνηση σχημάτισε ο Χοσέ Γκιράλ του Αριστερού Δημοκρατικού Κόμματος. Όμως οι τρεις μέρες που χάθηκαν σε άσκοπες συζητήσεις για το αν θα έπρεπε να εξοπλιστεί ο λαός ή όχι, έδωσαν στους φασίστες τη δυνατότητα να καταλάβουν 23 πόλεις» (36).
Στις 4 Σεπτέμβρη 1936 σχηματίστηκε και πάλι νέα κυβέρνηση υπό το σοσιαλιστή Λάργκο Καμπαλέρο (στην οποία μετείχαν για πρώτη φορά όλα τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου –μεταξύ αυτών και το ΚΚ- ενώ στη συνέχεια εντάχθηκαν επίσης του Βάσκικο Εθνικό Κόμμα και εκπρόσωποι της αναρχικής CNT). Κρίσιμο θέμα διαπάλης στη φάση αυτή του αγώνα κατά του Φράνκο: η συγκρότηση τακτικού στρατού. «Τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι αναρχικοί», σημειώνει ο Θ. Παπαρήγας, «αντιδρούν στη δημιουργία τακτικού στρατού. Οι αναρχικοί κατηγορούν τους κομμουνιστές σαν… αντεπαναστάτες επειδή το προτείνουν. Η ανίερη αυτή συμμαχία σοσιαλιστών – αναρχικών έχει σαν αποτέλεσμα την πτώση της Μάλαγα (8 Φλεβάρη 1937), όπου οι φρανκικές δυνάμεις επιτίθενται ακριβώς με τον τρόπο που είχαν προβλέψει και λεπτομερώς “προπεριγράψει” οι κομμουνιστές» (37).
Όσον αφορά τις διεθνείς διαστάσεις του ισπανικού εμφυλίου, ενώ θα περίμενε κανείς το «αδελφό» Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας, υπό τον επίσης σοσιαλιστή πρωθυπουργό Λ. Μπλουμ, να είναι το πρώτο που θα έσπευδε σε βοήθεια της Δημοκρατικής Ισπανίας, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στη Γαλλία ανήκε η διπλωματική πρωτοβουλία για τη διεθνή απομόνωση της Δημοκρατικής Ισπανίας, που πραγματοποιήθηκε μέσα από την πολιτική της δήθεν «μη επέμβασης». Ήταν δε η πρώτη χώρα που έκλεισε τα σύνορά της, στερώντας από τους μαχητές κατά του φασισμού κάθε δυνατότητα να προμηθευτούν όπλα και πολεμοφόδια μέσω του γαλλικού εδάφους. Το γεγονός αυτό υπήρξε καταλυτικό πχ στην πτώση της συνοριακής πόλης του Ιρούν (λίγες μόνο μέρες αφότου είχαν κλείσει τα γαλλοϊσπανικά σύνορα), όπου οι εργάτες των ορυχείων αναγκάστηκαν –ελλείψει πυρομαχικών- να πολεμούν με δυναμίτη και πέτρες τις στρατιές του Φράνκο, οι οποίες είχαν στη διάθεσή τους τανκς και αεροπλάνα που τους είχε προμηθεύσει η ναζιστική Γερμανία). Το εμπάργκο τελικά ίσχυσε μόνο για την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Αμερικανικά και βρετανικά μονοπώλια έκαναν χρυσές δουλειές με το Φράνκο (38), ενώ Γερμανία και Ιταλία συνέδραμαν τους Ισπανούς ομοϊδεάτες τους, τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και σε άνδρες (με 16.000 και 50.000 στρατιώτες αντίστοιχα). Η μόνη χώρα που στάθηκε στο πλευρό του αγωνιζόμενου ισπανικού λαού ήταν η Σοβιετική Ένωση (39).
Σε κουφά αυτιά έπεσαν επίσης οι επανειλημμένες εκκλήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη Σοσιαλιστική Διεθνή για την ανάληψη κοινής δράσης υπέρ της Δημοκρατικής Ισπανίας. Ο Ντιμιτρόφ (ΓΓ της ΚΔ) απευθύνθηκε ξανά και ξανά για αυτό το ζήτημα στον ομόλογό του Μπρούκερ (στις 3 Ιούνη 1937, στις 26 Ιούνη 1937, 17 Ιούλη 1937, κοκ), για να λάβει πάντοτε την ίδια απάντηση, πως, δηλαδή, «ο πρόεδρος της ΣΔ "δεν έχει πλήρεις εξουσίες” για να πάρει πρωτοβουλία. Δεν ήταν βεβαίως θέμα «αρμοδιοτήτων», αλλά καθαρά πολιτικής ουσίας. «Μόλις γίνονται γνωστές οι επαφές των δύο Διεθνών, το καλοκαίρι του 1937, το Εργατικό Κόμμα {της Βρετανίας} παρεμβαίνει και αφαιρεί τις εξουσιοδοτήσεις του από την ηγεσία της ΣΔ. Δεν ήταν όμως το μόνο πρόβλημα. Στην Ολλανδία και την Τσεχοσλοβακία, τα σοσιαλιστικά κόμματα απειλούν με αποχώρηση από τη ΣΔ αν οι επαφές συνεχιστούν. Τα πράγματα παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρή τροπή στο Βέλγιο, έδρα της ΣΔ, όπου μια ομάδα σοσιαλιστών ηγετών φέρεται να δηλώνει ότι “προτιμά τη ναζιστική Γερμανία από την ΕΣΣΔ”». Την ίδια στιγμή, διάφοροι επιφανείς ηγέτες της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, όπως οι Άντλερ, Άτλι και Σκέβελενς, επισκέπτονταν τη Δημοκρατική Ισπανία εκφωνώντας βαρύγδουπους υποκριτικούς λόγους. «Σύντροφοι» διαβεβαίωνε ο Σκέβελενς, απευθυνόμενος στη γαλλοβελγική ταξιαρχία «σας ορκίζομαι ότι θα πάρετε όπλα!» (40).
Αρχές του 1939 οι διεθνείς πιέσεις προς την κυβέρνηση του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου (επικεφαλής της οποίας ήταν από τις 17 Μάη 1937 ο σοσιαλιστής Χ. Νεγκρίν) έγιναν ακόμα πιο ασφυκτικές. Στις 10 Φλεβάρη, με τη διαμεσολάβηση των Βρετανών, οι δυνάμεις του Φράνκο κατέλαβαν τη νήσο Μινόρκα (η παράδοση μάλιστα έγινε πάνω στο βρετανικό θωρηκτό Ντεβονσάιρ), ενώ στις 14 Φλεβάρη η γαλλική κυβέρνηση αξίωσε με τελεσίγραφο την παράδοση της Μαδρίτης. Στις 27 Φλεβάρη, Γαλλία και Βρετανία αναγνώρισαν τη φασιστική Ισπανία διακόπτοντας τις διπλωματικές τους σχέσεις με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Το ίδιο έπραξαν και μια σειρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως το Εργατικό Κόμμα του Βελγίου. Στις 4-5 Μάρτη εκδηλώθηκε πραξικόπημα με επικεφαλής το ηγετικό στέλεχος των σοσιαλιστών Χ. Μπεστέιρο και το συνταγματάρχη Σ. Κασάδο. Με κεντρικό σύνθημα «κυβέρνηση χωρίς τους κομμουνιστές» οι Μπεστέιρο και Κασάδο σχημάτισαν μια «Εθνική Χούντα Άμυνας» η οποία, υπό το πρόσχημα της «έντιμης ειρήνης», άνοιξε τις πύλες της ισπανικής πρωτεύουσας στα φασιστικά στρατεύματα. Η Μαδρίτη έπεσε στις 28 Μάρτη 1939. Τρεις μέρες αργότερα – κι ενώ συντρίβονταν κι οι τελευταίοι θύλακες αντίστασης- οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Σκανδιναβίας αναγνώρισαν «de jure» το φασιστικό καθεστώς.
Ούτε όμως στη Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο (41) απέτρεψε την πορεία προς το φασισμό και τον πόλεμο. Σε διεθνές επίπεδο η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου έπαιξε πρωταγωνιστικό ενεργό ρόλο στην υπονόμευση –και εν τέλει την ήττα- του αγώνα του ισπανικού λαού κατά του φασισμού (όπως είδαμε ήδη πιο πάνω). Η πολιτική του λεγόμενου «κατευνασμού», δηλαδή της συνεννόησης και συμβιβασμού με τις δυνάμεις του Άξονα (με κορυφαία έκφραση τη συμφωνία του Μονάχου), που ακολούθησε, εφαρμόστηκε επίσης από τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου. Η Βουλή του 1939-40, της περιόδου δηλαδή κατά την οποία η Γαλλία οδηγήθηκε στην εντυπωσιακή ήττα και συνθηκολόγηση με τη ναζιστική Γερμανία (σε μόλις έξι εβδομάδες), δεν ήταν άλλη από τη Βουλή που αναδείχτηκε το 1936 μέσα από την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου.
Αλλά και στο εσωτερικό η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπήρξε το λιγότερο ανεκτική προς τις δυνάμεις του φασισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της φασιστικής οργάνωσης «Cagoule», που το 1937 έγινε γνωστό ότι σχεδίαζε τη διενέργεια πραξικοπήματος και την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας στη Γαλλία. Έως τότε, η εν λόγω οργάνωση είχε προβεί σε μια σειρά δολοφονίες (κομμουνιστών, Ιταλών αντιφασιστών που είχαν καταφύγει στη Γαλλία, κτλ), βομβιστικές ενέργειες και δολιοφθορές (πχ σε φορτία που προορίζονταν για τη Δημοκρατική Ισπανία), ενώ προμηθεύονταν όπλα από τη φασιστική Ιταλία. Παρόλα αυτά, η αστυνομία του σοσιαλιστή υπουργού Εσωτερικών του Λαϊκού Μετώπου M. Dormoy συνέλαβε μόλις 71 εξ αυτών και «έκλεισε» την υπόθεση. Όλοι τους αποφλυακίστηκαν το 1939, παραμονές του πολέμου. Την ίδια χρονιά η γαλλική Βουλή έθεσε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα (με πρωτοβουλία μάλιστα του Σοσιαλιστικού Κόμματος σύμφωνα με τον Χ. Λαρούζ), ενώ στη συνέχεια έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στο στρατηγό Φ. Πετέν και τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί (στο νότιο τμήμα της Γαλλίας, που ως τα τέλη του 1942 δεν ήταν μεν υπό ναζιστική κατοχή, αλλά ουσιαστικά υπήρξε δορυφόρος του άξονα (42).
Σημειώσεις – Παραπομπές
35. Βλ. αντίστοιχα Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ 525 και Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 38-39. Η εξέγερση των Αστουριών ξεκίνησε ως απεργία των εργαζομένων στα ορυχεία και τελικά καταπνίγηκε στο αίμα έπειτα από επέμβαση του στρατού (συντονιστής της οποίας υπήρξε ο μετέπειτα φασίστας δικτάτορας Φ. Φράνκο). Ως αποτέλεσμα, σχεδόν 3.000 εργάτες δολοφονήθηκαν, ενώ άλλοι 30.000-40.000 φυλακίστηκαν.
36. «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 192.
37. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 39.
38. «Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρεσβείας στη Μαδρίτη», αναφέρει ο Θ. Παπαρήγας, «οι ΗΠΑ έδωσαν συνολικά 1.886.000 τόνους καυσίμων, ενώ τρεις εταιρείες (η Φορντ, η Στουντεμπέικερ και η Τζένεραλ Μότορς) έδωσαν12.000 φορτηγά.» (Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 50). Για τη Βρετανία βλ. R. Fraser, «Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War», εκδ. Pantheon, New York, 1979, σελ 279, 410
39. Το σπάσιμο του εμπάργκο δεν ήταν απλή υπόθεση: Χιλιάδες φορτία κατασχέθηκαν στα σύνορα με τη Γαλλία, ενώ πολλά σοβιετικά πλοία δέχτηκαν επίθεση και βυθίστηκαν στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν βοήθεια στο μαχόμενο ισπανικό λαό. Η ΕΣΣΔ κινδύνεψε να χάσει το μισό εμπορικό της στόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια. Παρόλ’ αυτά, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε πολύτιμη, μετρώντας συνολικά 806 αεροπλάνα, 362 τανκς και 1.555 πυροβόλα όπλα (χώρια τη βοήθεια σε τεχνική υποστήριξη και ανθρώπινο δυναμικό). Βλ. Academy of the USSR “International Solidarity with the Spanish Republic, 1936-1939”, εκδ. Progress, Moscow, 1974, σελ 329-330.
40. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 41-42.
41. Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία συγκροτήθηκε στις 30.5.1935 από το Κομμουνιστικό, το Σοσιαλιστικό, το Ριζοσπαστικό, το Ριζοσπαστικό-Σοσιαλιστικό και το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Την επόμενη χρονιά το Μέτωπο κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λ. Μπλουμ. Το ΚΚΓ δε μετείχε στην κυβέρνηση, στήριξε όμως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Λαϊκού Μετώπου έως την έκρηξη του ισπανικού εμφυλίου, όταν και διαφώνησε με τη στάση των Σοσιαλιστών-Ριζοσπαστών και ήρε την υποστήριξή του. Ο Λ. Μπλουμ παρέμεινε πρωθυπουργός έως τις 10 Απρίλη 1938 (παρεμβλήθηκε η πρωθυπουργία του Κ. Σοτά του Ριζοσπαστικού Κόμματος, 22 Ιούνη 1937 – 13 Μάρτη 1938), όταν τον διαδέχτηκε ο Ε. Νταλαντιέ (ηγέτης του Ριζοσπαστικού-Σοσιαλιστικού Κόμματος).
42. Χ. Λαρούζ: «Ο οπορτουνισμός στο ενιαίο μέτωπο ενάντια στο φασιμό: Οι διεθνείς πηγές του», στην ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2009, σελ 86, Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 35, «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ 183-184.
Άρθρο της ΚΟΜΕΠ νο 1 / 2014
Αναδημοσίευση από Σφυροδρέπανο
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του φασισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1930, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα επιδίωξε τη συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία (βλέπε το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1935). Έτσι, σε μια σειρά χώρες σχηματίστηκαν «Λαϊκά Μέτωπα», που στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας κατάφεραν να κερδίσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Στην Ισπανία το Λαϊκό Μέτωπο συγκροτήθηκε –με πρωτοβουλία των κομμουνιστών- στις 15 Γενάρη 1936. Σ’ αυτό έλαβαν μέρος το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Δημοκρατική Αριστερά, η Αριστερά της Καταλονίας, κ.ά. κόμματα, καθώς και η ενιαία Γενική Ένωση Εργαζομένων (που, όπως και στη Γαλλία, προήλθε από τη συγχώνευση της αντίστοιχης ταξικής και ρεφορμιστικής Συνομοσπονδίας). Στις εκλογές της 16ης Φλεβάρη και 4ης Μάρτη 1936 το Λαϊκό Μέτωπο κέρδισε οριακή πλειοψηφία έναντι του Εθνικού Μετώπου που είχαν συγκροτήσει μια σειρά συντηρητικά αστικά κόμματα (47,03% έναντι 46,48%). Πρώτος πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου έγινε ο Μ. Αθάνα (του Σοσιαλιστικού Κόμματος), που στη συνέχεια (10 Μάη) εκλέχτηκε πρόεδρος και αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από το Σ. Κ. Κιρόγα (της Δημοκρατικής Αριστεράς).
Αμέσως ενεργοποιήθηκαν ζυμώσεις μεταξύ των τμημάτων εκείνων της ισπανικής αστικής τάξης που προσανατολίζονταν πλέον στην επιβολή ανοιχτής, φασιστικής δικτατορίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που διέβλεπε αυτή την εξέλιξη, ζητούσε επίμονα από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου να προβεί στην εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού από τα φασιστικά στοιχεία και να οπλίσει την εργατική τάξη. Η απάντηση της κυβέρνησης, ωστόσο, ήταν κατηγορηματική. «Αφήστε το στρατό ήσυχο, μην μπάζετε την πολιτική στο στρατό», έλεγαν. Όσον αφορά δε τον εξοπλισμό της εργατιάς –ως το αποτελεσματικότερο μέσο για τη συντριβή ενός ενδεχόμενου φασιστικού πραξικοπήματος εν τη γενέσει του- η εντολή που δόθηκε δεν έδινε πολλά περιθώρια παρερμηνείας: «Όποιος δώσει όπλα στους εργάτες θα παραπεμφθεί στο στρατοδικείο!». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ντολόρες Ιμπαρούρι (η θρυλική Πασιονάρια) «και σαν αυτόπτης μάλιστα μάρτυς (…) πολλοί ηγέτες του ΛΜ κινήθηκαν, αν και χωρίς επιτυχία, για να εμποδίσουν ακόμα και την απελευθέρωση των “30.000”, δηλαδή των κρατουμένων από την εξέγερση των Αστουριών του Οκτώβρη του 1934, που αποτελούσαν και το βασικό προεκλογικό σύνθημα του ΛΜ» (35).
Τελικά η στρατιωτική φασιστική κίνηση εκδηλώθηκε στις 17 με 18 Ιούλη 1936, με επικεφαλής το στρατηγό Φ. Φράνκο. Η αναποφασιστικότητα, αναβλητικότητα, έως και τάση συμβιβασμού με τους φασίστες από την πλευρά της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου επέδρασαν καταλυτικά στην αρχική προέλαση των κινηματιών. Με την έκρηξη της στάσης «ο Κιρόγα παραιτήθηκε κι ο Αθάνα έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Μαρτίνες Μπάριο (αρχηγός της Δημοκρατικής Συμμαχίας), στην κατεύθυνση συμβιβασμού με τους φασίστες στασιαστές, δηλαδή υποταγής σε αυτούς. Ένα έντονο κύμα λαϊκής οργής απέτρεψε αυτό το σχέδιο. Έτσι στις 19 Ιούλη κυβέρνηση σχημάτισε ο Χοσέ Γκιράλ του Αριστερού Δημοκρατικού Κόμματος. Όμως οι τρεις μέρες που χάθηκαν σε άσκοπες συζητήσεις για το αν θα έπρεπε να εξοπλιστεί ο λαός ή όχι, έδωσαν στους φασίστες τη δυνατότητα να καταλάβουν 23 πόλεις» (36).
Στις 4 Σεπτέμβρη 1936 σχηματίστηκε και πάλι νέα κυβέρνηση υπό το σοσιαλιστή Λάργκο Καμπαλέρο (στην οποία μετείχαν για πρώτη φορά όλα τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου –μεταξύ αυτών και το ΚΚ- ενώ στη συνέχεια εντάχθηκαν επίσης του Βάσκικο Εθνικό Κόμμα και εκπρόσωποι της αναρχικής CNT). Κρίσιμο θέμα διαπάλης στη φάση αυτή του αγώνα κατά του Φράνκο: η συγκρότηση τακτικού στρατού. «Τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι αναρχικοί», σημειώνει ο Θ. Παπαρήγας, «αντιδρούν στη δημιουργία τακτικού στρατού. Οι αναρχικοί κατηγορούν τους κομμουνιστές σαν… αντεπαναστάτες επειδή το προτείνουν. Η ανίερη αυτή συμμαχία σοσιαλιστών – αναρχικών έχει σαν αποτέλεσμα την πτώση της Μάλαγα (8 Φλεβάρη 1937), όπου οι φρανκικές δυνάμεις επιτίθενται ακριβώς με τον τρόπο που είχαν προβλέψει και λεπτομερώς “προπεριγράψει” οι κομμουνιστές» (37).
Όσον αφορά τις διεθνείς διαστάσεις του ισπανικού εμφυλίου, ενώ θα περίμενε κανείς το «αδελφό» Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας, υπό τον επίσης σοσιαλιστή πρωθυπουργό Λ. Μπλουμ, να είναι το πρώτο που θα έσπευδε σε βοήθεια της Δημοκρατικής Ισπανίας, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στη Γαλλία ανήκε η διπλωματική πρωτοβουλία για τη διεθνή απομόνωση της Δημοκρατικής Ισπανίας, που πραγματοποιήθηκε μέσα από την πολιτική της δήθεν «μη επέμβασης». Ήταν δε η πρώτη χώρα που έκλεισε τα σύνορά της, στερώντας από τους μαχητές κατά του φασισμού κάθε δυνατότητα να προμηθευτούν όπλα και πολεμοφόδια μέσω του γαλλικού εδάφους. Το γεγονός αυτό υπήρξε καταλυτικό πχ στην πτώση της συνοριακής πόλης του Ιρούν (λίγες μόνο μέρες αφότου είχαν κλείσει τα γαλλοϊσπανικά σύνορα), όπου οι εργάτες των ορυχείων αναγκάστηκαν –ελλείψει πυρομαχικών- να πολεμούν με δυναμίτη και πέτρες τις στρατιές του Φράνκο, οι οποίες είχαν στη διάθεσή τους τανκς και αεροπλάνα που τους είχε προμηθεύσει η ναζιστική Γερμανία). Το εμπάργκο τελικά ίσχυσε μόνο για την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Αμερικανικά και βρετανικά μονοπώλια έκαναν χρυσές δουλειές με το Φράνκο (38), ενώ Γερμανία και Ιταλία συνέδραμαν τους Ισπανούς ομοϊδεάτες τους, τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και σε άνδρες (με 16.000 και 50.000 στρατιώτες αντίστοιχα). Η μόνη χώρα που στάθηκε στο πλευρό του αγωνιζόμενου ισπανικού λαού ήταν η Σοβιετική Ένωση (39).
Σε κουφά αυτιά έπεσαν επίσης οι επανειλημμένες εκκλήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη Σοσιαλιστική Διεθνή για την ανάληψη κοινής δράσης υπέρ της Δημοκρατικής Ισπανίας. Ο Ντιμιτρόφ (ΓΓ της ΚΔ) απευθύνθηκε ξανά και ξανά για αυτό το ζήτημα στον ομόλογό του Μπρούκερ (στις 3 Ιούνη 1937, στις 26 Ιούνη 1937, 17 Ιούλη 1937, κοκ), για να λάβει πάντοτε την ίδια απάντηση, πως, δηλαδή, «ο πρόεδρος της ΣΔ "δεν έχει πλήρεις εξουσίες” για να πάρει πρωτοβουλία. Δεν ήταν βεβαίως θέμα «αρμοδιοτήτων», αλλά καθαρά πολιτικής ουσίας. «Μόλις γίνονται γνωστές οι επαφές των δύο Διεθνών, το καλοκαίρι του 1937, το Εργατικό Κόμμα {της Βρετανίας} παρεμβαίνει και αφαιρεί τις εξουσιοδοτήσεις του από την ηγεσία της ΣΔ. Δεν ήταν όμως το μόνο πρόβλημα. Στην Ολλανδία και την Τσεχοσλοβακία, τα σοσιαλιστικά κόμματα απειλούν με αποχώρηση από τη ΣΔ αν οι επαφές συνεχιστούν. Τα πράγματα παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρή τροπή στο Βέλγιο, έδρα της ΣΔ, όπου μια ομάδα σοσιαλιστών ηγετών φέρεται να δηλώνει ότι “προτιμά τη ναζιστική Γερμανία από την ΕΣΣΔ”». Την ίδια στιγμή, διάφοροι επιφανείς ηγέτες της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, όπως οι Άντλερ, Άτλι και Σκέβελενς, επισκέπτονταν τη Δημοκρατική Ισπανία εκφωνώντας βαρύγδουπους υποκριτικούς λόγους. «Σύντροφοι» διαβεβαίωνε ο Σκέβελενς, απευθυνόμενος στη γαλλοβελγική ταξιαρχία «σας ορκίζομαι ότι θα πάρετε όπλα!» (40).
Αρχές του 1939 οι διεθνείς πιέσεις προς την κυβέρνηση του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου (επικεφαλής της οποίας ήταν από τις 17 Μάη 1937 ο σοσιαλιστής Χ. Νεγκρίν) έγιναν ακόμα πιο ασφυκτικές. Στις 10 Φλεβάρη, με τη διαμεσολάβηση των Βρετανών, οι δυνάμεις του Φράνκο κατέλαβαν τη νήσο Μινόρκα (η παράδοση μάλιστα έγινε πάνω στο βρετανικό θωρηκτό Ντεβονσάιρ), ενώ στις 14 Φλεβάρη η γαλλική κυβέρνηση αξίωσε με τελεσίγραφο την παράδοση της Μαδρίτης. Στις 27 Φλεβάρη, Γαλλία και Βρετανία αναγνώρισαν τη φασιστική Ισπανία διακόπτοντας τις διπλωματικές τους σχέσεις με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Το ίδιο έπραξαν και μια σειρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως το Εργατικό Κόμμα του Βελγίου. Στις 4-5 Μάρτη εκδηλώθηκε πραξικόπημα με επικεφαλής το ηγετικό στέλεχος των σοσιαλιστών Χ. Μπεστέιρο και το συνταγματάρχη Σ. Κασάδο. Με κεντρικό σύνθημα «κυβέρνηση χωρίς τους κομμουνιστές» οι Μπεστέιρο και Κασάδο σχημάτισαν μια «Εθνική Χούντα Άμυνας» η οποία, υπό το πρόσχημα της «έντιμης ειρήνης», άνοιξε τις πύλες της ισπανικής πρωτεύουσας στα φασιστικά στρατεύματα. Η Μαδρίτη έπεσε στις 28 Μάρτη 1939. Τρεις μέρες αργότερα – κι ενώ συντρίβονταν κι οι τελευταίοι θύλακες αντίστασης- οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Σκανδιναβίας αναγνώρισαν «de jure» το φασιστικό καθεστώς.
Ούτε όμως στη Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο (41) απέτρεψε την πορεία προς το φασισμό και τον πόλεμο. Σε διεθνές επίπεδο η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου έπαιξε πρωταγωνιστικό ενεργό ρόλο στην υπονόμευση –και εν τέλει την ήττα- του αγώνα του ισπανικού λαού κατά του φασισμού (όπως είδαμε ήδη πιο πάνω). Η πολιτική του λεγόμενου «κατευνασμού», δηλαδή της συνεννόησης και συμβιβασμού με τις δυνάμεις του Άξονα (με κορυφαία έκφραση τη συμφωνία του Μονάχου), που ακολούθησε, εφαρμόστηκε επίσης από τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου. Η Βουλή του 1939-40, της περιόδου δηλαδή κατά την οποία η Γαλλία οδηγήθηκε στην εντυπωσιακή ήττα και συνθηκολόγηση με τη ναζιστική Γερμανία (σε μόλις έξι εβδομάδες), δεν ήταν άλλη από τη Βουλή που αναδείχτηκε το 1936 μέσα από την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου.
Αλλά και στο εσωτερικό η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπήρξε το λιγότερο ανεκτική προς τις δυνάμεις του φασισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της φασιστικής οργάνωσης «Cagoule», που το 1937 έγινε γνωστό ότι σχεδίαζε τη διενέργεια πραξικοπήματος και την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας στη Γαλλία. Έως τότε, η εν λόγω οργάνωση είχε προβεί σε μια σειρά δολοφονίες (κομμουνιστών, Ιταλών αντιφασιστών που είχαν καταφύγει στη Γαλλία, κτλ), βομβιστικές ενέργειες και δολιοφθορές (πχ σε φορτία που προορίζονταν για τη Δημοκρατική Ισπανία), ενώ προμηθεύονταν όπλα από τη φασιστική Ιταλία. Παρόλα αυτά, η αστυνομία του σοσιαλιστή υπουργού Εσωτερικών του Λαϊκού Μετώπου M. Dormoy συνέλαβε μόλις 71 εξ αυτών και «έκλεισε» την υπόθεση. Όλοι τους αποφλυακίστηκαν το 1939, παραμονές του πολέμου. Την ίδια χρονιά η γαλλική Βουλή έθεσε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα (με πρωτοβουλία μάλιστα του Σοσιαλιστικού Κόμματος σύμφωνα με τον Χ. Λαρούζ), ενώ στη συνέχεια έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στο στρατηγό Φ. Πετέν και τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί (στο νότιο τμήμα της Γαλλίας, που ως τα τέλη του 1942 δεν ήταν μεν υπό ναζιστική κατοχή, αλλά ουσιαστικά υπήρξε δορυφόρος του άξονα (42).
Σημειώσεις – Παραπομπές
35. Βλ. αντίστοιχα Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ 525 και Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 38-39. Η εξέγερση των Αστουριών ξεκίνησε ως απεργία των εργαζομένων στα ορυχεία και τελικά καταπνίγηκε στο αίμα έπειτα από επέμβαση του στρατού (συντονιστής της οποίας υπήρξε ο μετέπειτα φασίστας δικτάτορας Φ. Φράνκο). Ως αποτέλεσμα, σχεδόν 3.000 εργάτες δολοφονήθηκαν, ενώ άλλοι 30.000-40.000 φυλακίστηκαν.
36. «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 192.
37. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 39.
38. «Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρεσβείας στη Μαδρίτη», αναφέρει ο Θ. Παπαρήγας, «οι ΗΠΑ έδωσαν συνολικά 1.886.000 τόνους καυσίμων, ενώ τρεις εταιρείες (η Φορντ, η Στουντεμπέικερ και η Τζένεραλ Μότορς) έδωσαν12.000 φορτηγά.» (Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 50). Για τη Βρετανία βλ. R. Fraser, «Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War», εκδ. Pantheon, New York, 1979, σελ 279, 410
39. Το σπάσιμο του εμπάργκο δεν ήταν απλή υπόθεση: Χιλιάδες φορτία κατασχέθηκαν στα σύνορα με τη Γαλλία, ενώ πολλά σοβιετικά πλοία δέχτηκαν επίθεση και βυθίστηκαν στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν βοήθεια στο μαχόμενο ισπανικό λαό. Η ΕΣΣΔ κινδύνεψε να χάσει το μισό εμπορικό της στόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια. Παρόλ’ αυτά, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε πολύτιμη, μετρώντας συνολικά 806 αεροπλάνα, 362 τανκς και 1.555 πυροβόλα όπλα (χώρια τη βοήθεια σε τεχνική υποστήριξη και ανθρώπινο δυναμικό). Βλ. Academy of the USSR “International Solidarity with the Spanish Republic, 1936-1939”, εκδ. Progress, Moscow, 1974, σελ 329-330.
40. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 41-42.
41. Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία συγκροτήθηκε στις 30.5.1935 από το Κομμουνιστικό, το Σοσιαλιστικό, το Ριζοσπαστικό, το Ριζοσπαστικό-Σοσιαλιστικό και το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Την επόμενη χρονιά το Μέτωπο κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λ. Μπλουμ. Το ΚΚΓ δε μετείχε στην κυβέρνηση, στήριξε όμως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Λαϊκού Μετώπου έως την έκρηξη του ισπανικού εμφυλίου, όταν και διαφώνησε με τη στάση των Σοσιαλιστών-Ριζοσπαστών και ήρε την υποστήριξή του. Ο Λ. Μπλουμ παρέμεινε πρωθυπουργός έως τις 10 Απρίλη 1938 (παρεμβλήθηκε η πρωθυπουργία του Κ. Σοτά του Ριζοσπαστικού Κόμματος, 22 Ιούνη 1937 – 13 Μάρτη 1938), όταν τον διαδέχτηκε ο Ε. Νταλαντιέ (ηγέτης του Ριζοσπαστικού-Σοσιαλιστικού Κόμματος).
42. Χ. Λαρούζ: «Ο οπορτουνισμός στο ενιαίο μέτωπο ενάντια στο φασιμό: Οι διεθνείς πηγές του», στην ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2009, σελ 86, Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ 35, «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ 183-184.
Άρθρο της ΚΟΜΕΠ νο 1 / 2014
Αναδημοσίευση από Σφυροδρέπανο